Μία εξέταση αίματος μπορεί να προβλέπει πότε οι ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση) θα εκδηλώσουν υποτροπή των συμπτωμάτων τους, αναφέρουν επιστήμονες από την Αυστρία.
Όπως ανακάλυψαν, τα επίπεδα των νευροϊνιδίων ελαφράς αλύσου (NfL) αυξάνονται σημαντικά έως και 1 έτος πριν από την υποτροπή. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την έγκαιρη έναρξη της θεραπείας, επιβραδύνοντας ενδεχομένως την εξέλιξη της νόσου, εκτιμούν οι ερευνητές.
Τα νευροϊνίδια ελαφράς αλύσου (ή αλυσίδας) είναι μία δομική πρωτεΐνη των νευρικών κυττάρων. Μπορούν να ανιχνευθούν στον ορό του αίματος και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό όταν τα νευρικά κύτταρα υποστούν βλάβη ή εκφυλιστούν. Η παρούσα εξέταση βασίζεται στα επίπεδά τους στον ορό του αίματος (sNfL).
Τα νέα ευρήματα παρουσιάσθηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Νευρολογίας (EAN 2025) στο Ελσίνκι. Όπως είπε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Maria Martinez-Serrat, μεταδιδακτορική φοιτήτρια στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο του Graz, η εξέταση θα μπορούσε να ενταχθεί στον καθιερωμένο έλεγχο για την πολλαπλή σκλήρυνση. Και αυτό, διότι θα βοηθούσε τους γιατρούς:
- Να αξιολογούν την δραστηριότητα της νόσου
- Να ελέγχουν την ανταπόκριση των ασθενών στις θεραπείες
- Να εξατομικεύουν την αγωγή που τους χορηγούν
Η πολλαπλή σκλήρυνση εκδηλώνεται όταν ο οργανισμός επιτίθεται λανθασμένα και καταστρέφει την προστατευτική μυελίνη ουσία των νεύρων. Η συνέπεια είναι η συνήθως σταδιακή ανάπτυξη κινητικών, αισθητήριων και άλλων προβλημάτων.
Οι περισσότεροι ασθενείς εκδηλώνουν υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα μορφή της νόσου. Δηλαδή έχουν περιόδους εξάρσεων που ακολουθούνται από περιόδους υφέσεων, οι οποίες μπορεί να διαρκέσουν επί εβδομάδες ή μήνες.
Η νέα μελέτη
Επειδή τα νευροϊνίδια sNfL παράγονται όταν υποστούν βλάβη τα νευρικά κύτταρα, οι ερευνητές θέλησαν να εξακριβώσουν εάν μπορούν να προβλέψουν τις επικείμενες υποτροπές.
Έτσι, ενέταξαν στη μελέτη τους 162 πάσχοντες από πολλαπλή σκλήρυνση, τους οποίους παρακολουθούσαν επί σχεδόν 10 χρόνια. Σε τακτά χρονικά διαστήματα μετρούσαν τα νευροϊνίδια με ανάλυση αίματος.
Όπως διαπίστωσαν, τα επίπεδά τους στον ορό του αίματος είχαν όντως προγνωστικό δείκτη για τις υποτροπές. Αυτό όμως ίσχυε μόνον πριν αρχίσει η ανάπτυξη των συμπτωμάτων. Μετά την έναρξή τους, τα επίπεδά τους αυξάνονταν σημαντικά λόγω του συνεχούς τραυματισμού των νευρικών κυττάρων που προκαλούσε η έξαρση της νόσου.
Όπως εξήγησε η Dr. Martinez-Serrat, η εξέταση είχε μέγιστη προγνωστική αξία έως και 1 έτος πριν από μία έξαρση. Επομένως μπορεί να είναι κατάλληλη για βραχυπρόθεσμες προβλέψεις και όχι για τις εκβάσεις στο απώτερο μέλλον.
Ωστόσο δεν πρέπει να χρησιμοποιείται μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό με τις άλλες εξετάσεις που συνιστώνται στους πάσχοντες, τόνισε. Και αυτό διότι η πολλαπλή σκλήρυνση είναι μία πολυπαραγοντική, σύνθετη ασθένεια και τα νευροϊνίδια αποτελούν απλώς ένα κομμάτι του παζλ.