Το δύσκολο καλοκαίρι που πέρασε η κυβέρνηση και οι προκλήσεις του επερχόμενου χειμώνα έχουν αναζωπυρώσει για ακόμη μία φορά τις συζητήσεις γύρω από πιθανές τροποποιήσεις στον εκλογικό νόμο.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δέχεται εισηγήσεις - ορισμένες εκ των οποίων χαρακτηρίζονται ως πιεστικές - από στενούς συνεργάτες του για παρέμβαση στο ισχύον εκλογικό πλαίσιο. Οι προτάσεις αυτές φέρονται να στοχεύουν στη μείωση του ορίου για την επίτευξη αυτοδυναμίας, με σκοπό να ενισχυθούν οι προοπτικές της Νέας Δημοκρατίας ενόψει των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων.
Επίσης, ορισμένοι κυβερνητικοί κύκλοι προτείνουν η ενδεχόμενη τροποποίηση του εκλογικού νόμου να συνδυαστεί με τη ρύθμιση για την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου στις εθνικές εκλογές, μια δέσμευση που παραμένει σε εκκρεμότητα, παρά την επιτυχημένη εφαρμογή της στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024.
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επανειλημμένα ξεκαθαρίσει τη θέση του: οι εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν στο τέλος της τετραετίας και με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Στο ζήτημα των εκλογών, ο πρωθυπουργός επιδιώκει να παραμένει θεσμικά συνεπής και να τηρεί τις δεσμεύσεις του.
Ωστόσο, λένε οι πληροφορίες, στη Ν.Δ. οι εκτιμήσεις είναι ότι:
· Πρώτον, μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, ο στόχος να φθάσει το κυβερνών κόμμα στις αρχές του φθινοπώρου με την εκτίμηση ψήφου στις δημοσκοπήσεις να έχει παγιωθεί πάνω από το 30% μοιάζει, τουλάχιστον προς το παρόν, αδύνατος.
· Δεύτερον, η αντιπολίτευση και ειδικά το ΠΑΣΟΚ, έχει υιοθετήσει μια πολύ σκληρή γραμμή, η οποία καθιστά το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας επιεικώς εξαιρετικά δύσκολο, σύμφωνα με ορισμένα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος.
· Τρίτον, ο πρωθυπουργός αποκλείει κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο μετεκλογικής συμμαχίας με τα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της Ν.Δ., θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα είναι βλαπτικό για το κόμμα, αλλά και συνολικά για τη χώρα.
· Τέταρτον, το ενδεχόμενο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων θεωρείται καταστροφικό για τη χώρα – «θα μας πάει δέκα χρόνια πίσω», είπε χαρακτηριστικά κομματικό στέλεχος.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα πακέτο επιχειρημάτων υπέρ της αλλαγής του εκλογικού νόμου που μοιάζει δελεαστικό για όσους εισηγούνται κάτι τέτοιο στον πρωθυπουργό. Μάλιστα, η λύση της αύξησης του ποσοστού εισόδου στη Βουλή, από το 3% στο 5%, π.χ., θα μπορούσε να είναι μια σχετικά «ανώδυνη» λύση που θα μείωνε το όριο της αυτοδυναμίας χωρίς πολύπλοκα… μαθηματικά.
Παράλληλα, οι υποστηρικτές της αλλαγής του εκλογικού νόμου έχουν κι άλλον ένα «άσσο» στο μανίκι: την επίκληση της σταθερότητας σε μια περίοδο που είναι εξαιρετικά κρίσιμη, καθώς τα πάντα γύρω μας αλλάζουν και η χώρα καλείται να προσαρμοστεί σε νέες δύσκολες πραγματικότητες. Μια τέτοια προσαρμογή – λένε – δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ατέρμονων διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβερνητικών εταίρων – αν βρεθούν, κιόλας.
Υπάρχει αντίλογος; Φυσικά, και λίγο-πολύ έχει εκφραστεί εντός της Ν.Δ. όσες φορές το θέμα του εκλογικού νόμου έχει έλθει στο επίκεντρο της συζήτησης. Οι διαφωνούντες τονίζουν πρωτίστως ότι μια τέτοια κίνηση στην παρούσα συγκυρία θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη αδυναμίας της κυβέρνησης και προσφυγή σε εκλογικά «μαγειρέματα» προκειμένου να βγει από μια δύσκολη θέση.
Ταυτόχρονα, λένε οι διαφωνούντες, μια αλλαγή του εκλογικού νόμου θα έδινε «πυρομαχικά» στην αντιπολίτευση, η οποία ήδη μιλά για «κυβέρνηση σε αποδρομή», για ακόμα πιο σκληρή κριτική και επιθέσεις, πολλώ δε μάλλον σε μια στιγμή που η Ν.Δ. είναι στριμωγμένη λόγω του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και την μάλλον όχι και πολύ επιτυχημένη διαχείριση των πυρκαγιών.
Όπως και νά’χει, πάντως, η απόφαση είναι τελικά στα χέρια του Μητσοτάκη, ο οποίος, λένε οι πληροφορίες, ακόμα… αντιστέκεται σθεναρά στις προτάσεις για αλλαγή του εκλογικού νόμου. Εκτιμάται, πάντως, ότι μετά τη ΔΕΘ και αφού γίνει το «ταμείο» των δημοσκοπήσεων, το θέμα θα επανεξεταστεί από το πρωθυπουργικό επιτελείο.