Τον απόλυτο τρόμο έζησε μία οδηγός ταξί, η οποία έπεσε θύμα ληστείας και ιδιότυπης «κράτησής» της από τον δράστη, την Τετάρτη στα Χανιά της Κρήτης.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, όλα ξεκίνησαν όταν ένας αλλοδαπός, μπήκε στο ταξί της, που ήταν στο σταθμευμένο στα ΚΤΕΛ, και της ζήτησε να τον μεταφέρει στις Βρύσες Αποκορώνου, προκειμένου όπως της είπε -σε άπταιστα ελληνικά- να παραλάβει κάποια έγγραφα. Ωστόσο, στη διάρκεια της διαδρομής, την καθοδήγησε σε ερημική τοποθεσία, την απείλησε με μαχαίρι και της ζήτησε χρήματα. Η γυναίκα αντέδρασε και άρχισε να καλεί σε βοήθεια.
Ο δράστης την ακινητοποίησε και πάντα με την απειλή μαχαιριού την έδεσε πισθάγκωνα, την υποχρέωσε να καθίσει στο πίσω κάθισμα του οχήματος. Αφού έψαξε και πήρε όσα χρήματα υπήρχαν στο αμάξι, οδήγησε ο ίδιος το ταξί πίσω στα Χανιά και, συγκεκριμένα στην περιοχή του Κουμπέ, όπου το εγκατέλειψε με το ακινητοποιημένο θύμα του και εξαφανίστηκε.
Έπειτα από μεγάλη προσπάθεια η οδηγός κατάφερε να λύσει από τα σχοινιά τα πόδια και κάλεσε σε βοήθεια. Περαστικοί που είδαν την γυναίκα, την ελευθέρωσαν και ενημέρωσαν άμεσα τις αρχές, οι οποίες έχουν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του δράστη.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Προέδρου Σωματείου Ιδιοκτητών Ταξί, Ηλία Καραπατάκη στην ΕΡΤ Χανίων, και στο παρελθόν είχαμε τέτοια περιστατικά, ποτέ ωστόσο πιο πριν, μέρα μεσημέρι στο κέντρο των Χανίων. Όλοι οι επαγγελματίες του κλάδου καταδικάζουν απερίφραστα την άνανδρη επίθεση σε βάρος της οδηγού και δηλώνουν ότι είναι στο πλευρό της για οτιδήποτε χρειαστεί.
«Δεν θέλω να το ζήσει κανείς αυτό το πράγμα»
Λίγη ώρα μετά την εξέταση της από τον ιατροδικαστή, η οδηγός ταξί περιέγραψε καρέ-καρέ στην ΕΡΤ, πώς μια συνηθισμένη κούρσα μέρα μεσημέρι στο κέντρο των Χανίων εξελίχθηκε σε κούρσα «τρόμου».
«Θέλω να μου πει, γιατί το έκανε αυτό το πράγμα και μ’ αυτόν τον τρόπο… Θα μπορούσε να με αφήσει να φύγω, όχι αυτήν τη διαδικασία που πέρασα να πάρει το αυτοκίνητο μου, να με δέσει και να με οδηγήσει στα Χανιά δεμένη πίσω… Του έλεγα σταμάτα, θα πάρω εγώ το αυτοκίνητο και θα οδηγήσω, δεν θα σου κάνω κακό, δεν θα πάω πουθενά στην ασφάλεια. Θέλω να πάω στο σπίτι μου, θέλω να πάω να πάρω τα παιδιά μου. Με ρώτησε που; Του λέω στον Κουμπέ. Θα σε αφήσω μου είπε, εκεί κοντά. Τι να πω από κει και πέρα γι’ αυτό το πράγμα που έζησα;» ανέφερε.
«…Αυτός ήθελε να γυρίσει οπωσδήποτε στα Χανιά. Δεν ήθελε να μείνει εκεί, προφανώς φοβήθηκε να μείνει εκεί. Ήθελε να φύγει από εκείνο το σημείο, τον έβλεπα που κοιτούσε γύρω γύρω. Δεν ήταν απομονωμένο σημείο. Ήταν ένα στενό που οδηγεί σε οινοποιείο. Άσφαλτος. Ήταν ξένος, μιλούσε άπταιστα Ελληνικά 35-40 ετών. Μου έδωσε την εντύπωση, ότι ήταν ένας του μεροκάματου, όπως όλους τους αλλοδαπούς που δουλεύουν… Δεν έδειξε κάτι ιδιαίτερο» συμπλήρωσε.
Και συνέχισε: «Με το μαχαίρι με ακινητοποίησε, με “κλείδωσε” στο λαιμό, εκεί δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα, έχει το μαξιλαράκι το αυτοκίνητο οπότε σε “κλειδώνει” εκεί. Μετά με έβγαλε έξω από το αυτοκίνητο, με ακινητοποίησε στο χώμα, πάλι με το μαχαίρι, μου λέει “τα λεφτά”. Του λέω δεν έχουμε εμείς λεφτά στο αυτοκίνητο, περισσότερο δουλεύουμε με κάρτα. Εκεί άρχισε και τα “έπαιρνε στο κρανίο” και έλεγε, γιατί έκανα αυτήν τη διαδικασία, για τα ψίχουλα και το ένα και το άλλο. Τέλος πάντων βρήκε μετά ένα μεγάλο ποσό που είχαμε για τις πληρωμές του Σεπτεμβρίου. Εν τω μεταξύ στην επιστροφή δεν ήξερα που μπορεί να πηγαίνει, δεν είχα ορατότητα, δεν ήξερα προς ποια κατεύθυνση πάει αν γυρνούσε Χανιά. Ήμουν μπρούμυτα, μπρούμυτα δεμένη με τα σχοινιά και επίσης τα σχοινιά και όλο μου το σώμα ήταν συγχρόνως δεμένο με τις ζώνες ασφαλείας του πίσω καθίσματος. Μέρα μεσημέρι αυτά τα πράγματα. Τι θα δούμε άλλο; Οι αστυνομικοί έπαθαν σοκ. Είπαν δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο περιστατικό στα Χανιά».
«Είμαι 30 χρόνια σε αυτόν το χώρο, δουλεύω την ημερήσια βάρδια δεν δουλεύω βράδυ, δεν μπορεί να συλλάβει το μυαλό μου, ότι θα μπορούσε να μου συμβεί αυτό το πράγμα μέρα μεσημέρι. Δεν θέλω να το ζήσει κανείς αυτό το πράγμα. Κανείς» κατέληξε.
«Τα βλέπαμε μόνο στις τηλεοράσεις»
«Την Τετάρτη, 13.00 η ώρα το μεσημέρι, με προσέγγισε από το παράθυρο. Μιλούσε άπταιστα ελληνικά, κατάλαβα φυσικά ότι ήταν αλλοδαπός. Μου είπε “μπορείτε να με πάτε μέχρι τις Βρύσες Αποκορωνού να πάρω τα χαρτιά μου και θα γυρίσουμε πίσω;”. Του λέω “εντάξει, είμαι ελεύθερη”. Προχωρήσαμε, δεν ήθελε να μπούμε μέσα από το χωριό για να μην χάσουμε χρόνο. Γνώριζε την περιοχή πάρα πολύ καλά διότι μου είπε από πού να στρίψω, από την Ντουράκη στο οινοποιείο δεξιά, θα μπούμε μέσα. Εκεί, είναι το σπίτι μου και σταματάμε στο διώροφο. Ήταν ένας δρόμος που υπήρχε κινητικότητα. Φτάσαμε εκεί» είπε η οδηγός ταξί στο MEGA.
«Την ώρα που πάω να πατήσω το φρένο να σταματήσω το αυτοκίνητο, κεφαλοκλείδωμα και μαχαίρι στον λαιμό. “Λεφτά”, του λέω “ό,τι έχω”. Εμείς δεν έχουμε αρκετά χρήματα πάνω μας, δουλεύουμε πιο πολύ με κάρτα. Εκεί τρελάθηκε αυτός, άρχισε να με τραβάει από το αυτοκίνητο, με τράβηξε στα χωράφια. Έπεσε πάνω μου, αυτός έλεγε “ηρέμησε θέλω μόνο λεφτά, δεν θα σου κάνω κακό, θέλω λεφτά”. Φοβόταν κιόλας, κοίταγε γύρω – γύρω, έβλεπε και ότι ο χρόνος δεν τον έπαιρνε. Με πετάει στο πίσω κάθισμα, είχε στο τσαντάκι του μέσα σκοινιά. Άρχισε και μου έδενε τα χέρια και μου έδενε τα πόδια. Όλα αυτά, με ασφάλισε και με τις ζώνες των πίσω καθισμάτων επίσης. Δεν μπορούσα να κουνήσω καθόλου. Αυτός κόπηκε κάποια στιγμή, γιατί βρέθηκε αίμα στο παντελόνι μου. Το πήραν οι Αρχές. Εγώ νόμιζα θα με άφηνε εκεί πέρα και θα έφευγε» περιέγραψε.
«Μου λέει “τώρα θα οδηγήσω εγώ”, του λέω “τι κάνεις;”, μου έλεγε “και να μας σταματήσει η Αστυνομία να ξέρεις ότι θα πατήσω γκάζι κι όπου φτάσουμε, σκοτωθούμε, δεν ξέρω τι θα γίνει”. Προσπαθούσα να συγκρατήσω την ψυχραιμία μου, να πάω όσο γίνεται με τα νερά του για να γυρίσω πίσω στα Χανιά. Δεν ήξερα όμως αν θα με επιστρέψει στα Χανιά. Τελικά, με άφησε στην περιοχή του Κουμπέ σε έναν μεγάλο δρόμο που δυστυχώς δεν υπάρχουν κάμερες εκεί. Άφησε το αυτοκίνητο αναμμένο, αυτός φυσικά σηκώθηκε κι έφυγε κι εγώ έμεινα εκεί» ανέφερε ακόμη.
«Απεγκλώβισα τα πόδια μου. Τα χέρια μου δεν υπήρχε περίπτωση να τα λύσω. Και με το πόδι μου άνοιξα την πόρτα την πίσω. Και βλέπω έναν νεαρό απέναντι στην πολυκατοικία. Φώναξα βοήθεια. Το παιδί ήρθε σε κατάσταση σοκ, αυτό που είδε θα του μείνει σε όλη τη ζωή. Τα βλέπαμε μόνο στις τηλεοράσεις. Πήρα πάλι χτες στην Ασφάλεια και μου είπαν “δώστε μας τον χρόνο μας”. Τι εννοούσαν; Εγώ πιστεύω ότι έχει μπει σε ένα καράβι κι έχει φύγει».