Σε μια εποχή που η ακρίβεια στραγγαλίζει τα ελληνικά νοικοκυριά και το κόστος ζωής εκτοξεύεται αμείλικτα, οι Έλληνες εργαζόμενοι παλεύουν καθημερινά για να επιβιώσουν με μισθούς πείνας, παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο οικονομικής ανασφάλειας και απόγνωσης. Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν μια σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα: η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με το 21,7% των εργαζομένων να αμείβεται με αποδοχές κάτω των 2/3 του διάμεσου μεικτού ωρομισθίου, δηλαδή λιγότερο από 5,3 ευρώ την ώρα. Μόνο η Βουλγαρία (26,9%), η Ρουμανία (23,9%) και η Λετονία (23,2%) παρουσιάζουν πιο ζοφερή εικόνα, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ παραμένει στο 14,7%, αποκαλύπτοντας το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Η κατάσταση δεν είναι απλώς δυσμενής· είναι βαθιά τραγική. Από το 12,8% το 2010, το ποσοστό των χαμηλόμισθων εκτοξεύτηκε στο 21,7% το 2014, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης, και παραμένει εγκλωβισμένο σε αυτό το υψηλό επίπεδο, παρά τις ονομαστικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Οι αριθμοί αυτοί κρύβουν μια πικρή αλήθεια: οι Έλληνες εργαζόμενοι, παρά τον καθημερινό τους αγώνα, αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και τις πιο βασικές τους ανάγκες, καθώς η αγοραστική τους δύναμη συρρικνώνεται διαρκώς, αφήνοντάς τους να μετρούν κάθε ευρώ για να επιβιώσουν.
Μισθοί πείνας: Μια καθημερινή μάχη επιβίωσης
Η διάμεση μεικτή ωριαία αμοιβή στην Ελλάδα ανέρχεται σε μόλις 8 ευρώ, όταν στην Ευρωζώνη φτάνει τα 16,15 ευρώ. Οι χαμηλόμισθοι Έλληνες, που αμείβονται με λιγότερο από 5,3 ευρώ την ώρα, βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τη φτώχεια, ενώ κάθε λογαριασμός, κάθε αύξηση στα είδη πρώτης ανάγκης, γίνεται ένα ακόμα καρφί στη μάχη της επιβίωσης. Συγκριτικά, ένας χαμηλόμισθος στη Γερμανία λαμβάνει περίπου 12 ευρώ την ώρα, ενώ στην Ελβετία πάνω από 25 ευρώ. Ακόμα και ο μέσος χαμηλόμισθος της Ευρωζώνης αμείβεται με 10,6 ευρώ – υπερδιπλάσια από τον Έλληνα.
Οι πιο ευάλωτοι πλήττονται σκληρότερα. Οι γυναίκες, με το 23,4% να αμείβεται με λιγότερο από 5 ευρώ την ώρα, αντιμετωπίζουν μια αγορά εργασίας που τις καταδικάζει σε μισθολογική ανισότητα, τοποθετώντας την Ελλάδα δίπλα στη Βουλγαρία σε αυτή την ντροπιαστική κατάταξη. Οι νέοι κάτω των 30 ετών βιώνουν ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα, με το 43% να είναι χαμηλόμισθοι – η δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, πίσω μόνο από το Βέλγιο, όπου όμως η διάμεση ωριαία αμοιβή είναι τριπλάσια. Οι νέοι Έλληνες, γεμάτοι όνειρα και φιλοδοξίες, βλέπουν το μέλλον τους να συνθλίβεται κάτω από το βάρος της εργασιακής επισφάλειας.
Ο τουρισμός και η επισφάλεια: Μια σκληρή πραγματικότητα
Οι κλάδοι που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, όπως ο τουρισμός και η εστίαση, είναι ταυτόχρονα και αυτοί που καταδικάζουν χιλιάδες εργαζόμενους σε εξευτελιστικές αποδοχές. Στον τομέα των καταλυμάτων και της εστίασης, που απασχολεί περίπου 750.000 ανθρώπους, το 35,1% των εργαζομένων θεωρείται χαμηλόμισθο, παλεύοντας να τα βγάλει πέρα με μισθούς που δεν επαρκούν ούτε για τα βασικά. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζεται στις διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες, με το 32% των εργαζομένων να αμείβεται πενιχρά. Οι «ενοικιαζόμενοι» εργαζόμενοι, που απασχολούνται μέσω εργολαβικών εταιρειών, βιώνουν ακόμα μεγαλύτερη επισφάλεια, ενώ οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με το 27,2% των εργαζομένων να είναι χαμηλόμισθοι, εντείνουν την ανασφάλεια σε σύγκριση με τις συμβάσεις αορίστου χρόνου (12,6%).
Εκπαίδευση και ανισότητες: Ένα αγεφύρωτο χάσμα
Το επίπεδο εκπαίδευσης αποτελεί ακόμα έναν καθοριστικό παράγοντα που βαθαίνει το χάσμα. Το 28% των εργαζομένων με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι χαμηλόμισθοι, έναντι 17,5% όσων έχουν μεσαίο επίπεδο και μόλις 4,8% όσων διαθέτουν ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό το στοιχείο φανερώνει μια σκληρή αλήθεια: η έλλειψη εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών καταδικάζει χιλιάδες Έλληνες σε έναν κύκλο φτώχειας και ανασφάλειας, στερώντας τους κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Αγοραστική δύναμη: Μια διαρκής κατρακύλα
Ενώ ο μέσος όρος των χαμηλόμισθων στην Ευρώπη μειώνεται, η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε μια δίνη μισθολογικής ανισότητας. Χώρες όπως η Πορτογαλία (1,77%), η Σουηδία (4%), η Ισλανδία (4,4%) και η Φινλανδία (6,5%) εμφανίζουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων, ενώ η Νορβηγία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Δανία διατηρούν ποσοστά κάτω από 10%. Η Ελλάδα, αντίθετα, όχι μόνο δεν κλείνει το χάσμα, αλλά το βλέπει να διευρύνεται. Όταν εξετάζεται η αγοραστική δύναμη, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ζοφερή: η Ελλάδα κατατάσσεται τρίτη από το τέλος στην ΕΕ όσον αφορά το ύψος των μέσων ετήσιων προσαρμοσμένων αποδοχών πλήρους απασχόλησης, πίσω ακόμα και από τη Βουλγαρία, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023.
Ένας φαύλος κύκλος χωρίς τέλος
Η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο χαμηλών μισθών, βαθιάς ανισότητας και επισφαλούς εργασίας. Παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας, η υποτίμηση των εργασιακών δικαιωμάτων και η χρόνια υποεκπαίδευση μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού κρατούν το χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη αγεφύρωτο. Τα στοιχεία της Eurostat κρούουν εκκωφαντικό κώδωνα κινδύνου, αναδεικνύοντας την επείγουσα ανάγκη για ριζική αναμόρφωση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Μόνο με ουσιαστικά μέτρα που θα ενισχύσουν πραγματικά την εργασία και θα εξασφαλίσουν αξιοπρεπές εισόδημα για όλους μπορεί ο Έλληνας εργαζόμενος να ελπίζει σε μια διέξοδο από αυτή την ασφυκτική πραγματικότητα.