Σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή τριών ετών καταδικάστηκε από το δικαστήριο ένας 90χρονος συνταξιούχος με καταγωγή από το Βέλγιο που το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου εξύβρισε την 84χρονη σύζυγό του, με φράσεις που, σύμφωνα με τη μήνυση της γυναίκας, προσέβαλαν βαθιά τη γενετήσια αξιοπρέπειά της.
Η λεκτική αντιπαράθεση εξελίχθηκε σε επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας καθώς ο άνδρας έπιασε με δύναμη τα χέρια της συζύγου του, εκείνη όμως, φοβούμενη για την ασφάλειά της, άρπαξε ένα μπαστούνι και, όπως η ίδια υποστήριξε, «αμύνθηκε».
Ο ηλικιωμένος απελευθέρωσε τότε τη σύζυγό του, ωστόσο η ένταση δεν σταμάτησε εκεί.
Σύμφωνα με τα όσα κατήγγειλε η 84χρονη γυναίκα υφίσταται εδώ και καιρό λεκτικές εξυβρίσεις, απειλές και σπρωξίματα, ενώ υποστήριξε πως κάθε φορά που προσπαθεί να απομακρυνθεί ή να αμυνθεί, εκείνος την εμποδίζει κρατώντας τα χέρια της.
Από την πλευρά του, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η ίδια τού κατάφερε πέντε χτυπήματα με το μπαστούνι, δύο εκ των οποίων στο κεφάλι.
Το επεισόδιο κινητοποίησε την περιπολία του Αστυνομικού Τμήματος Ιαλυσού, που έσπευσε στο σημείο και μετέφερε και τους δύο στο Αστυνομικό Τμήμα Ρόδου για κατάθεση.
Τι υποστήριξαν στο Αυτόφωρο δικαστήριο οι δύο πλευρές
Το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 2025, ο 90χρονος οδηγήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και ακολούθως εκδικάστηκε η υπόθεση στο Αυτόφωρο Δικαστήριο. Κατά την ακροαματική διαδικασία, και οι δύο πλευρές περιέγραψαν διαφορετικές εκδοχές του περιστατικού.
Η σύζυγος υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του συζύγου της έχει γίνει τοξική και επιθετική, με εξυβρίσεις που την εξευτελίζουν και με σωματικές εντάσεις που την τρομοκρατούν.
Επανέλαβε ότι εκείνο το βράδυ φοβήθηκε για τη ζωή της και αντέδρασε αυθόρμητα με το μπαστούνι, για να τον αποτρέψει.
Ο κατηγορούμενος, με εμφανή δυσκολία λόγω ηλικίας, ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε πρώτος τα χτυπήματα και ότι ουδέποτε είχε πρόθεση να την βλάψει. Αναφέρθηκε στην ένταση της στιγμής και στην ψυχολογική πίεση που βιώνει λόγω ασθενειών και μακροχρόνιας συζυγικής φθοράς.
Ένοχος κρίθηκε ο 90χρονος
Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις μαρτυρίες και τα στοιχεία της δικογραφίας, έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο αναγνωρίζοντάς του ελαφρυντικό λόγω ηλικίας και προηγούμενου έντιμου βίου.
Επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή τριών ετών, με το δικαστήριο να επισημαίνει τη σημασία της αυτοσυγκράτησης και της αποφυγής νέων εντάσεων στο πλαίσιο της οικογένειας.
Η γυναίκα, μετά τη μήνυσή της, ενημερώθηκε από τις αστυνομικές αρχές για τη δυνατότητα φιλοξενίας της σε ασφαλή χώρο, όπως προβλέπεται για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ωστόσο αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι επιθυμεί να επιστρέψει στο σπίτι της.
Της προτάθηκε επίσης η χρήση της εφαρμογής «Panic Button» για άμεση ειδοποίηση των αρχών σε περίπτωση νέου περιστατικού, την οποία όμως δεν δέχθηκε, καθώς δεν διαθέτει κινητή συσκευή.
Παρά τη δυνατότητα προσφυγής σε ποινική διαμεσολάβηση, που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποκλιμακωτικά, οι δύο πλευρές δεν επέλεξαν αυτή τη διαδικασία. Έτσι, η υπόθεση οδηγήθηκε κανονικά στο Αυτόφωρο, με αποτέλεσμα την καταδικαστική απόφαση.