Βουλευτές στη Ρωσία υπερψήφισαν νομοσχέδιο που επαναφέρει την αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB) στη διαχείριση δικών της προανακριτικών κέντρων κράτησης. Η ρύθμιση αυτή έρχεται να καταργήσει νόμο του 2006, ο οποίος είχε μεταφέρει την εποπτεία των εν λόγω εγκαταστάσεων στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Φυλακών, σε συμμόρφωση με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το νομοσχέδιο, που εγκρίθηκε στην τελική του ανάγνωση από την Κάτω Βουλή (Δούμα), δίνει στην FSB τη δυνατότητα να κρατά υπόπτους ή κατηγορούμενους για προδοσία, κατασκοπεία, τρομοκρατία και εξτρεμισμό σε εγκαταστάσεις που ελέγχει άμεσα η ίδια η υπηρεσία. Για να γίνει το συγκεκριμένο κείμενο επίσημα νόμος της Ρωσίας απαιτείται έγκριση – τυπική διαδικασία – από την Άνω Βουλή (Ομοσπονδιακό Συμβούλιο), πριν το υπογράψει ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οι υποστηρικτές του νόμου επικαλούνται αυξημένη δραστηριότητα ξένων υπηρεσιών πληροφοριών και τρομοκρατικές απειλές μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία το 2022. «Ο στόχος είναι να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη επικοινωνία των κρατουμένων με άλλους υπόπτους σε υποθέσεις εθνικής ασφάλειας», δήλωσε ο επικεφαλής της Επιτροπής Ασφάλειας και Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Δούμας, Βασίλι Πισκαριόφ, αμέσως μετά την υπερψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. «Η απομόνωση των υπόπτων επιτρέπει τη διακοπή επαφών με ξένες μυστικές υπηρεσίες και τρομοκρατικά δίκτυα» σημείωσε. Ο Πισκαριόφ υποστήριξε ότι από το 2015 τα περιστατικά που σχετίζονται με προδοσία, τρομοκρατία και εξτρεμισμό έχουν τριπλασιαστεί, ενώ οι συλλήψεις αναφορικά με τα ίδια αδικήματα τετραπλασιάστηκαν.
Αν και το νομοσχέδιο τυπικά επαναφέρει στη FSB τον έλεγχο των κρατητηρίων, επικριτές τονίζουν ότι η υπηρεσία δεν είχε ποτέ απολέσει πλήρως την επιρροή της σε ορισμένες εγκαταστάσεις, όπως η διαβόητη φυλακή Λεφορτόβο στη Μόσχα, γνωστή για τη σύνδεσή της με τις υπηρεσίες ασφαλείας και για την κράτηση προσώπων υψηλού προφίλ, όπως ο Αμερικανός δημοσιογράφος Έβαν Γκερσκοβιτς. Η οργάνωση Memorial, βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης, ανέφερε ότι και το κέντρο κράτησης SIZO-2 στο Ταγκανρόγκ – όπου κρατούνται Ουκρανοί αιχμάλωτοι – τελεί επίσης υπό τον έλεγχο της FSB, με πολλές καταγγελίες για βασανιστήρια και κακομεταχείριση.
Η ψήφιση του νόμου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυστηροποίησης των εσωτερικών ελέγχων και ενίσχυσης των εξουσιών επιτήρησης, μέτρα που – σύμφωνα με επικριτές του Κρεμλίνου και όχι μόνο – χρησιμοποιούνται για την καταστολή, τον εκφοβισμό της κοινωνίας των πολιτών και την εδραίωση της εξουσίας του Κρεμλίνου, εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία.
Η αρμοδιότητα της FSB επί των φυλακών έχει ιστορική συνέχεια από την εποχή της NKVD της σταλινικής περιόδου, η οποία διατηρούσε εκτεταμένο δίκτυο κέντρων κράτησης και καταναγκαστικής εργασίας κατά τις μαζικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 και ’40. Παρότι πολλά από αυτά έκλεισαν μετά τον θάνατο του Στάλιν, η KGB –προκάτοχος της FSB– διατήρησε ειδικά κρατητήρια για αντιφρονούντες και υπόπτους κατασκοπείας, όπως η Λεφορτόβο.
Γκούλαγκ: Το σκοτεινό αρχιπέλαγος της σοβιετικής καταστολής
Το σύστημα Γκούλαγκ (Gulag), ακρωνύμιο του «Κύρια Διεύθυνση Καταυλισμών» (Glavnoe Upravlenie Lagerei), αποτέλεσε τον βασικό μηχανισμό καταστολής της Σοβιετικής Ένωσης από τη δεκαετία του 1920 έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Υπαγόμενο στο Υπουργείο Εσωτερικών (NKVD) και μετέπειτα στην KGB (πρόδρομο της σημερινής FSB), το δίκτυο των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας εξαπλώθηκε σε όλη την ΕΣΣΔ, με εκατομμύρια κρατουμένους.
Η μαζική εξάπλωση του Γκούλαγκ σημειώθηκε επί Στάλιν, ιδίως κατά τις Μεγάλες Εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930, όταν η παραμικρή ένδειξη «αντεπαναστατικής» σκέψης αρκούσε για να οδηγήσει χιλιάδες πολίτες σε στρατόπεδα εξορίας. Πολιτικοί αντίπαλοι, απλοί πολίτες, εθνικές μειονότητες, διανοούμενοι και θρησκευόμενοι αποτέλεσαν τακτικούς στόχους. Οι συνθήκες διαβίωσης στα Γκούλαγκ ήταν εξοντωτικές: ακραίες καιρικές συνθήκες, υποσιτισμός, καταναγκαστική εργασία σε ορυχεία, φράγματα και σιδηροδρόμους, βασανιστήρια και υψηλή θνησιμότητα. Εκτιμάται ότι πάνω από 18 εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από αυτά τα στρατόπεδα, ενώ τουλάχιστον 1,5 με 2 εκατομμύρια πέθαναν εξαιτίας των άθλιων συνθηκών.
Η μαρτυρία του συγγραφέα και πρώην κρατουμένου Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, μέσα από το έργο του «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», έφερε στο φως την κλίμακα και το μέγεθος των φρικαλεοτήτων του σοβιετικού συστήματος καταστολής. Παρότι το μεγαλύτερο μέρος του συστήματος καταργήθηκε μετά τον θάνατο του Στάλιν και την αποσταλινοποίηση που ακολούθησε, τα Γκούλαγκ παραμένουν σύμβολο αυταρχισμού και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπενθυμίζοντας τις τραγικές συνέπειες της κρατικής τρομοκρατίας όταν συνδυάζεται με ιδεολογικό φανατισμό.