Κόσμος
Ενημερώθηκε στις:

New York Times: Ο Τραμπ έμαθε για την επίθεση στο Κατάρ από τον στρατό – Όχι από τον Νετανιάχου

Σε μια εξέλιξη που αιφνιδίασε την Ουάσινγκτον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αποκάλυψε την Τρίτη ότι ενημερώθηκε για την ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στο Κατάρ όχι από τον στενό του σύμμαχο, Μπενιαμίν Νετανιάχου, αλλά από τον αμερικανικό στρατό. Η δήλωση αυτή ήρθε να επιβεβαιώσει μια τάση μονομερών ενεργειών από το Ισραήλ, που δεν είναι πρωτόγνωρη: τον περασμένο Ιούνιο, η ισραηλινή κυβέρνηση είχε ξεκινήσει έναν 12ήμερο πόλεμο με το Ιράν, με ελάχιστη προειδοποίηση προς τις ΗΠΑ, προκαλώντας αρχικά έντονη δυσαρέσκεια στην Ουάσινγκτον, μέχρι που ο Τραμπ αποφάσισε να στηρίξει την επιχείρηση.

Ο Νετανιάχου φαίνεται να αξιοποιεί τη στενή προσωπική σχέση του με τον Τραμπ για να προχωρά σε τολμηρές στρατιωτικές ενέργειες, όπως η πρόσφατη επίθεση κατά της ηγεσίας της Χαμάς. Οι επιχειρήσεις αυτές πραγματοποιούνται συχνά με αμερικανικά όπλα, χωρίς προηγούμενη ή με ελάχιστη ενημέρωση της Ουάσινγκτον. Παρά τις δημόσιες εκφράσεις δυσαρέσκειας από την αμερικανική πλευρά, δεν επιβάλλονται κυρώσεις, αφήνοντας την κατάσταση να εξελίσσεται χωρίς συνέπειες.

Το απόγευμα της Τρίτης, ο Τραμπ εμφανίστηκε εμφανώς ενοχλημένος, δηλώνοντας: «Είμαι πολύ δυσαρεστημένος – πολύ δυσαρεστημένος από κάθε άποψη». Εξέφρασε την ανάγκη να απελευθερωθούν οι όμηροι, αλλά και την απογοήτευσή του για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η επίθεση. Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι θα εκδώσει πλήρη δήλωση για το πώς πληροφορήθηκε την επιχείρηση, επιχειρώντας να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη θέση του.

 

Νωρίτερα μέσα στην ημέρα, μέσω ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Τραμπ προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την ισραηλινή επίθεση, ενώ ταυτόχρονα επικρίνει και επαινεί τον Νετανιάχου. «Αυτή ήταν μια απόφαση του πρωθυπουργού Νετανιάχου, δεν ήταν δική μου απόφαση», έγραψε, επισημαίνοντας ότι η μονομερής βομβιστική επίθεση στο Κατάρ, ένα κυρίαρχο κράτος και στενός σύμμαχος των ΗΠΑ, δεν προωθεί τους στόχους του Ισραήλ ή της Αμερικής. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι η εξάλειψη της Χαμάς είναι ένας αξιόλογος στόχος.

Από την πλευρά της, η Χαμάς ανακοίνωσε ότι η ισραηλινή επίθεση απέτυχε να σκοτώσει ανώτερα στελέχη της, χωρίς να διευκρινίσει αν υπήρξαν τραυματισμοί. Ο Τραμπ εξέφρασε ανησυχία για την επιλογή του Κατάρ ως στόχου, δεδομένου ότι πρόκειται για στενό σύμμαχο των ΗΠΑ και βασικό μεσολαβητή στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Όπως είπε, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να ενημερώσουν την κυβέρνηση του Κατάρ, αλλά ήταν πολύ αργά για να σταματήσει η επίθεση. Παρ’ όλα αυτά, διαβεβαίωσε τον πρωθυπουργό του Κατάρ ότι «κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί στο έδαφός τους».

Σύμφωνα με τους New York Times, η υπόθεση ανέδειξε για ακόμη μία φορά την αποσπασματική και αντιφατική προσέγγιση του Τραμπ στον πόλεμο της Γάζας. Παρότι μετά τη νίκη του στις εκλογές είχε ζητήσει από τον Νετανιάχου να λήξει ο πόλεμος πριν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, η στρατηγική του χαρακτηρίζεται από αόριστες απειλές, ασαφείς προθεσμίες και αντιφατικές δηλώσεις. Αυτή η στάση, σύμφωνα με αναλυτές, έχει δώσει στον Νετανιάχου ουσιαστική ελευθερία να συνεχίσει έναν πόλεμο που έχει προκαλέσει παγκόσμια κατακραυγή, κατηγορίες για γενοκτονία και ανθρωπιστική κρίση.

Ο Χάλεντ Ελγκίντι, επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, σχολίασε ότι δεν υπάρχει σαφής στρατηγική από πλευράς Τραμπ, πέρα από το «ό,τι θέλει το Ισραήλ». Ανέφερε ότι η αμερικανική κυβέρνηση παραδοσιακά ισορροπεί σε λεπτή γραμμή όταν πρόκειται για την υποστήριξη του Ισραήλ, φέρνοντας ως παράδειγμα τον πρώην πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος καταδίκασε τους αδιάκριτους βομβαρδισμούς και πάγωσε την αποστολή όπλων, προειδοποιώντας το Ισραήλ να μην εισβάλει σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. «Ο Μπάιντεν είχε κάποιες, κυρίως ρητορικές, κόκκινες γραμμές, ενώ ο Τραμπ δεν έχει καμία», πρόσθεσε.

Η γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, απέφυγε να απαντήσει ευθέως αν ο Τραμπ είναι δυσαρεστημένος με τον Νετανιάχου ή αν θα υπάρξουν συνέπειες. Όταν ρωτήθηκε αν θα εκδοθεί οδηγία προς το Ισραήλ για μελλοντικές επιχειρήσεις, ανέφερε ότι ο Τραμπ θεωρεί πως η επίθεση αποτέλεσε «ευκαιρία για ειρήνη». Ο ίδιος υπογράμμισε ότι κατά τη συνομιλία του με τον Νετανιάχου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός του είπε ότι «θέλει να κάνει ειρήνη».

Αξιοσημείωτο είναι ότι η επίθεση συνέπεσε χρονικά με συνάντηση αξιωματούχων της Χαμάς, οι οποίοι συζητούσαν πρόταση κατάπαυσης του πυρός που είχε υποστηρίξει ο Τραμπ. Την ίδια ημέρα, ο ισραηλινός στρατός διέταξε την πλήρη εκκένωση της Πόλης της Γάζας, προετοιμάζοντας μεγάλης κλίμακας εισβολή σε περιοχή όπου έχουν καταφύγει εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι.

Ορισμένοι αναλυτές εξέφρασαν σκεπτικισμό για την αμερικανική άγνοια, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ διατηρούν στρατιωτική παρουσία στο Κατάρ. Ο Στίβεν Α. Κουκ, ανώτερος ερευνητής στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, δήλωσε ότι υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να υπήρξε μεγαλύτερος συντονισμός από αυτόν που παραδέχεται ο Λευκός Οίκος ή ότι το Ισραήλ παρείχε στις ΗΠΑ εύλογη άρνηση ευθύνης. «Οι Ισραηλινοί έχουν άλλωστε την τακτική του “καλύτερα να ζητάμε συγγνώμη παρά άδεια”», πρόσθεσε.

Η Χαμάς είχε πραγματοποιήσει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023, προκαλώντας τον θάνατο περίπου 1.200 ανθρώπων και σηματοδοτώντας την έναρξη του πολέμου στη Γάζα. Έκτοτε, σύμφωνα με τις υγειονομικές αρχές της περιοχής, πάνω από 60.000 Παλαιστίνιοι έχουν χάσει τη ζωή τους, ανάμεσά τους χιλιάδες παιδιά. Τα στοιχεία αυτά δεν διαχωρίζουν άμαχους και μαχητές, αλλά καταδεικνύουν τη σφοδρότητα της σύγκρουσης.

Ο Τραμπ έχει επικεντρωθεί στην απελευθέρωση των ομήρων και έχει ζητήσει τον άμεσο τερματισμό του πολέμου. Σε μια σπάνια διαφοροποίηση από τον Νετανιάχου, αναγνώρισε τον Ιούλιο ότι οι Παλαιστίνιοι λιμοκτονούν, τη στιγμή που ο Ισραηλινός πρωθυπουργός αμφισβητούσε τα στοιχεία. Τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ απέφυγε να δηλώσει αν υποστηρίζει την εκ νέου κατοχή της Γάζας από το Ισραήλ, περιοριζόμενος να πει ότι οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στη διανομή τροφίμων. Δήλωσε επίσης ότι έχει ξεκαθαρίσει στον Νετανιάχου πως ο πόλεμος πρέπει να τελειώσει λόγω της πείνας και του θανάτου, προβλέποντας οριστικό τέλος εντός δύο με τριών εβδομάδων.

Ο πρώην διπλωμάτης και νυν διευθυντής του Atlantic Council, Τζον Ε. Χερμπστ, σχολίασε ότι η στάση του Τραμπ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της απρόβλεπτης διαχείρισης της κρίσης. «Ο Τραμπ, όντας ιδιόρρυθμος και ποτέ απολύτως προβλέψιμος, αντιδρά στην τελευταία εξέλιξη. Βρίσκεται τώρα σε μια φάση “Μπίμπι, κάνε ό,τι θέλεις”, κάτι που δεν σημαίνει ότι θα ισχύει και αύριο», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ