Η επιδημία ευλογιάς αιγοπροβάτων προκαλεί τεράστιο πλήγμα στην ελληνική κτηνοτροφία, με πάνω από 275.000 ζώα θανατωμένα και εκατοντάδες μονάδες κλειστές στη Θεσσαλία. Οι συνέπειες αγγίζουν την παραγωγή γάλακτος και φέτας, απειλώντας με ελλείψεις και αυξήσεις τιμών στην αγορά
Η επιδημία ευλογιάς στα αιγοπρόβατα έχει προκαλέσει τεράστιο πλήγμα στην ελληνική κτηνοτροφία, οδηγώντας σε μαζικές θανατώσεις ζώων και στο κλείσιμο εκατοντάδων μονάδων. Οι συνέπειες πλήττουν πλέον άμεσα την παραγωγή γάλακτος και φέτας, δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους τόσο για την παραγωγή όσο και για τις τιμές καταναλωτή.
Κατάρρευση παραγωγής
Η Θεσσαλία βρίσκεται στο κέντρο μιας από τις σοβαρότερες κρίσεις που έχει γνωρίσει η εγχώρια κτηνοτροφία τις τελευταίες δεκαετίες. Από τον Αύγουστο του 2024 έως το τέλος του καλοκαιριού του 2025, καταγράφηκαν πάνω από 900 περιστατικά ευλογιάς, με περισσότερα από 275.000 ζώα να θανατώνονται. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1.100 κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις στην περιοχή και γύρω νομούς έχουν βγει εκτός λειτουργίας, οδηγώντας σε απότομη πτώση της παραγωγής.
Υγειονομικά μέτρα και εξάπλωση
Για κάθε νέο κρούσμα θεσπίζονται αυστηρές ζώνες προστασίας: πέντε χιλιόμετρα γύρω από την εστία, ζώνη επιτήρησης είκοσι χιλιομέτρων και περιορισμοί μετακινήσεων σε ακτίνα έως σαράντα χιλιομέτρων. Μόνο τον Σεπτέμβριο εντοπίστηκαν περισσότερες από εκατό νέες εστίες, γεγονός που ανάγκασε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο καθολικής απαγόρευσης μετακινήσεων αιγοπροβάτων. Αν και οι απώλειες αντιστοιχούν περίπου στο 5–6% του εθνικού ζωικού κεφαλαίου, η συγκέντρωση των κρουσμάτων στη Θεσσαλία προκαλεί δυσανάλογα μεγάλο πλήγμα.
Η συγκεκριμένη περιφέρεια καλύπτει σχεδόν το 15% της εγχώριας παραγωγής κρέατος αιγοπροβάτων και το ένα τρίτο της παραγωγής γάλακτος και φέτας. Η απώλεια χιλιάδων ζώων συνεπάγεται άμεση αναστάτωση στην τροφοδοσία της αγοράς με βασικά προϊόντα της ελληνικής αγροδιατροφής.
Οικονομικό κόστος
Η ζημιά για τον κλάδο, σύμφωνα με τον ΟΤ, μέσα σε μόλις δεκατέσσερις μήνες, εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 350 εκατ. ευρώ. Η αναγκαστική θανάτωση ζώων, το κλείσιμο εκτροφών, η αδυναμία εμπορίας και οι περιορισμοί μετακινήσεων έχουν επιβαρύνει δραματικά τους κτηνοτρόφους. Η κατάσταση αγγίζει και την υπόλοιπη αγροδιατροφική αλυσίδα: οι τυροκομίες δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν πρώτες ύλες, οι εμπορικές επιχειρήσεις βλέπουν τα συμβόλαιά τους να απειλούνται, ενώ οι τοπικές κοινωνίες που στηρίζονται στην κτηνοτροφία βιώνουν τεράστιες απώλειες.
Αν και η γεωργία και κτηνοτροφία αντιστοιχούν περίπου στο 3,3% του ΑΕΠ, οι πραγματικές επιπτώσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Το β’ τρίμηνο του 2025 η προστιθέμενη αξία της γεωργίας ήταν 1,4 δισ. ευρώ, ωστόσο το σοκ που δέχεται η Θεσσαλία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το εμπόριο, την απασχόληση και την περιφερειακή ανάπτυξη συνολικά.
Επιπτώσεις σε κρέας και γαλακτοκομικά
Η μείωση του ζωικού κεφαλαίου έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της προσφοράς κρέατος, ενώ ακόμα πιο έντονα είναι τα προβλήματα στην παραγωγή γάλακτος. Το 2024 η Ελλάδα παρήγαγε περίπου 730 εκατ. λίτρα πρόβειου γάλακτος, μεγάλο μέρος των οποίων προερχόταν από τη Θεσσαλία. Με την απώλεια τόσων ζώων, το κενό στην αγορά δύσκολα θα καλυφθεί, σε μια περίοδο που η αυτάρκεια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την τυροκομία.
Η φέτα, ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και με εξαγωγές 140.000 τόνων αξίας 800 εκατ. ευρώ το 2024, βρίσκεται στο επίκεντρο. Η έλλειψη πρώτης ύλης σε συνδυασμό με τις πιέσεις από τους αμερικανικούς δασμούς απειλεί να περιορίσει τη διεθνή παρουσία του προϊόντος, δημιουργώντας διπλή απειλή για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Πιέσεις στην αγορά
Όσο η επιδημία δεν τίθεται υπό έλεγχο, οι πιέσεις μεταφέρονται στα ράφια. Το κόστος παραγωγής ανεβαίνει και το ενδεχόμενο ανατιμήσεων σε κρέας και γαλακτοκομικά, κυρίως στη φέτα, είναι πλέον ορατό. Αν οι τάσεις συνεχιστούν, οι καταναλωτές θα βρεθούν αντιμέτωποι με νέες αυξήσεις, ενώ οι επιχειρήσεις θα κληθούν να αποφασίσουν αν θα απορροφήσουν μέρος του κόστους ή θα το μετακυλήσουν στο κοινό.
Σε περίπτωση που τα μέτρα αποδειχθούν ανεπαρκή, οι επιπτώσεις στην παραγωγή, την οικονομία και την κατανάλωση θα ενταθούν περαιτέρω.