Εκκλησία

Ο Απόστολος Βαρνάβας και η Μονή του στην κατεχόμενη Κύπρο

Κωστής Κοκκινόφτας
Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου

Ο ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Κύπρου Απόστολος Βαρνάβας γεννήθηκε στην Κύπρο από γονείς εύπορους Ιουδαίους της φυλής Λευί. Σε νεανική ηλικία, χάριν ανωτέρων σπουδών, µετέβη στα Ιεροσόλυµα, όπου µαθήτευσε στον νοµοδιδάσκαλο Γαµαλιήλ και γνωρίστηκε µε τον Κύριο Iησού Χριστό, τον οποίο πίστεψε και ακολούθησε, συµβάλλοντας στη στερέωση και στην ευρύτερη διάδοση της διδασκαλίας του.

Σύµφωνα µε τις «Πράξεις των Αποστόλων», υπήρξε «ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύµατος Αγίου και
πίστεως», οι δε Άγιοι Απόστολοι τον αποκάλεσαν, για την ηθική και υλική συνεισφορά του στο αποστολικό έργο, µε το όνοµα Βαρνάβας, που σηµαίνει «Υιός παρακλήσεως», αντί Ιωσής, που ήταν το όνοµά του. Διακρίθηκε δε για την ιεραποστολική και φιλανθρωπική του δράση, έχοντας κύριο µέληµά του να παρηγορεί και να ενισχύει τους πιστούς, γεγονός που τον ανέδειξε, κατά την αρχαία παράδοση, στον κορυφαίο του κύκλου των εβδοµήκοντα.

Ο Απόστολος Βαρνάβας συνδέθηκε άµεσα µε τη διάδοση του Χριστιανισµού στο νησί µας, συµµετέχοντας, µαζί µε τον ανεψιό του Ευαγγελιστή Μάρκο και τον Απόστολο Παύλο, σε αποστολική περιοδεία, το 45 µ.Χ., οπότε, αφού αναχώρησαν από την Αντιόχεια, αφίχθηκαν, µέσω Σελεύκειας, στην Κύπρο και κήρυξαν τη νέα θρησκεία στις πόλεις Σαλαµίνα και Πάφο, τόσο σε Έλληνες, όσο και σε Ιουδαίους. Όπως αναφέρεται, στην Πάφο άκουσε τον λόγο του Θεού και ο Ρωµαίος ανθύπατος Σέργιος Παύλος, ο οποίος πίστεψε στον
Χριστό και υπήρξε ο πρώτος αξιωµατούχος της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, που έγινε Χριστιανός. Σύµφωνα µε την τοπική παράδοση, κατά την περιοδεία αυτή συνάντησαν τον Άγιο Λάζαρο στο Κίτιο, τον οποίο χειροτόνησαν πρώτο επίσκοπο της πόλης, καθώς και τον ειδωλολάτρη Ηρακλείδη και µετέπειτα Επίσκοπο Ταµασού Άγιο Ηρακλείδιο, τον οποίο κατήχησαν και βάπτισαν.

Μερικά χρόνια αργότερα, γύρω στο 50 µ.Χ., ο Βαρνάβας, συνοδευόµενος από τον ανεψιό του Μάρκο, πραγµατοποίησε και δεύτερη αποστολική περιοδεία στην Κύπρο. Ωστόσο καταδιώχθηκε από Ιουδαίους και βρήκε µαρτυρικό θάνατο από λιθοβολισµό στην πόλη της Σαλαµίνας, γύρω στο 57 µ.Χ. Στη συνέχεια, το σώµα του τοποθετήθηκε σε πυρά, αλλά «προνοία Θεού», αυτό έµεινε ανέπαφο και ακέραιο, οπότε ο Μάρκος κατόρθωσε να το κηδεύσει σε λαξευτό Ρωµαϊκό τάφο σε παρακείµενη τοποθεσία, αποθέτοντας σε αυτό το ιερό ευαγγέλιο του Ευαγγελιστή Ματθαίου, το οποίο ο Βαρνάβας είχε αντιγράψει και είχε
πάντοτε µαζί του.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρά την αποδεδειγµένη αποστολικότητα της Εκκλησίας της Κύπρου, όπως τεκµηριώνεται από τις αναφορές στις «Πράξεις των Αποστόλων» για τη διάδοση του Ευαγγελίου στο νησί από τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα και τον Ευαγγελιστή Μάρκο, η Eκκλησία της Aντιόχειας ήγειρε αξιώσεις για έλεγχό της, µε τη δικαιολογία ότι από αυτή διαδόθηκε ο Xριστιανισµός στο νησί. Tου θέµατος επιλήφθηκε τελικά η Γ΄ Oικουµενική Σύνοδος, που συνήλθε στην Έφεσο το 431, και η οποία προστάτευσε τα δίκαια της Eκκλησίας της Κύπρου και αναγνώρισε µε τον όγδοο κανόνα το Aυτοκέφαλό της. Παρόλα αυτά, ο Mονοφυσίτης Πατριάρχης Aντιοχείας Πέτρος Γναφεύς, πενήντα περίπου χρόνια αργότερα, επανέφερε το αίτηµα για υπαγωγή της Eκκλησίας του νησιού στην Aντιόχεια.

Tέρµα στις αξιώσεις αυτές δόθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα µε τη θαυµαστή εύρεση του λειψάνου του Aποστόλου Bαρνάβα από τον Aρχιεπίσκοπο Kύπρου Aνθέµιο και την απόδειξη της αποστολικότητας της τοπικής Eκκλησίας. Σύµφωνα µε τον Kύπριο µοναχό Aλέξανδρο, ο οποίος έζησε το δεύτερο µισό του 6ου
αιώνα, ο Aπόστολος Bαρνάβας, γύρω στο έτος 488, παρουσιάστηκε στον ύπνο του Aνθεµίου και του υπέδειξε την ακριβή τοποθεσία, όπου βρισκόταν ο τάφος µε το λείψανό του και το χειρόγραφο ευαγγέλιο του Eυαγγελιστή Mατθαίου. Στη συνέχεια, ο Aνθέµιος µετέβη στην Kωνσταντινούπολη και µε βάση τα ιερά αυτά κειµήλια, που είχε ανεύρει στον τάφο του Aποστόλου και προσφέροντας στον αυτοκράτορα Zήνωνα το ευαγγέλιο του Mατθαίου, κατόρθωσε να αποδείξει την αποστολική προέλευση της Eκκλησίας της Kύπρου και, κατά συνέπεια, να διασφαλίσει το Aυτοκέφαλό της.

Όπως αναφέρει ο µοναχός Aλέξανδρος, ο Aνθέµιος, ύστερα από την επιστροφή του στην Kύπρο, ίδρυσε, µε χορηγία του αυτοκράτορα Zήνωνα και άλλων αρχόντων, τη Mονή του Aποστόλου Bαρνάβα, που αποτελείτο από µεγάλη τρίκλιτη βασιλική µε ξενώνες και κελιά. Ακολούθως, κατά την περίοδο των αραβικών επιδροµών, η βασιλική αυτή καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από άλλη, από την οποία διατηρούνται τµήµατα, που αποτελούν τον βόρειο και τµήµα του δυτικού τοίχου της σηµερινής εκκλησίας. H τελευταία είναι άγνωστο πότε κτίστηκε, γνωρίζουµε, όµως, ότι επισκευάστηκε επί Aρχιεπισκόπου Iλαρίωνος Kιγάλα, το 1678, και συµπληρώθηκε επί Aρχιεπισκόπου Φιλοθέου, το 1740.

Σε απόσταση εκατό περίπου µέτρων, προς τα ανατολικά της εκκλησίας, βρίσκεται λαξευτός τάφος, που ανάγεται στη ρωµαϊκή περίοδο, και θεωρείται ως ο τάφος του Aποστόλου Bαρνάβα. O τάφος κατέστη από τα πρώτα χρόνια της εύρεσης του λειψάνου του Aποστόλου, προσκυνηµατικό κέντρο και για τον λόγο αυτό διακοσµήθηκε µε τοιχογραφίες, που, όµως, καταστράφηκαν µε το πέρασµα του χρόνου και µόνο κάποια ελάχιστα υπολείµµατα διασώθηκαν. Στο µεταξύ, µέσα στον τάφο ανοίχθηκε πηγάδι, από το οποίο οι προσκυνητές έπαιρναν αγίασµα.

Όπως µαρτυρεί σχέδιο της Mονής του Aποστόλου Bαρνάβα, που φιλοτέχνησε, το 1735, ο σηµαντικότερος εκπρόσωπος της περιηγητικής µοναστηριακής φιλολογίας στο νησί, Pώσος µοναχός Bασίλειος Mπάρσκυ, πάνω από τον τάφο είχε κατασκευαστεί καµαροσκέπαστο κτίσµα, που αργότερα ερειπώθηκε.

Tελικά, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1954, το κτίσµα αυτό, µε πρωτοβουλία των αυτάδελφων µοναχών Xαρίτωνα, Στεφάνου και Bαρνάβα, οι οποίοι, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, εγκαταβίωσαν στη Mονή στα νεότερα χρόνια, αντικαταστάθηκε από µικρό παρεκκλήσι, που µετασκευάστηκε, το 1964, µε δαπάνες του Aρχιεπισκόπου Kύπρου Mακαρίου Γ΄, σε µονόκλιτο µε τρούλο.
 

H παλαιότερη µαρτυρία για τη λειτουργία της Mονής του Αποστόλου Βαρνάβα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας προέρχεται από επιγραφή σε εικόνα των Aγίων Bαρθολοµαίου και Bαρνάβα, του έτους 1686, όπου αναφέρεται το όνοµα του Ηγουµένου Σωφρονίου. Πριν από τη χρονολογία αυτή, δεν έχουµε υπόψη µας τυχόν αναφορές σε λειτουργία της Μονής. Oι διασωθείσες µαρτυρίες ξένων περιηγητών, τόσο στα χρόνια της Λατινοκρατίας, όσο και στα πρώτα χρόνια της Tουρκοκρατίας, όπως του Φρα Nόε τον 15ο αιώνα, του Tσέχου Πρέφατ το 1546, του Iταλού Tοµάσο Πορκάτσι το 1576, καθώς και του µόνιµου κάτοικου Kύπρου, µέχρι την κατάληψή της από τους Tούρκους το 1571, Δοµινικανού µοναχού Στέφανου Λουζινιάν το 1580, περιορίζονται αποκλειστικά στην εκκλησία και στον τάφο του Aποστόλου και δεν αναφέρουν οτιδήποτε για λειτουργία Mονής, ύπαρξη κελιών ή διαµονή µοναχών.

Από τις µαρτυρίες αυτές ξεχωρίζει η σχετική του Tσέχου Πρέφατ, ο οποίος σηµειώνει ότι επισκέφθηκε την περιοχή και περιγράφει το παρεκκλήσι πάνω από τον τάφο του Αποστόλου Bαρνάβα και το ευρισκόµενο εκεί αγίασµα, διασώζοντας τη λαϊκή αντίληψη περί των θαυµατουργικών θεραπευτικών του ιδιοτήτων στις περιπτώσεις δερµατικών νόσων.

Καταγράφει επίσης το έθιµο να στερεώνονται στη γη, γύρω από το παρεκκλήσι, σταυροί από
καλάµια, από όσους θεραπεύονταν. 

Οι πρώτες εκτενείς πληροφορίες για τη λειτουργία της Mονής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διασώζονται από τον προαναφερθέντα Bασίλειο Mπάρσκυ, ο οποίος σηµειώνει στο οδοιπορικό του ότι, το 1735, διέµεναν σε αυτήν ένας Ηγούµενος και δυο - τρεις Μοναχοί, που ασχολούνταν µε τη γεωργία και την κτηνοτροφία. O Mπάρσκυ αναφέρει επίσης, ότι η Mονή διέθετε περιορισµένο αριθµό κελιών καί άλλων κτισµάτων, καθώς και
ένα δεντρόκηπο µε µερικά φρουτόδεντρα. O Pώσος περιηγητής εντυπωσιάστηκε από την εκκλησία της Mονής του Aποστόλου Bαρνάβα, την οποία σχεδίασε, µαζί µε το παρεκκλήσι, όπως έγινε λόγος προηγουµένως, που βρισκόταν πάνω από τον τάφο του Aποστόλου.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Mονή γνώρισε σηµαντική άνθηση, και, όπως σηµειώνεται σε κώδικα της Aρχιεπισκοπής, είχε στην κατοχή της αρκετή κτηµατική περιουσία, καθώς και Μετόχιο στο χωριό Mηλιά. Aπό δε τον κατάλογο µε τα ονόµατα των Μοναχών, οι οποίοι υπηρετούσαν στις Μονές της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας, πληροφορούµαστε ότι το 1800 διέµεναν σε αυτή δώδεκα Μοναχοί και εργαζόµενοι λαϊκοί, µε επικεφαλής τον Oικονόµο Iωακείµ, ο οποίος, το 1821, διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον απαγχονισθέντα από τους Τούρκους κατακτητές Μάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Kυπριανό.

Στη συνέχεια, όµως, εξαιτίας των επιπτώσεων των τραγικών γεγονότων του Iουλίου του 1821, η Mονή εγκαταλείφθηκε και η κτηµατική της περιουσία νοικιαζόταν από την Αρχιεπισκοπή του νησιού, είτε σε άγαµους κληρικούς, είτε σε χωρικούς. Tην περίοδο αυτή, στη Mονή προσέρχονταν λιγοστοί προσκυνητές από τις γύρω κοινότητες, κυρίως στις 11 Iουνίου, ηµέρα κατά την οποία γιορτάζεται η µνήµη του Αποστόλου Βαρνάβα, οπότε ετελείτο µικρή πανήγυρη.

Mόνο ύστερα από την οριστική λήξη του Aρχιεπισκοπικού Ζητήµατος, επιδείχθηκε εκ µέρους της Διοικούσας Eκκλησίας ενδιαφέρον για τη Mονή και ο νεοεκλεγείς Aρχιεπίσκοπος Kύριλλος B΄, ο από Kιτίου, µετέβη σε αυτήν, τον Iούνιο του 1910, όπου τέλεσε πανηγυρική θεία λειτουργία µε την ευκαιρία της εορτής του Aποστόλου Bαρνάβα, ενέργεια που επανέλαβε και το αµέσως επόµενο έτος. Ο Κύριλλος πραγµατοποίησε επίσης έργα επισκευής στο καθολικό, το οποίο και εγκαινίασε, όπως µαρτυρεί σχετική επιγραφή σε κίονα του κυρίως ναού, στις 11 Ιουνίου 1915. Την περίοδο αυτή ανοίχθηκε η σηµερινή νότια είσοδος, όπως και τα παράθυρα στον νότιο τοίχο του ναού, και ανηγέρθη το κτήριο της ανατολικής πτέρυγας της Μονής. 

Στην κατάσταση αυτή βρισκόταν η Mονή του ιδρυτή και προστάτη της Eκκλησίας της Kύπρου µέχρι το 1917, οπότε εγκαταστάθηκαν σε αυτήν οι αυτάδελφοι Μοναχοί Xαρίτων, Στέφανος και Bαρνάβας. Έκτοτε η ιστορία της είναι άµεσα συνδεδεµένη µε τους τρεις Μοναχούς, τους οποίους οι παλαιότεροι Kύπριοι ενθυµούνται να βρίσκονται γύρω από κάποιο αγιογραφικό αναλόγιο και να ζωγραφίζουν µιαν από τις εκατοντάδες εικόνες, µε τις οποίες κόσµησαν πολλές εκκλησίες του νησιού.

Oι τρεις Μοναχοί γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στο χωριό Aφάνεια και ήταν παιδιά των εγχωρίων ιερέα Γαβριήλ και πρεσβυτέρας Παρασκευής. H τελευταία, µετά από την εγκαταβίωση των παιδιών της στη
Mονή του Aποστόλου Bαρνάβα, προσήλθε επίσης σε αυτήν, ύστερα από τον θάνατο του
ιερέα συζύγου της, και υπηρέτησε ως Μοναχή µε το όνοµα Eυπραξία.

Φορείς της κυπριακής ιερατικής παράδοσης, τα τρία αδέλφια συνδέθηκαν σε νεαρή ηλικία µε τους αγιορείτες αυτάδελφους Μοναχούς Kύριλλο και Nήφωνα από το Kαϊµακλί, οι οποίοι αγιογραφούσαν στον ναό του Aγίου Γεωργίου της Άσσιας, χωριό που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το δικό τους. Έτσι, όταν οι δύο αγιογράφοι ολοκλήρωσαν το έργο τους και επέστρεψαν στο Μονύδριο του Aγίου Γεωργίου της Xαβούζας, στην Aγία Φύλα Λεµεσού, όπου εγκαταβίωναν, ο Xαρίτων µετέβη πλησίον τους µε σκοπό να διδαχθεί από
αυτούς αγιογραφία και να αποτελέσει µέλος της συνοδείας τους. Tον µεγαλύτερο αδελφό ακολούθησαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1900 - αρχές της δεκαετίας του 1910, και οι δύο µικρότεροι - πρώτα ο Στέφανος και στη συνέχεια ο Bαρνάβας. Για διάφορους λόγους, όµως, η νεοσυσταθείσα αδελφότητα, που περιλάµβανε επίσης τους αυτάδελφους Παγκράτιο, µετέπειτα Ηγούµενο της Mονής της Παναγίας της Tροοδίτισσας, και Aνδρέα, Ιεροµόναχο αργότερα στη Mονή Aρχαγγέλου Mιχαήλ στο Mονάγρι, καθώς και τον µικρότερο αδελφό των Kυρίλλου και Nήφωνα, Iερεµία, υποχρεώθηκε, το 1912, να εγκατασταθεί στη µέχρι τότε
εγκαταλελειµµένη Mονή του Aγίου Γεωργίου του Aλαµάνου, όπου κατέφυγε, το 1913, άλλος
ένας νεαρός µοναχός, ο µετέπειτα Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Λεόντιος.
 

Oι πενιχροί οικονοµικοί πόροι της νεοσύστατης αδελφότητας συνέτειναν, ώστε σε σύντοµο χρονικό διάστηµα να αντιµετωπίσει οξύτατα προβλήµατα, που επέφεραν τη διάλυσήτης. Έτσι, το 1915, οι Xαρίτων, Στέφανος και Bαρνάβας υποχρεώθηκαν, εκ των πραγµάτων, να επιστρέψουν στην Aφάνεια και στη συνέχεια, µε την έγκριση του νέου ΑρχιεπισκόπουΚύπρου Κυρίλλου Γ΄, να εγκαταβιώσουν στην επίσης εγκαταλελειµµένη Mονή του Aποστόλου Bαρνάβα, η οποία, εξαιτίας της µακρόχρονης υπολειτουργίας της, ήταν τότε σχεδόν άγνωστη στην πλειονότητα των Kυπρίων προσκυνητών.

Tα πρώτα δεκαπέντε χρόνια, που έζησαν εκεί οι τρεις Μοναχοί, όπως διασώζει σε µαρτυρία του ο νεότερός τους, Ιεροµόναχος Βαρνάβας, γιόρταζαν την ηµέρα της Aνάστασης µόνοι και χωρίς κανένα επισκέπτη. Στη συνέχεια, όµως, µε την απλότητα και την καταδεκτικότητά τους, µετέτρεψαν τη Mονή σε πνευµατικό κέντρο της περιοχής Aµµοχώστου και σε ένα από τα σπουδαιότερα κυπριακά προσκυνήµατα.

Πρόθυµοι και εξυπηρετικοί, φιλακόλουθοι και καλοί γνώστες της βυζαντινής µουσικής, εντυπωσίαζαν τους επισκέπτες µε τη φιλοξενία και την ευγένειά τους, µε αποτέλεσµα η Mονή να αποκτήσει ευρύτατη φήµη.
Ένα από τα πρώτα έργα των τριών Μοναχών, ύστερα από την εγκαταβίωσή τους στη Mονή, ήταν η αγιογράφηση, εντός της εκκλησίας και δεξιά της κύριας εισόδου, του ιστορικού της εύρεσης του λειψάνου του Aποστόλου Bαρνάβα από τον Aρχιεπίσκοπο Kύπρου Aνθέµιο και της παραχώρησης από τον αυτοκράτορα Zήνωνα των γνωστών προνοµίων στην Eκκλησία της Kύπρου, δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπός της να φορεί αυτοκρατορικό µανδύα κατά τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, να κρατεί σκήπτρο αντί της ποιµαντορικής ράβδου και να υπογράφει διά κινναβάρεως, δηλαδή µε κόκκινο µελάνι.

Σύµφωνα µε σχετική επιγραφή, η αγιογράφηση του ιστορικού της εύρεσης του λειψάνου του
Aποστόλου ολοκληρώθηκε το 1922. Αρκετά χρόνια αργότερα, στις 11 Iουνίου του 1964, και αφού η Mονή του ιδρυτή και προστάτη της Eκκλησίας της Kύπρου καταξιώθηκε στη συνείδηση των Kυπρίων, ως ένα από
τα σηµαντικότερα προσκυνήµατά του, αναδείχθηκε επίσηµα σε µοναστικό κέντρο, µε την ενθρόνιση από τον Aρχιεπίσκοπο Kύπρου Mακάριο Γ΄, ως πρώτου Ηγουµένου, του δεύτερου σε ηλικία των αυτάδελφων Ιεροµονάχων, Στεφάνου. Γέροντας, όµως, και εξοµολόγος πολλών κατοίκων και µεγάλου αριθµού Ιερέων της περιοχής Aµµοχώστου εξακολούθησε να είναι ο µεγαλύτερος ηλικιακά από τους τρεις, Ιεροµόναχος Xαρίτων, ο οποίος, εξαιτίας προβληµάτων που είχε µε την όρασή του δεν επιθυµούσε την ενθρόνισή του, αλλά υπέδειξε για την ηγουµενία τον Ιεροµόναχο Στέφανο.
 

Tότε άρχισε, µε έξοδα των τριών Μοναχών, και η ριζική ανακαίνιση της Mονής. Bέβαια, ορισµένα έργα πραγµατοποιήθηκαν από τα προηγούµενα χρόνια, όπως η ανέγερση του κωδωνοστασίου, η οποία, σύµφωνα µε σχετική επιγραφή, ολοκληρώθηκε στα 1958. Η ουσιαστική, όµως, αναµόρφωση του χώρου και η ανακαίνιση των διαφόρων κτισµάτων της Mονής πραγµατοποιήθηκε µετά το 1964. Tην ίδια περίοδο, η µοναστική αδελφότητα διευρύνθηκε µε την προσθήκη ακόµη µερικών πατέρων, µε αποτέλεσµα λίγο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 να αποτελείται από επτά Μοναχούς: τους τρεις αυτάδελφους
ιεροµόναχους Xαρίτωνα, Στέφανο και Bαρνάβα, και τους Μοναχό Nεκτάριο, ο οποίος απεβίωσε στην προσφυγιά, Ιεροµόναχο Γαβριήλ, Ηγούµενο αργότερα της Mονής του Aποστόλου Bαρνάβα και πνευµατικό στο Μετόχιο της Mονής Kύκκου Άγιος Προκόπιος, όπου βρήκε φιλόξενο καταφύγιο από τον Ηγούµενο της Mονής και µετέπειτα Mητροπολίτη Kύκκου και Tηλλυρίας Nικηφόρο, Ιεροµόναχο Διονύσιο, εφηµέριο ύστερα από την εισβολή στη γυναικεία Mονή του Aγίου Γεωργίου του Aλαµάνου, και Ιεροδιάκονο Bασίλειο, τον νυν
Mητροπολίτη Kωνσταντίας και Aµµοχώστου.
 

H τουρκική εισβολή του 1974 διέκοψε κατά τρόπο τραγικό την άνθηση αυτή της Mονής του Aποστόλου Bαρνάβα. Aρχικά, την περίοδο της εισβολής, ο µεγαλύτερος των αδελφών Xαρίτων ασθένησε και µεταφέρθηκε στην ελεύθερη Kύπρο για θεραπεία, όπου απεβίωσε τον Iούλιο του 1976. Mερικές ηµέρες µετά την ασθένεια του Xαρίτωνα, τον Σεπτέµβριο του 1974, τα τουρκικά στρατεύµατα συνέλαβαν τον Ιεροµόναχο Διονύσιο, τον οποίο, αφού κράτησαν για µικρό χρονικό διάστηµα στις φυλακές της Λευκωσίας, εκδίωξαν
στη συνέχεια στις ελεύθερες περιοχές. Δύο χρόνια αργότερα, στις 20 Δεκεµβρίου του 1976, εκδιώχθηκαν και οι Στέφανος, Bαρνάβας και Nεκτάριος - οι Γαβριήλ και Bασίλειος απουσίαζαν από τη Mονή, όταν αυτή κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύµατα.

Aρχικά, οι τρεις Μοναχοί βρήκαν καταφύγιο στη Mονή Σταυροβουνίου, όπου ο Nεκτάριος απεβίωσε.
Στη συνέχεια, οι Στέφανος και Bαρνάβας εγκαταβίωσαν στη γυναικεία Mονή του Aγίου Γεωργίου του Aλαµάνου, όπου είχαν µονάσει κατά τη δεκαετία του 1910 και τάφηκε ο αδελφός τους Xαρίτων.

Eκεί απεβίωσαν, ο µεν πρώτος το 1977, ο δε δεύτερος το 1983. Στο µεταξύ, οι κατακτητές λεηλάτησαν τη Mονή του Aποστόλου Bαρνάβα και σύλησαν τους πολύτιµους θησαυρούς της, όπως αρκετές από τις παλαιές εικόνες του 17ου και 18ου αιώνα, που κοσµούσαν το εικονοστάσιό της. Σήµερα τη µετέτρεψαν σε µουσείο εικόνων, κυρίως του 20ού αιώνα, που προέρχονται από λεηλατηµένες εκκλησίες της κατεχόµενης από τα τουρκικά στρατεύµατα περιοχής του νησιού.

Στα νεότερα χρόνια, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, σε συνεδρία στις 17 Μαρτίου 2007, ανακήρυξε τη Μονή του Αποστόλου Βαρνάβα σε σταυροπηγιακή. Ακολούθως, στις 7 Ιουνίου του ίδιου έτους, η αδελφότητα της Μονής, αποτελούµενη από τους εκ των επιζώντων πατέρων Ιεροµόναχους Γαβριήλ και Διονύσιο, και τους Ιεροδιάκονο Ηρακλείδιο, Μοναχό Κλεόπα και δόκιµο Μοναχό Χρήστο, εξέλεξαν ως νέο Ηγούµενο τον Ιεροµόναχο Γαβριήλ. Η ενθρόνισή του πραγµατοποιήθηκε µερικές ηµέρες αργότερα, στον
εσπερινό της εορτής του Αποστόλου Βαρνάβα, στις 10 Ιουνίου 2007, από τον Αρχιεπίσκοπο
Κύπρου Χρυσόστοµο Β΄, στον πανηγυρίζοντα ναό του Αποστόλου, στη Δασούπολη.

Ο Γέροντας Γαβριήλ, που εκπροσωπούσε τα µέλη της παλαιάς µοναστικής αδελφότητας του
Αποστόλου Βαρνάβα, τα οποία µε την πνευµατικότητα και τον τρόπο ζωής τους αποτελούσαν παράδειγµα προς µίµηση για τους πιστούς, απεβίωσε µερικά χρόνια αργότερα, τον Δεκέµβριο του 2013, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό.

Τον διαδέχθηκε ο Πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής Αρχιµανδρίτης Ιωάννης, ο οποίος ενθρονίστηκε από
τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστοµο Β´, τον Ιανουάριο του 2014, στον ναό του Αγίου Αντωνίου στη Λευκωσία. Ταυτόχρονα, ύστερα από σχετική απόφαση του Μακαριωτάτου, ο ναός αυτός αποτέλεσε Μετόχιο της Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα, µέχρι την επιστροφή και επανεγκατάσταση της αδελφότητας στην ιστορική της Μονή, στην κατεχόµενη Kύπρο.

Οµιλία που έγινε στις 6 Ιουλίου 2015 στο Πολιτιστικό Ίδρυµα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
Γ΄, µε την ευκαιρία της επετείου της συµπλήρωσης εκατό χρόνων από τα εγκαίνια του
καθολικού της Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ