Κυρίως σε υποθέσεις εικονικών τιμολογίων ανακαλύπτονται σημαντικές ευθύνες λογιστών που – σύμφωνα με τις αρχές – γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι διάφορες επιχειρήσεις που εξυπηρετούσαν λειτουργούσαν ως εκδότες ή λήπτες εικονικών παραστατικών.
Πιο αναλυτικά, οι λογιστές και οι φοροτεχνικοί έχουν τεθεί υπό αυστηρό έλεγχο, καθώς εντείνεται η εφαρμογή του Νόμου 4557/2018 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η αυστηροποίηση της εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα πολλοί λογιστές να αντιμετωπίζουν ποινές ως συνυπεύθυνοι για παραλείψεις αναφορών ύποπτων συναλλαγών ή φοροδιαφυγής.
Ο Ν. 4557/2018 προβλέπει ότι όσοι επαγγελματίες, μεταξύ των οποίων και οι λογιστές, παρέχουν υπηρεσίες που σχετίζονται με οικονομικές ή εμπορικές συναλλαγές, υποχρεούνται να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας απέναντι στους πελάτες τους και να αναφέρουν άμεσα στις αρμόδιες αρχές κάθε ύποπτη συναλλαγή ή απόπειρα συναλλαγής που θα μπορούσε να σχετίζεται με ξέπλυμα χρήματος ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Παρά την συστηματική φύση αυτών των πρακτικών, πολλοί δεν πραγματοποίησαν ποτέ σχετική αναφορά, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν πλέον κατηγορίες για συνέργεια ή συγκάλυψη, ακόμα κι αν δεν συμμετείχαν άμεσα στην έκδοση των παραστατικών. Η παράλειψη αυτή θεωρείται σοβαρή παραβίαση των υποχρεώσεων τους στο πλαίσιο της νομοθεσίας για την πρόληψη του οικονομικού εγκλήματος.
Όπως είναι λογικό, ο φόβος πλέον έχει εξαπλωθεί στον κλάδο, καθώς η γραμμή μεταξύ νόμιμης δραστηριότητας και εγκληματικής αμέλειας είναι τρομακτικά λεπτή. Κυρίως όταν ο λογιστής, χωρίς πρόθεση ή λόγω έλλειψης πρόσβασης σε όλα τα δεδομένα, δεν ανιχνεύσει έγκαιρα κάποιες πρακτικές φοροδιαφυγής ή απόπειρες νομιμοποίησης εσόδων και έτσι κινδυνεύει να θεωρηθεί συνυπεύθυνος.