Ο εν λόγω ιός είναι ο Έπσταϊν-Μπαρ (EBV), ο οποίος στους περισσότερους ανθρώπους είναι ακίνδυνος. Σε μερικούς, όμως, προκαλεί δυσλειτουργία των ανοσοποιητικών κυττάρων, τα οποία επιτίθενται λανθασμένα στους ιστούς του σώματος.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η αποκάλυψη της αιτίας του λύκου, μπορεί να φέρει αληθινή επανάσταση στον τρόπο αντιμετώπισής του.
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) είναι μία πολυπαραγοντική αυτοάνοση ασθένεια. Κατ’ αυτόν ο οργανισμός δημιουργεί αυτοαντισώματα, τα οποία επιτίθενται στους ιστούς του. Η νόσος μπορεί να προσβάλλει ένα ή περισσότερα όργανα. Γι’ αυτό τον λόγο προκαλεί διαφορετικά συμπτώματα σε κάθε ασθενή.
Υπολογίζεται ότι παγκοσμίως πάσχουν περισσότερα από 3,4 εκατομμύρια άνθρωποι. Το 90% εξ αυτών είναι γυναίκες. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν προσβολή του δέρματος, των αρθρώσεων, των νεφρών, του εγκεφάλου και άλλων οργάνων.
Για την αντιμετώπισή του δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία. Στα πιθανά συμπτώματά του συμπεριλαμβάνονται από πόνοι σε μυς και αρθρώσεις έως ακραία κόπωση και δερματικά εξανθήματα.
Προγενέστερες μελέτες είχαν δείξει ότι συσχετίζεται με τον ιό Έπσταϊν-Μπαρ. Η νέα μελέτη όμως απέδειξε σε κυτταρικό επίπεδο ότι ο ιός προκαλεί την νόσο, αποδιοργανώνοντας το ανοσοποιητικό σύστημα.
Λύθηκε μυστήριο δεκαετιών
«Η νέα μελέτη επιλύει ένα ιατρικό μυστήριο πολλών δεκαετιών», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Shady Younis, διδάσκων Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο Stanford, στην Καλιφόρνια. «Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος πυροδοτείται από τον ιό EBV, δεν σχετίζεται απλώς με αυτόν».
Ο ιός Έπσταϊν-Μπαρ είναι περισσότερο γνωστός ως αιτία της λοιμώδους μονοπυρήνωσης (η «νόσος των φιλιών»). Ωστόσο υπολογίζεται ότι πάνω από το 95% των ανθρώπων μολύνονται από αυτόν έως την ενηλικίωση. Τυπικά όμως προκαλεί ήπια λοίμωξη, που εκδηλώνεται με υψηλό πυρετό, πονόλαιμο, δυσκολία στην κατάποση (δυσκαταποσία) και διόγκωση των λεμφαδένων του λαιμού.
Το πρόβλημα είναι ότι άπαξ και μας μολύνει, δεν φεύγει ποτέ από τον οργανισμό μας. Φέρουμε δια παντός το DNA του στα κύτταρά μας, αλλά σε λανθάνουσα (ανενεργή) κατάσταση.
Μεταξύ των κυττάρων που φέρουν για πάντα τον ιό Έπσταϊν-Μπαρ συμπεριλαμβάνονται τα Β-λεμφοκύτταρα. Αυτά είναι κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και τυπικά ενώνονται με εξειδικευμένες πρωτεΐνες (λέγονται αντιγόνα) στην επιφάνεια των ιών, για να τους εξουδετερώνουν. Ωστόσο το σχεδόν 20% των Β-λεμφοκυττάρων έχουν την ικανότητα να ενώνονται και με κύτταρα του ιδίου του σώματός μας.
Στους υγιείς ανθρώπους, η ικανότητα αυτή παραμένει εν πολλοίς αδρανής. Αυτό όμως δεν ισχύει στους πάσχοντες από συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.
Τα νέα ευρήματα
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Science Translational Medicine. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν υψηλής ακρίβειας γενετική αλληλούχιση για να εντοπίσουν τυχόν διαφορές στον αριθμό και τον τύπο των Β-λεμφοκυττάρων σε:
- 11 ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί με λύκο
- 10 υγιείς συνομηλίκους τους
Όπως διαπίστωσαν, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος σχετιζόταν με ύπαρξη του ιού EBV σε 25πλάσιο αριθμό Β-λεμφοκυττάρων. Ειδικότερα, στους υγιείς ανθρώπους 1 στα 10.000 Β-λεμφοκύτταρα έφεραν τον ιό. Στους πάσχοντες από λύκο, όμως, τον έφεραν 1 στα 400 Β-λεμφοκύτταρα.
Ο ιός ήταν επίσης πολύ πιθανότερο να υπάρχει και στα Β-λεμφοκύτταρα όπου ήταν ενεργοποιημένη η ικανότητα ένωσης με τα κύτταρα του ιδίου του οργανισμού (λέγονται αυτοαντιδραστικά Β-κύτταρα) και επομένως είχε προκληθεί λύκος.
Μάλιστα τα αυτοαντιδραστικά Β-κύτταρα δεν βρίσκονταν απλώς σε κατάσταση υπερδιέγερσης και επιτίθεντο στους ιστούς του σώματος. Ενεργοποιούσαν και ένα άλλο είδος κυττάρων του ανοσοποιητικού (τα Τ-λεμφοκύτταρα) για να κάνουν το ίδιο!
Σε όλους τους πάσχοντες
«Αυτό είναι και το κρίσιμο εύρημα της νέας μελέτης: ότι ο ιός EBV ενεργοποιεί τα αυτοαντιδραστικά Β-κύτταρα. Από αυτήν ακριβώς την ενεργοποίηση, αρχίζει ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr. William Robinson, καθηγητής Ανοσολογίας & Ρευματολογίας στο Stanford.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα νέα ευρήματα ισχύουν για όλους τους πάσχοντες από συστηματικό ερυθηματώδη λύκο. Και εκτιμούν ότι ανοίγουν τον δρόμο για νέας γενιάς θεραπείες, οι οποίες θα μπορούν να βοηθήσουν ουσιωδώς τους πάσχοντες από τη νόσο.