Η Τουρκία, κάποτε φάρος ανάπτυξης και γεωπολιτικής ισχύος, βυθίζεται σε μια δίνη οικονομικής και πολιτικής κρίσης που απειλεί να ανατρέψει το καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οι Financial Times, σε ένα αποκαλυπτικό και ζοφερό ρεπορτάζ, περιγράφουν μια χώρα που στενάζει υπό το βάρος της ύφεσης, της κοινωνικής οργής και της αυταρχικής καταστολής, με τις αγορές να παρακολουθούν με αγωνία και τους επενδυτές να απομακρύνονται. Ενώ ο Ερντογάν συνεχίζει να κερδίζει τις εντυπώσεις στη διεθνή σκηνή – από τη Συρία έως τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου συζήτησε για F-35 με τον «καλό φίλο» του Τραμπ – στο εσωτερικό η χώρα του κλυδωνίζεται.
Η σύλληψη του δημοφιλούς δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου και η καταστολή της αντιπολίτευσης κλιμακώνουν την πολιτική αναταραχή, ενώ η οικονομία, που κάποτε υπήρξε «θαύμα», έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης για την επιβίωση εκατομμυρίων Τούρκων.
Από το Οικονομικό Θαύμα στην Αβυσσο
Η Τουρκία του Ερντογάν, που κάποτε φάνταζε ως success story του αναπτυσσόμενου κόσμου, με υψηλή ανάπτυξη, οικοδομική έκρηξη και μείωση της φτώχειας, έχει πλέον βυθιστεί σε βαθιά κρίση. Το μοντέλο της δανειακής υπερδιόγκωσης και των χαμηλών επιτοκίων, που τροφοδότησε την ευημερία της δεκαετίας του 2000, κατέρρευσε θεαματικά. Το 2022, ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο 60%, η τουρκική λίρα κατρακύλησε, τα συναλλαγματικά αποθέματα εξαντλήθηκαν και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών άγγιξε το 6% του ΑΕΠ.
Η στροφή στην «ορθόδοξη» οικονομική πολιτική υπό τον υπουργό Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ ήρθε πολύ αργά και με δραματικό κόστος: τα επιτόκια απογειώθηκαν, η εσωτερική ζήτηση κατέρρευσε και η πραγματική οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση. Πάνω από 900 επιχειρήσεις κήρυξαν πτώχευση το πρώτο πεντάμηνο του 2025, διπλάσιες σε σχέση με το 2024, ενώ η ανεργία και η φτώχεια καλπάζουν. «Η Τουρκία δεν είναι πια φθηνή», τονίζουν οι Financial Times, καθώς οι εξαγωγές, ιδιαίτερα στην κλωστοϋφαντουργία, χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι χωρών όπως η Βουλγαρία και η Πολωνία, αφήνοντας τη μεσαία τάξη να συρρικνώνεται και επαγγελματίες, από γιατρούς έως ψυχολόγους, να εγκαταλείπουν τη χώρα.
Η οικονομική ύφεση της Τουρκίας έχει αποστραγγίσει τη λαϊκή υποστήριξη του Erdogan, θέτοντας σε κίνδυνο τα σχέδιά του να παραμείνει στην εξουσία, τις γεωπολιτικές του φιλοδοξίες για τη χώρα και τις συνεχιζόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους μαχητές που βρίσκονταν σε πόλεμο με το τουρκικό κράτος για πάνω από 40 χρόνια.
Πολιτική Καταστολή και Κρίση Εμπιστοσύνης
Η πολιτική κρίση, που κλιμακώθηκε με τη σύλληψη του Ιμάμογλου στις 19 Μαρτίου 2025 και τις διώξεις κατά στελεχών της εργοδοτικής ένωσης TÜSİAD, έριξε λάδι στη φωτιά. Η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να δαπανήσει 50 δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει τη λίρα, ενώ η νέα αύξηση των επιτοκίων επιδείνωσε την ύφεση, πυροδοτώντας κοινωνική οργή. «Το 45% των ψηφοφόρων του AKP θεωρεί πλέον την οικονομία ‘κακή’ ή ‘πολύ κακή’», αποκαλύπτουν οι Financial Times, με τη δημοτικότητα του Ερντογάν να φθίνει δραματικά.
Οι φήμες για αποπομπή του Σιμσέκ ή του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, Φατίχ Καραχάν, ενισχύουν την αβεβαιότητα, ενώ οι αγορές τρομοκρατούνται στην ιδέα επιστροφής στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων. «Εάν ο Σιμσέκ αποχωρήσει, η Τουρκία θα βυθιστεί σε χρηματοπιστωτικό πανικό», προειδοποιεί ο αναλυτής Τιμ Άς.
Η απουσία κράτους δικαίου και η εντεινόμενη καταστολή αποτελούν, όπως τονίζει ανώνυμος Τούρκος επιχειρηματίας, μεγαλύτερο εμπόδιο για τις επενδύσεις από τον ίδιο τον πληθωρισμό. Η Δύση, αν και θεωρεί την Τουρκία στρατηγικά αναντικατάστατη, κλείνει τα μάτια στην αυταρχική στροφή του Ερντογάν, αλλά οι επενδυτές αναρωτιούνται: αν η οικονομία καταρρεύσει, ποιος θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά τους; Το υπόδειγμα του «αναπτυξιακού αυταρχισμού» έχει εξαντληθεί, και χωρίς βαθιές θεσμικές μεταρρυθμίσεις και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, το όραμα μιας σύγχρονης Τουρκίας κινδυνεύει να χαθεί στην άβυσσο.