Η επαναλαμβανόμενη τουρκική αναφορά στο Αιγαίο ως «κλειστή» ή «ημίκλειστη» θάλασσα δεν συνιστά απλό γλωσσικό χαρακτηρισμό, αλλά βασικό εργαλείο μιας ευρύτερης στρατηγικής πίεσης. Στόχος είναι ο περιορισμός των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσω της εργαλειοποίησης του Διεθνούς Δικαίου, με απώτερο σκοπό την πρόκληση συνεκμετάλλευσης θαλάσσιων περιοχών.
Νομική επίκληση
Η Τουρκία επικαλείται το άρθρο 123 της UNCLOS περί «ημίκλειστης θάλασσας», παρότι δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση. Υποστηρίζει πως η Ελλάδα οφείλει να συνδιαχειρίζεται το Αιγαίο, επικαλούμενη περιβαλλοντικούς λόγους. Ωστόσο, χρησιμοποιεί νομικό πλαίσιο στο οποίο δεν συμμετέχει, υπονομεύοντας την ισχύ των επιχειρημάτων της.
Η προσέγγιση αυτή βασίζεται σε γεωγραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής, όπως η εγγύτητα των ακτών και η μεγάλη πυκνότητα νησιών, και υποστηρίζει ότι το Αιγαίο απαιτεί ένα είδος συνδιαχείρισης. Στην πράξη, η τουρκική θέση επιχειρεί να υπονομεύσει κάθε ελληνική πρωτοβουλία που μπορεί να εκληφθεί ως ενίσχυση διοικητικής παρουσίας, ακόμη και αν αυτή αφορά περιβαλλοντικούς σκοπούς, όπως η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων.
Η μετατόπιση του ζητήματος σε πεδίο κυριαρχίας
Η τουρκική ρητορική περί ημίκλειστης θάλασσας λειτουργεί ως πρόσχημα για ευρύτερη αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο. Θέματα όπως η υφαλοκρηπίδα, η ΑΟΖ, οι νησίδες και το εύρος των χωρικών υδάτων μετατοπίζονται από τεχνικά ή οικολογικά σε ζητήματα κυριαρχίας.
Η ελληνική ερμηνεία
Η Ελλάδα, επικαλούμενη το άρθρο 122 της UNCLOS, απορρίπτει την ένταξη του Αιγαίου στην έννοια της «ημίκλειστης θάλασσας». Η χώρα τονίζει πως το Αιγαίο έχει ανοιχτή έξοδο στη Μεσόγειο και δεν περιβάλλεται αποκλειστικά από παράκτια κράτη, άρα δεν εμπίπτει στο εν λόγω νομικό πλαίσιο.
Η Αθήνα αναγνωρίζει ως μοναδική εκκρεμότητα με την Τουρκία την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, μέσω διεθνούς δικαίου. Όλες οι υπόλοιπες αξιώσεις θεωρούνται πολιτικά προσχηματικές και νομικά αστήρικτες.
Η σύμβαση της Βαρκελώνης και το περιβαλλοντικό πλαίσιο των θαλάσσιων πάρκων
Η Ελλάδα, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, κινείται στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης για την προστασία της Μεσογείου, της οποίας είναι συμβαλλόμενο μέρος. Το Πρωτόκολλο για τις Ειδικά Προστατευόμενες Περιοχές (SPA/BD Protocol) επιτρέπει στα κράτη-μέλη να θεσπίζουν εθνικά θαλάσσια πάρκα χωρίς να απαιτείται συμφωνία με τρίτες χώρες. Το μόνο που προβλέπεται είναι η κοινοποίηση της ύπαρξης και των μέτρων διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής.
Η τουρκική αντίδραση στη δημιουργία ελληνικών θαλάσσιων πάρκων στο Ιόνιο και το Αιγαίο εμφανίζεται ασύμβατη με τις αρχές του περιφερειακού διεθνούς δικαίου. Παρότι η Τουρκία συμμετέχει επίσης στη Σύμβαση της Βαρκελώνης, επιλέγει να αγνοήσει τις ουσιαστικές προβλέψεις της, προβάλλοντας αντί για αυτές ένα ερμηνευτικό σχήμα πολιτικής αντιπαράθεσης.
Η πρακτική διεθνών οργανισμών ως επιβεβαίωση της ελληνικής θέσης
Ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός, η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης και άλλοι εξειδικευμένοι φορείς έχουν αναγνωρίσει πλήρως το δικαίωμα των κρατών να δημιουργούν θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές εντός της δικαιοδοσίας τους. Η διεθνής πρακτική επιβεβαιώνει ότι τέτοια μέτρα δεν απαιτούν την έγκριση ή συναίνεση γειτονικών κρατών, εκτός εάν πρόκειται για διασυνοριακές περιοχές ή κοινές οριοθετήσεις.
Η Ελλάδα εντάσσει τις περιβαλλοντικές της πολιτικές στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης, ενώ ταυτόχρονα ενημερώνει τους διεθνείς οργανισμούς για τις ενέργειές της. Η τουρκική στάση απέναντι σε αυτά τα μέτρα εμφανίζεται επιλεκτική και συγκρουσιακή, χωρίς να συνοδεύεται από αντίστοιχη περιβαλλοντική δέσμευση.
Η έννοια της ημίκλειστης θάλασσας ως πολιτικό εργαλείο
Η τουρκική αναφορά σε «ημίκλειστη φύση» του Αιγαίου εντάσσεται, σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εργαλειοποίησης του Διεθνούς Δικαίου για την υποστήριξη εθνικών επιδιώξεων. Η χρήση του όρου δεν εδράζεται σε αντικειμενικά γεωγραφικά ή νομικά δεδομένα, αλλά σε πολιτική ανάγκη αποδόμησης της ελληνικής διοικητικής παρουσίας στο Αιγαίο. Η προσπάθεια να παρουσιαστούν περιβαλλοντικές πολιτικές ως εργαλεία κυριαρχίας εντάσσεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, σε μια συνεχή στρατηγική έντασης.