Σε διαβουλεύσεις με στελέχη της αγοράς και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βρίσκεται η ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ), με σκοπό να «κλειδώσουν» όλες οι λεπτομέρειες γύρω από την εφαρμογή του μέτρου για τις λαϊκές αγορές, που θα λειτουργούν, αποκλειστικά, με παραγωγούς. Βάσει χρονοδιαγράμματος, θα «τρέξει» εντός του 2025, ενώ μέσα στο φθινόπωρο αναμένονται περισσότερες εξελίξεις γύρω από το θέμα.
Για να γίνουν πράξη αυτές οι λαϊκές αγορές, το υπουργείο, ουσιαστικά, θα λάβει μια νομοθετική πρωτοβουλία, μέσω της οποίας θα δίνεται η δυνατότητα στους δήμους, εφόσον το επιθυμούν, να κινήσουν τις διαδικασίες, για να έχουν λαϊκές αγορές, όπου θα πωλούνται νωπά προϊόντα μόνο από παραγωγούς.
Αρμόδια στελέχη εξηγούν πως τα οφέλη από αυτήν την πρωτοβουλία είναι πολλαπλά και αφορούν τόσο στους καταναλωτές όσο και στους παραγωγούς. Στην πράξη, οι παραγωγοί θα πωλούν σε συγκεκριμένες λαϊκές αγορές και ημέρες τα προϊόντα τους, χωρίς μεσάζοντες. Με άλλα λόγια, θα τα πωλούν οι ίδιοι, απευθείας στους καταναλωτές.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι καταναλωτές θα πληρώνουν πιο οικονομικά τα νωπά προϊόντα -καθώς θα αφαιρείται το κόστος μεταπώλησης- και θα γνωρίζουν, με μεγαλύτερη ασφάλεια, την περιοχή προέλευσης. Οι δε παραγωγοί θα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, αφού δεν θα εξαρτώνται από τους εμπόρους.
Από την απευθείας επικοινωνία του καταναλωτή µε τον Έλληνα παραγωγό αναμένεται να τονωθεί η τοπική οικονομία και βέβαια ο αγροτικός τομέας. Επιπρόσθετα, θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους οι μικτές λαϊκές αγορές και όσα προβλέπονται στο πλαίσιο αυτών. Για παράδειγμα, η σήμανση στα προϊόντα, με την οποία γνωρίζει ο καταναλωτής την προέλευση κάθε αγαθού και από ποιον το προμηθεύεται, δηλαδή αν είναι παραγωγός ή έμπορος. Υπενθυμίζεται πως το παραπάνω μέτρο πήρε το «πράσινο φως» στο Υπουργικό Συμβούλιο της 28ης Μαΐου.
Όσον αφορά στα στατιστικά στοιχεία, σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν 1.530 λαϊκές αγορές. Σ’ αυτές δραστηριοποιούνται 7.309 παραγωγοί και 5.753 έμποροι. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με στελέχη του ΥΠΑΝ, οι τελευταίοι είναι πολλοί περισσότεροι, ωστόσο δηλώνουν παραγωγοί.
Στο μεταξύ, από έρευνα της Metron Analysis, για λογαριασμό του Φορέα Λειτουργίας Λαϊκών Αγορών της Περιφέρειας Αττικής, προκύπτει -βάσει των στοιχείων- πως οι λαϊκές αγορές αποτελούν έναν πολύ σημαντικό θεσμό για τη ζωή της πόλης, ο οποίος χρειάζεται να υποστηριχθεί ουσιαστικά. Δεδομένου ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι πολυδιάστατες, απαιτείται η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών: των καταναλωτών, των επαγγελματιών, της τοπικής κοινωνίας.
Ειδικότερα για τα αποτελέσματα της έρευνας, σε επίπεδο καταναλωτών το 49% των κατοίκων της Αττικής, δηλαδή περίπου 2 εκατ., ψωνίζει κατά βάση από τις 271 λαϊκές αγορές της, ενώ το 68% από τις λαϊκές αγορές και τα σούπερ μάρκετ.
-Το 70% αγοράζει φρούτα και λαχανικά και το υπόλοιπο 30% ψάρια, αβγά, μέλι, ξηρούς καρπούς, είδη ένδυσης και υπόδησης, είδη σπιτιού κ.λπ.
-Το 71% προτιμά τις λαϊκές αγορές λόγω ποιότητας και ποικιλίας και το 67% λόγω των τιμών.
-Mέχρι 20 ευρώ δαπανά το 27% των καταναλωτών. Από 20 έως 40 ευρώ ξοδεύει το 48% και από 40 έως 60 ευρώ το 19% των καταναλωτών.
-Το 83% δηλώνει αρκετά ικανοποιημένο από τα προϊόντα και τις τιμές των λαϊκών αγορών.
-Ως μειονεκτήματα των λαϊκών αγορών οι καταναλωτές θεωρούν την έλλειψη πάρκινγκ, την ασφάλεια του περιβάλλοντος και την καθαριότητα.
-Όσοι δεν ψωνίζουν ποτέ από τις λαϊκές αγορές θεωρούν -σε ποσοστό 75%- ότι θα το έκαναν αν υπήρχαν απογευματινές αγορές που θα τους εξυπηρετούσαν.
-Από πλευράς πωλητών, το 79% εκφράζει την πεποίθηση ότι η σημερινή εποχή είναι η χειρότερη των τελευταίων δεκαετιών από πλευράς τζίρου.
-Το 75% πιστεύει ότι η κακή αυτή κατάσταση οφείλεται στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, ενώ το 56% ότι αιτία είναι η ακρίβεια.
Τέλος, σε σχέση με τους δημάρχους, 6 στους 10 αποδέχονται την κατάργηση των δημοτικών τελών για τους κατοίκους των δρόμων που λειτουργούν οι αγορές, ζητούν όμως νομοθετική ρύθμιση για να μπορέσουν να το κάνουν. Τονίζουν, ταυτόχρονα, τη μη τήρηση του κανονισμού λειτουργίας των αγορών από τους πωλητές, σε ό,τι αφορά στο ωράριο προσέλευσης-αποχώρησης και τα ζητήματα καθαριότητας, καθώς και τα μεγάλα κυκλοφοριακά προβλήματα που δημιουργεί η λειτουργία των αγορών.