Πολιτισμός

Ο Επιτάφιος του Ρίτσου: Ολο το ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1936

Επιτάφιος Ρίτσος όλο το ποίημα: Μια χαροκαμένη μάνα που μοιρολογάει πάνω από το πτώμα του νεκρού παιδιού της με την εικόνα της να δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης στα μέσα στης δεκαετίας του 1930, ήταν τόσο συγκλονιστική που ενέπνευσε τον ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο». Ο ίδιος ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να προλογίσει το ποίημά του.

Ο ίδιος ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό από πού εμπνεύστηκε το ποίημα, αλλά και τι θα ακολουθήσει: «Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της».

Όλα είχαν ξεκινήσει το 1936, στη Θεσσαλονίκη όταν έγινε μια μαζική απεργία. Οι απεργοί δεν κάνανε μαζικές συγκεντρώσεις. Μια από τις διάσπαρτες συγκεντρώσεις τους ήταν στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Ο απολογισμός ήταν 12 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Κατόπιν, οι απεργοί αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, αφιερώνει το εξώφυλλο του, για αυτά τα γεγονότα.

Στο εξώφυλλο του υπάρχει μια φωτογραφία, που απεικονίζει μια γυναίκα, να κλαίει πάνω από το νεκρό παιδί της. Hταν ο 25χρονος Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης. Οι σύντροφοί του τον μετέφεραν νεκρό σε μια ξύλινη πόρτα που ξήλωσαν από οικοδομή.

Η μάνα του, πεσμένη στα γόνατα μοιρολογεί.Ο Ρίτσος, αφού βλέπει αυτή τη σκληρή εικόνα κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει.  Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει…».

Κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα τρία ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη, και δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη. Σύμφωνα με τη wikipedia o Επιτάφιος του Ρίτσου, είναι ποίημα που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης.

Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, υπό τον τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή.

Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.

Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936. Το ποίημα αυτό είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.

Η δομή του έργου

Μέρος Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός:

«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»

Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της:

«Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;»

Μέρος ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:

«Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα»

[…] «Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο»

[…] «Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη» (κ.ο.κ)

 

Μέρος VI: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:

«Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;»

Μέρος V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:

«Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα, καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.»

[…] «Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα, θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.»

Μέρη VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:

«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω, ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»

[…] «Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι; Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει»

[…] «Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου. Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.»

[…] «Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα; Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.»

[…] «Ποῦ πέταξε τ’ ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ’ ἀφήνει; Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.»

[…] «Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ’ ἄσπρο μικρούλι σπίτι, νὰ σ’ ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ’ ἔχω σάν σπουργίτι.»

Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.»

Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι: Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:

«Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι, ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»

[…] «Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα – μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.»

[…] «Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»

Μέρη XIV, XV, XVI, XVII: Ο Μετασχηματισμός: Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Αντίσταση:

«Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα – καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα»

[…] «…Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»

[…] «Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω – κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω»

[…] «Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι, τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.»

[…] «Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω, καὶ νὰ χορέψω… Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.»

[…] «Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει κ’ ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει.»

[…] «Καὶ δές, μ’ ἀνασηκώνουνε… χιλιάδες γιούς ξανοίγω, μά, γιόκα μου, ἀπ’ τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.»

 

Μέρη XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:

«Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω, γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.»

[…] «Νἆχα τ’ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα»

«Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ’ὄνειρό σου νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.»

[…] «Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα – μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –»

[…] «Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου, σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»

 

 

 

 

 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ