Με μια θεαματική βουτιά, το πετρέλαιο τύπου Brent υποχώρησε την Δευτέρα 5 Απριλίου 2025 κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι, φτάνοντας τα 59,38 δολάρια, ενώ το WTI κατρακύλησε στα 56,15 δολάρια. Ο λόγος; Η ΟΠΕΚ+ αποφάσισε να ανοίξει τις κάνουλες, ανακοινώνοντας ότι τον Ιούνιο θα εξορύξει 411.000 βαρέλια την ημέρα, στέλνοντας, όπως εύστοχα περιέγραψε ο αναλυτής Χόρχε Λεόν της Rystad Energy, «μια βόμβα στην πετρελαϊκή αγορά».
Οι διεθνείς τιμές, χαμηλότερες από τον Φεβρουάριο του 2021, θα έπρεπε να φέρουν ανακούφιση στους καταναλωτές. Θα έπρεπε, δηλαδή, εκτός αν ζεις στην Ελλάδα – τη χώρα όπου οι νόμοι της αγοράς μοιάζουν να λειτουργούν με τη γοητεία ενός καλοστημένου θεάτρου του παραλόγου.
Ενώ το πετρέλαιο βυθίζεται, με το αποδυναμωμένο δολάριο να κάνει τις τιμές σε ευρώ ακόμη πιο ελκυστικές, στην Ελλάδα η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων παραμένει ακλόνητη στα 1,713 ευρώ το λίτρο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Ανάπτυξης της 4ης Μαΐου 2025. Συγκριτικά, το 2021, όταν οι τιμές του πετρελαίου ήταν αντίστοιχα χαμηλές και η ζήτηση περιορισμένη λόγω της πανδημίας, η βενζίνη είχε πέσει στα 1,55 ευρώ το λίτρο ή και χαμηλότερα. Τότε, οι Έλληνες οδηγοί απόλαυσαν, έστω και στιγμιαία, την ψευδαίσθηση ότι η αγορά καυσίμων λειτουργεί με κάποια λογική. Σήμερα, η λογική αυτή φαίνεται να έχει εξατμιστεί, όπως η βενζίνη από τα πορτοφόλια των καταναλωτών.
ΟΠΕΚ+ Αλλάζει Στρατηγική, η Ελλάδα… Όχι
Η απόφαση της ΟΠΕΚ+ να ενισχύσει την παραγωγή, αντί να περιορίσει την προσφορά όπως συνήθιζε, στέλνει ένα «καθαρό μήνυμα», σύμφωνα με τον Λεόν: ο οργανισμός διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Στην παγκόσμια σκηνή, οι τιμές πέφτουν, οι αγορές προσαρμόζονται, οι καταναλωτές αναμένουν ελάφρυνση. Στην Ελλάδα, όμως, η αγορά καυσίμων μοιάζει να λειτουργεί σε έναν παράλληλο κόσμο, όπου οι διεθνείς τάσεις δεν έχουν καμία επίδραση. Οι τιμές παραμένουν πεισματικά υψηλές, σαν να προστατεύονται από κάποιο αόρατο τείχος αδιαφορίας για την τσέπη του πολίτη.
Οι «Γνωστοί» Λόγοι και η Ελληνική Παράδοση
Οι λόγοι για αυτή την «ανωμαλία» είναι, φυσικά, γνωστοί – τόσο γνωστοί που πλέον προκαλούν ένα κουρασμένο χασμουρητό. Ολιγοπωλιακές συνθήκες, έλλειψη ουσιαστικού ανταγωνισμού, και μια αγορά που λειτουργεί με την ακρίβεια ενός καλοκουρδισμένου μηχανισμού… για τα συμφέροντα των λίγων. Το κέρδος, βεβαίως, είναι θεμιτό, ο κινητήριος μοχλός της οικονομίας. Αλλά όταν το κέρδος γίνεται δυσανάλογο, μοιάζει περισσότερο με ληστεία μετά φιλοφρονήσεων παρά με υγιή επιχειρηματικότητα.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, πιστή στην παράδοση, θα κάνει ίσως μια ακόμη «ηρωική» εμφάνιση. Θα διεξαχθεί μια έρευνα, θα ακουστούν μεγαλοστομίες για την προστασία του καταναλωτή, ίσως και κάποιος επιχειρηματίας να «ξεχάσει» να συνεργαστεί – όπως συνέβη την προηγούμενη φορά, όταν υπάλληλος της Επιτροπής βρέθηκε αντιμέτωπος με την… ευγενική άρνηση ενός επιχειρηματία να διευκολύνει το έργο της. Και μετά; Τίποτα. Η συζήτηση θα σβήσει, οι τιμές θα παραμείνουν αμετάβλητες, και οι Έλληνες καταναλωτές θα συνεχίσουν να πληρώνουν το προνόμιο να ζουν σε μια αγορά που αψηφά κάθε οικονομική λογική.
Ενόσω ο κόσμος προσαρμόζεται στις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου, η Ελλάδα παραμένει ένας φάρος… στασιμότητας. Οι διεθνείς αγορές κινούνται, οι τιμές πέφτουν, αλλά η ελληνική αγορά καυσίμων στέκεται αγέρωχη, σαν να λέει: «Γιατί να αλλάξουμε, όταν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι;». Και ο Έλληνας οδηγός, με ένα πικρό χαμόγελο, γεμίζει το ρεζερβουάρ του, γνωρίζοντας ότι η «ελεύθερη αγορά» στην Ελλάδα είναι ελεύθερη μόνο για όσους κερδίζουν από αυτήν.