Τρόπους να ξεφύγει από την τσιμπίδα του Νόμου αναζητά ένα Κύπριος στρατιωτικός ο οποίος κατηγορείται για διάπραξη διαφόρων αδικημάτων.
Διατηρούσε μυστική σχέση με παντρεμένη γυναίκα, η οποία έληξε και έκτοτε η ζωή της γυναίκας έγινε κόλαση.
Η άκρη του νήματος βρίσκεται σε καταγγελία της πρώην ερωμένης του στρατιωτικού Σ. Α. Η Αστυνομία ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης και ένταλμα έρευνας για το σπίτι, τον χώρο εργασίας (στρατόπεδο) και το αυτοκίνητο του άνδρα, για αδικήματα που φέρονται να τελέστηκαν από τον Ιούνιο του 2021 έως τις 15 Ιανουαρίου 2025 και αφορούν:
- Διάδοση πορνογραφικού υλικού
- Απειλή διάδοσης πορνογραφικού υλικού
- Εκβίαση
- Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό τη κλοπή
- Παρενόχληση με πρόκληση φόβου
- Σεξουαλική παρενόχληση
- Άσκηση ψυχολογικής βίας
- Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος
Ο Σ.Α είχε ερωτική σχέση με την παντρεμένη γυναίκα και κατά τη διάρκεια των ερωτικών τους συνευρέσεων είχε εξασφαλίσει φωτογραφίες και βίντεο. Σε κάποιο στάδιο, όταν η γυναίκα αποφάσισε να τερματίσει τη μυστική τους ερωτική σχέση, αυτός φέρεται να αντέδρασε απειλώντας την ότι, αν δεν τα ξαναβρίσκανε θα προέβαινε σε δημοσίευση των βίντεο και των φωτογραφιών που είχε στην κατοχή του. Μάλιστα ενημέρωσε και τον σύζυγο της γυναίκας, τόσο για την ερωτική τους σχέση όσο και για το υλικό που κατείχε. Το Δεκέμβρη του 2024 ο στρατιωτικός φέρεται να είχε απειλήσει και τον σύζυγο της πρώην ερωμένης του, πως αν δεν του έδινε το χρηματικό ποσό των €100.000 θα δημοσίευε γυμνές φωτογραφίες της συζύγου του ενώ, αν τολμούσε να κάνει καταγγελία στην Αστυνομία, θα παρέδιδε τις γυμνές φωτογραφίες και βίντεο σε άλλο άλλον για να τις δημοσιεύσει.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας θεώρησε επαρκή τα στοιχεία για να κρίνει ως αναγκαία την έρευνα και να εκδώσει το ένταλμα. Οι αστυνομικοί αναζητούσαν κινητά τηλέφωνα, συσκευές αποθήκευσης κ.α
Ήθελε ακύρωση του εντάλματος για έναν αριθμό
Ο στρατιωτικός υπέβαλε αίτημα για να εξασφαλίσει άδεια ώστε να προσβάλλει την εγκυρότητα του εντάλματος έρευνας και να το ακυρώσει με διάταγμα Certiorari.
Πάνω στο δακτυλογραφημένο κείμενο της ένορκης δήλωσης, αλλά και στο δακτυλογραφημένο έντυπο του εντάλματος, υπήρχαν χειρόγραφες διορθώσεις, μονογραφημένες από την ανακρίτρια της Αστυνομίας. Η σημαντικότερη αφορούσε τη διεύθυνση κατοικίας του στρατιωτικού: από «[οδός.... ] 1, διαμ. 101, [ ]» διορθώθηκε σε «[οδός ... ] 10, διαμ. 101, [ ]». Δηλαδή από αβλεψία το 10 είχε γίνει 1 και απλώς διορθώθηκε με ένα μηδενικό. Αυτή η αλλαγή είχε γίνει πριν παρουσιαστούν τα έγγραφα στο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι «ένταλμα» υπάρχει μόνο μετά την υπογραφή και τότε καθίσταται διαταγή του Δικαστηρίου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, μιλάμε για σχέδιο προς έγκριση. Άρα, διορθώσεις πριν από την υπογραφή δεν αλλάζουν «έκδοση» που δεν έχει ακόμη συντελεστεί.
Σημαντικό επίσης είναι πως η ορθή διεύθυνση («[ ] 10, διαμ. 101, [ ]») ήταν γνωστή και παραδεκτή από τον ίδιο τον στρατιωτικό στην ένορκη δήλωσή του, οπότε δεν υπήρχε αμφιβολία για τον τόπο έρευνας. Αυτό επιβεβαιώθηκε ρητά στο κείμενο της απόφασης.
Αρχικώς η Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, είχε αρνηθεί την άδεια για αίτημα έκδοσης Certiorari, κρίνοντας ότι δεν προέκυπτε «εκ πρώτης όψεως» βάση για να ανοίξει υπόθεση ακύρωσης του εντάλματος έρευνας. Δηλαδή, ακόμη και αν δεχόταν κανείς όσα έλεγε ο στρατιωτικός, δεν διαφαινόταν πραγματική παραβίαση ή υπέρβαση εξουσίας που να δικαιολογεί την εμπλοκή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με προνομιακό διάταγμα Certiorari.
Το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε πως δεν υπήρχε ένδειξη ότι έγινε μεταβολή μετά την υπογραφή του Δικαστή, και το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του περιείχε την ορθή διεύθυνση. Άρα, δεν υπήρχε «συζητήσιμο» έρεισμα για ακύρωση.