Για αιώνες, τα Απόκρυφα Ευαγγέλια προκαλούν το ενδιαφέρον μελετητών, θεολόγων και αναγνωστών σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για κείμενα που γράφτηκαν τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν στον επίσημο Κανόνα της Καινής Διαθήκης.
Και ενώ δεν θεωρούνται «ορθόδοξα» από τις χριστιανικές Εκκλησίες, εξακολουθούν να προκαλούν έντονο ενδιαφέρον – γιατί περιγράφουν μια άλλη όψη του Ιησού, των μαθητών του και των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού.
Αλλά τι είναι πραγματικά τα Απόκρυφα Ευαγγέλια; Και γιατί βρίσκονται στο περιθώριο, παρότι μοιάζουν να αφηγούνται την ίδια ιστορία με τα επίσημα Ευαγγέλια;
Τι εννοούμε με τον όρο «Απόκρυφα Ευαγγέλια»
Ο όρος «απόκρυφα» προέρχεται από το ρήμα «αποκρύπτω», δηλαδή «κρύβω». Στη θεολογική βιβλιογραφία, τα Απόκρυφα Ευαγγέλια αναφέρονται σε κειμενικά έργα που αποδίδονται στον Ιησού ή στους μαθητές του, αλλά δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ ως θεόπνευστα από την Εκκλησία.
Τα περισσότερα γράφτηκαν μεταξύ του 2ου και 4ου αιώνα μ.Χ., σε μια εποχή έντονης θεολογικής αναζήτησης και δογματικών αντιπαραθέσεων. Είναι κυρίως έργα της γνωστικής παράδοσης, ενός ρεύματος που τόνιζε τη μυστική γνώση (gnosis) ως κλειδί για τη σωτηρία.
Τα πιο γνωστά Απόκρυφα Ευαγγέλια
Μεταξύ των πιο διάσημων και πολυσυζητημένων συγγραμμάτων είναι:
Το Ευαγγέλιο του Θωμά: Περιλαμβάνει 114 «λόγια» του Ιησού, χωρίς αφηγηματικό πλαίσιο, και παρουσιάζει έναν Χριστό πιο μυστικιστικό και εσωτερικό.
Το Ευαγγέλιο του Ιούδα: Μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στον ρόλο του Ιούδα, τον οποίο παρουσιάζει όχι ως προδότη, αλλά ως τον μόνο μαθητή που «κατάλαβε» την αποστολή του Ιησού.
Το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου: Περιγράφει τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας και του Ιησού, με πολλά θαυμαστά γεγονότα που δεν υπάρχουν στα κανονικά Ευαγγέλια.
Το Ευαγγέλιο της Μαρίας (Μαγδαληνής): Προσδίδει στη Μαρία Μαγδαληνή ρόλο πνευματικής ηγέτιδας και παρουσιάζει εντάσεις ανάμεσα σε εκείνη και τον Πέτρο.
Γιατί δεν έγιναν «επίσημα»
Η Καινή Διαθήκη, όπως την ξέρουμε σήμερα, δεν προέκυψε αυτόματα ή ομόφωνα. Η επιλογή των τεσσάρων Κανονικών Ευαγγελίων (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννη) έγινε σταδιακά, με βάση κριτήρια όπως η αποστολική προέλευση, η θεολογική συνέπεια και η αποδοχή από τις πρώτες κοινότητες των πιστών.
Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια θεωρήθηκαν είτε αιρετικά, είτε αναξιόπιστα, είτε απλώς μη συμβατά με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ορισμένα περιέχουν φανερά φανταστικά ή υπερβολικά στοιχεία (π.χ. ο Ιησούς παιδί να δημιουργεί πουλιά από πηλό και να τα ζωντανεύει), ενώ άλλα προωθούν φιλοσοφικές ιδέες που κρίθηκαν ετερόδοξες, όπως ο δυισμός ή η απαξίωση της ύλης.
Τι ενδιαφέρον παρουσιάζουν σήμερα
Σήμερα, τα Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν διαβάζονται ως «ευαγγελισμός» αλλά ως πολύτιμες μαρτυρίες για το πώς σκεφτόταν, πίστευε και αναζητούσε η πρώτη χριστιανική κοινωνία. Είναι κείμενα που φανερώνουν τον πλούτο και την πολυμορφία της πρώιμης χριστιανικής σκέψης, πριν αυτή αποκρυσταλλωθεί σε δόγματα.
Παράλληλα, προκαλούν φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα: Υπάρχει μόνο μία ερμηνεία της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού; Ή μήπως ο Χριστιανισμός, στα πρώτα του βήματα, ήταν περισσότερο πολύφωνος απ’ ό,τι νομίζουμε;
Η σπουδαιότερη στιγμή για τη μελέτη των Απόκρυφων ήρθε το 1945, όταν σε μια περιοχή κοντά στο Ναγκ Χαμαντί της Αιγύπτου βρέθηκε μια συλλογή χειρογράφων σε αρχαία κοπτική γλώσσα. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και πολλά από τα λεγόμενα γνωστικά Ευαγγέλια, όπως του Θωμά και της Μαρίας. Η ανακάλυψη αυτή άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη βλέπει τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.