Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η προπαγάνδα διανύει περίοδο άνθησης στη σημερινή εποχή, με την κυριαρχία της κατευθυνόμενης διαφήμισης, του διαδικτύου, των επιτηδευμένων δημοψηφισμάτων και των απολυταρχικών καθεστώτων. Ασκείται, είτε επίσημα είτε ανεπίσημα, από κρατικούς φορείς και πολιτικά κόμματα σε όλο τον κόσμο, είτε περιστασιακά είτε συστηματικά, τόσο με θετική όσο και με αρνητική έννοια. Αλλά είναι η προπαγάνδα αποκλειστικά ένα φαινόμενο του 20ού αιώνα, για το οποίο πρόσφατα ο Τάσος Δούσης τοποθετήθηκε εύστοχα, ή αποτελεί μια πρακτική με ρίζες που φτάνουν έως την αρχαιότητα;
Πρώτο βήμα για να εξετάσουμε αυτή την ερώτηση είναι να ορίσουμε την έννοια της προπαγάνδας και να αναζητήσουμε την ετυμολογική της προέλευση, σύμφωνα με τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη. Προπαγάνδα ορίζεται ως κάθε προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή ως η διάδοση ιδεών με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό propago, που σημαίνει «εκτείνω» ή «αυξάνω». Ωστόσο, ο όρος «προπαγάνδα» δεν είναι τόσο παλιός όσο η έννοια που περιγράφει. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1559 και στις 22 Ιουνίου, με τη δημιουργία της Συνόδου για τη Διάδοση της Πίστης (Congregatio de Propaganda Fide), που ιδρύθηκε από τον Πάπα Κλήμεντα Η΄ με στόχο τη διάδοση του καθολικισμού και την αντιμετώπιση του ανερχόμενου προτεσταντικού κινήματος.
Η λέξη, λοιπόν, γεννήθηκε ως απάντηση της Καθολικής Εκκλησίας στη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου. Με την πάροδο του χρόνου απέκτησε νέο περιεχόμενο και χρησιμοποιείται με την έννοια που γνωρίζουμε σήμερα. Όμως η ίδια η πρακτική της προπαγάνδας είναι αρχαιότερη από την ίδια τη λέξη, καθώς είναι σχεδόν τόσο παλιά όσο και ο ανθρώπινος πολιτισμός. Στην πραγματικότητα, κρατική προπαγάνδα συναντάται σε κάθε οργανωμένη κοινωνία από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας.
Η διαχρονική χρήση της προπαγάνδας προτού εφευρεθεί ο ρόλος
Για παράδειγμα, στην Αρχαία Αίγυπτο παρατηρούνται συστηματικές προσπάθειες επηρεασμού της κοινής γνώμης από την εξουσία. Παρόμοιες πρακτικές ακολούθησαν και τα τυραννικά καθεστώτα της αρχαίας Ελλάδας, αν και δεν ονομάζονταν τότε «προπαγάνδα». Θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε ότι ήταν μια πρώιμη μορφή χειραγώγησης των μαζών από το κράτος. Η ιστορία της προπαγάνδας, λοιπόν, δεν περιορίζεται στο σύγχρονο παρόν. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη εμπειρία όσο και οι πρώτες οργανωμένες κοινωνίες.
Όσο κι αν η προπαγάνδα ασκείται από νόμιμα εκλεγμένες δημοκρατικές κυβερνήσεις ή περιστασιακά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν μπορεί να συγκριθεί με την ένταση και τη συστηματικότητα της προπαγάνδας που παρατηρείται σε απολυταρχικά καθεστώτα, είτε αυτά ανήκουν στην άκρα δεξιά είτε στην άκρα αριστερά. Είναι αυτονόητο ότι καθεστώτα όπως του Χίτλερ στη ναζιστική Γερμανία ή του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση εφάρμοζαν οργανωμένη προπαγάνδα, αποσκοπώντας στον κατευνασμό της λαϊκής δυσαρέσκειας και στη διατήρηση της εξουσίας τους.
Ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου, η προπαγάνδα εντείνεται, με στόχο τη συσπείρωση του πληθυσμού, ενώ σε απολυταρχικά καθεστώτα το φαινόμενο αυτό λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι η προπαγάνδα δεν περιορίζεται μόνο στους κρατικούς μηχανισμούς. Συχνά, θρησκείες ή κοινωνικές ομάδες ασκούν προπαγανδιστικές πρακτικές για να επηρεάσουν άλλες ομάδες πολιτών.
Η διάκριση μεταξύ θεμιτής πειθούς και προπαγάνδας είναι συχνά δυσδιάκριτη, γεγονός που περιπλέκει την αναγνώρισή της. Όπου υπάρχει εξαναγκασμός ή απειλή, η προπαγάνδα φτάνει στο αποκορύφωμά της. Στη σημερινή εποχή, μάλιστα, οι προπαγανδιστές έχουν στη διάθεσή τους τα εργαλεία της ψυχολογίας, καθιστώντας την ακόμα πιο αποτελεσματική. Για αυτό, οι πολίτες οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, κριτικά σκεπτόμενοι και έτοιμοι να αντισταθούν στις πιέσεις που ασκούνται πάνω τους.