Η ακρίβεια εξακολουθεί να ενισχύει τα κρατικά έσοδα, δημιουργώντας πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, την ίδια στιγμή όμως αποδυναμώνει την πραγματική οικονομία και επιβαρύνει τα νοικοκυριά, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική δυνατότητα.
Οι πολίτες βλέπουν τις τιμές σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες να αυξάνονται σταθερά, ενώ καλούνται να καταβάλουν υψηλότερους φόρους και τέλη. Το αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση μιας «μηχανής πλεονασμάτων» που τροφοδοτείται από τις επιπτώσεις της ακρίβειας, με τους δημοσιονομικούς δείκτες να εμφανίζουν θετική εικόνα, αλλά την καθημερινή οικονομική πίεση να παραμένει έντονη. Η κατανάλωση μειώνεται, η ρευστότητα στην αγορά περιορίζεται και η πραγματική οικονομία δυσκολεύεται να αναπνεύσει.
Η εικόνα των ισχυρών πλεονασμάτων δημιουργεί φυσικά προσδοκίες ενόψει των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των πλεονασμάτων προκύπτει από λογιστικούς χειρισμούς και ετεροχρονισμούς πληρωμών, η κυβέρνηση μπορεί να τα παρουσιάσει ως δείκτη δημοσιονομικής επιτυχίας. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα προσδοκιών για νέες παρεμβάσεις ή φοροελαφρύνσεις, με στόχο να ανακουφιστεί έστω μερικώς η καθημερινότητα των πολιτών, χωρίς όμως να αλλάζει άμεσα η πραγματική πίεση που υφίστανται νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2025 καταγράφηκε πλεόνασμα 2,188 δισ. ευρώ στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, έναντι στόχου για έλλειμμα 1,961 δισ. ευρώ και πλεονάζοντος πρωτογενούς αποτελέσματος 7,959 δισ. ευρώ, υψηλότερου από τον στόχο των 3,599 δισ. ευρώ. Παράγοντες όπως ο ετεροχρονισμός μεταβιβαστικών πληρωμών και οι ταμειακές μεταφορές των εξοπλιστικών προγραμμάτων επηρεάζουν τα ταμειακά αποτελέσματα αλλά όχι το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, ενώ η υπέρβαση στο πρωτογενές αποτέλεσμα, εξαιρώντας αυτά τα ποσά, εκτιμάται σε 1,203 δισ. ευρώ. Οι λογιστικές αυτές λεπτομέρειες δείχνουν ότι τα εντυπωσιακά πλεονάσματα δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως την κατάσταση της οικονομίας στο επίπεδο των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων.
Τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 42,858 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 822 εκατ. ευρώ ή 2% έναντι του στόχου, κυρίως λόγω της καλύτερης απόδοσης των φόρων εισοδήματος του τρέχοντος και προηγούμενου έτους. Παράλληλα, οι επιστροφές φόρων ανήλθαν σε 5,045 δισ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για το ίδιο διάστημα μειώθηκαν κατά 3,326 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο, κυρίως λόγω ετεροχρονισμών πληρωμών στους ΟΚΑ και λοιπούς φορείς. Στο σκέλος των επενδυτικών δαπανών, οι πληρωμές ανήλθαν σε 6,131 δισ. ευρώ, ελαφρώς χαμηλότερες από τον προϋπολογισμό αλλά αυξημένες σε σχέση με το 2024, δείχνοντας μια σχετικά σταθερή πορεία στις δημοσιονομικές επενδύσεις, παρότι το πλήγμα της ακρίβειας στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών παραμένει.
Η υπερεκτέλεση του προϋπολογισμού και τα πλεονάσματα εμφανίζουν μια θετική δημοσιονομική εικόνα, όμως η πραγματική οικονομία και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να υφίστανται τις επιπτώσεις της ακρίβειας. Τα πλεονάσματα, χωρίς παράλληλες πολιτικές ελάφρυνσης της καθημερινότητας, μπορούν να θεωρηθούν περισσότερο δείκτης λογιστικής επιτυχίας παρά πραγματικής οικονομικής ανακούφισης. Η αντίθεση ανάμεσα σε ένα πλεονάζον δημοσιονομικό ισοζύγιο και την πίεση που αντιμετωπίζει η κοινωνία υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο στοχευμένες πολιτικές που θα συνδέουν τη δημοσιονομική επιτυχία με την πραγματική ανακούφιση των πολιτών.