Η συζήτηση για τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας επιστρέφει στο προσκήνιο, αυτή τη φορά μέσα από τον νέο Κώδικα Αυτοδιοίκησης. Το σχέδιο που έχει αποσταλεί από το υπουργείο Εσωτερικών στην ΚΕΔΕ φέρνει εκτεταμένες αλλαγές σε τέλη, φόρους και μισθώσεις, μεταβάλλοντας ουσιαστικά τη σχέση των ιδιοκτητών ακινήτων με τους Δήμους.
Πίσω από τον στόχο της οικονομικής ενίσχυσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο σταθερών επιβαρύνσεων και δεσμεύσεων, με την ιδιωτική ακίνητη περιουσία να αναλαμβάνει το κύριο βάρος.
Ένα νέο τέλος με παλιό κόστος
Στον πυρήνα του σχεδίου βρίσκεται η ενοποίηση υφιστάμενων δημοτικών επιβαρύνσεων σε ένα νέο τέλος, το λεγόμενο Τέλος Τοπικής Ανάπτυξης. Από το 2027 καταργούνται το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας και ο δημοτικός Φόρος Ηλεκτροδοτούμενων Χώρων και αντικαθίστανται από έναν ενιαίο μηχανισμό, ο οποίος θα επιβάλλεται αποκλειστικά στους ιδιοκτήτες.
Η αλλαγή αυτή δεν αποτελεί απλή τεχνική αναδιάρθρωση. Με βάση τους προβλεπόμενους συντελεστές, η συνολική επιβάρυνση αυξάνεται αισθητά, με εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για διπλασιασμό ή ακόμη και τριπλασιασμό του κόστους σε σχέση με το σημερινό καθεστώς. Παράλληλα καταργείται κάθε έννοια επιμερισμού ανάμεσα σε ιδιοκτήτη και χρήστη, μεταφέροντας ολόκληρο το βάρος στον πρώτο.
Κενά ακίνητα χωρίς πραγματική απαλλαγή
Σημαντικές αλλαγές προβλέπονται και στο Τέλος Καθαριότητας και Φωτισμού. Τα κενά, μη ηλεκτροδοτούμενα ή ελάχιστα χρησιμοποιούμενα ακίνητα παύουν να απαλλάσσονται πλήρως. Αντίθετα, επιβαρύνονται υποχρεωτικά με το ένα δέκατο του κανονικού τέλους.
Η διαδικασία μάλιστα αυτοματοποιείται μέσω ενημέρωσης από τον ΔΕΔΔΗΕ, χωρίς δήλωση του ιδιοκτήτη, περιορίζοντας κάθε δυνατότητα παρέμβασης ή ελέγχου. Η κατοχή κενού ακινήτου μετατρέπεται έτσι σε μόνιμη φορολογική υποχρέωση, ανεξάρτητα από πραγματική χρήση ή εισόδημα.
Οφειλές με διευρυμένο χρονικό ορίζοντα
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν οι ρυθμίσεις για τις δημοτικές οφειλές. Με την επέκταση της παραγραφής σε διάστημα έως και δέκα ετών και με πρόβλεψη ουσιαστικά απεριόριστης αναδρομικότητας σε περιπτώσεις ελλιπών δηλώσεων, το βάρος απόδειξης μεταφέρεται πλήρως στον ιδιοκτήτη.
Η ρύθμιση δημιουργεί συνθήκες μόνιμης ανασφάλειας, ακόμη και για παρελθούσες περιόδους που μέχρι σήμερα θεωρούνταν κλεισμένες.
Πολυετείς δεσμεύσεις ιδιωτικών ακινήτων
Ο νέος Κώδικας εισάγει επίσης μακροχρόνιες υποχρεωτικές μισθώσεις ιδιωτικών ακινήτων προς τους Δήμους, με διάρκεια έως 24 έτη και δυνατότητα περαιτέρω παράτασης που μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 48 έτη.
Σε περίπτωση παραμονής του Δήμου στο ακίνητο μετά τη λήξη της μίσθωσης, η συνέχιση θεωρείται σιωπηρή παράταση με το ίδιο μίσθωμα, περιορίζοντας ουσιαστικά το δικαίωμα διάθεσης της περιουσίας από τον ιδιοκτήτη. Παράλληλα προβλέπεται και τριετής υποχρεωτική παράταση υφιστάμενων μισθώσεων χωρίς καμία αύξηση ενοικίου.
Ταχεία απαλλοτρίωση με περιορισμένα περιθώρια αντίδρασης
Το άρθρο 289 θεσπίζει συνοπτικές διαδικασίες για απαλλοτριώσεις και επεμβάσεις στην ιδιωτική ακίνητη περιουσία. Η προθεσμία προσφυγής περιορίζεται στις δεκαπέντε ημέρες, ενώ η ενημέρωση μπορεί να γίνει ακόμη και μέσω απλής δημοσίευσης.
Η πρακτική αυτή μειώνει δραστικά τα περιθώρια αντίδρασης των ιδιοκτητών και υποβαθμίζει τη θεσμική προστασία της περιουσίας.
Ένα νέο πλαίσιο με σαφή κατεύθυνση
Ο νέος Κώδικας Αυτοδιοίκησης δεν εισάγει απλώς τεχνικές ρυθμίσεις. Διαμορφώνει ένα διαφορετικό μοντέλο χρηματοδότησης των Δήμων, όπου η ακίνητη περιουσία μετατρέπεται σε σταθερή και διαρκή πηγή εσόδων.
Το ερώτημα που ανακύπτει δεν αφορά μόνο τη βιωσιμότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αγγίζει τα όρια της φορολογικής αντοχής, την ουσιαστική προστασία της ιδιοκτησίας και το κατά πόσο η ανάπτυξη μπορεί να στηρίζεται διαρκώς στον ίδιο λογαριασμό.