Η πιο θανατηφόρα πυρκαγιά που έχει πλήξει το Χονγκ Κονγκ εδώ και 63 χρόνια καταγράφηκε στο συγκρότημα διαμερισμάτων Wang Fuk Court, με τις Αρχές να επιβεβαιώνουν τουλάχιστον 128 νεκρούς και 200 αγνοούμενους. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στη σύγχρονη ιστορία της περιοχής, με τον αριθμό των θυμάτων να αυξάνεται όσο οι διασώστες συνεχίζουν τις επιχειρήσεις στα κατεστραμμένα κτίρια.
Σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση, οι τραυματίες έχουν φτάσει τους 79, ανάμεσά τους 12 πυροσβέστες, με έναν εξ αυτών να νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση. Η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσε ότι για τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης έχουν κινητοποιηθεί περίπου 1.000 αστυνομικοί, σε μια προσπάθεια να εντοπιστούν επιζώντες μέσα στα υπερπληρωμένα, πυρόπληκτα κτίρια.
Σημαντικό σημείο στη διερεύνηση της καταστροφής αποτελεί το γεγονός ότι, όπως ανακοινώθηκε, το σύστημα πυρανίχνευσης δεν λειτουργούσε σωστά στα κτίρια όπου ξέσπασε η πυρκαγιά. Η δυσλειτουργία αυτή θεωρείται κρίσιμη, καθώς καθυστέρησε την έγκαιρη προειδοποίηση των κατοίκων και επέτρεψε στη φωτιά να εξαπλωθεί με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς.
Η αιτία της πυρκαγιάς δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί, ωστόσο οι Αρχές επιβεβαιώνουν ότι οι έρευνες συνεχίζονται αδιάκοπα. Στο αποκορύφωμά της, η θερμοκρασία της φωτιάς έφτασε τους 500°C, με αποτέλεσμα να σημειωθούν αναζωπυρώσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας, παρά την αρχική ανακοίνωση για κατάσβεση. Τελικά, η φωτιά τέθηκε πλήρως υπό έλεγχο και κατασβέστηκε σήμερα το πρωί στις 10:18 τοπική ώρα, επιτρέποντας στις ομάδες έρευνας να εισέλθουν πιο ασφαλώς στο συγκρότημα.
Πέρα από τις καθαρά επιχειρησιακές διαστάσεις, η τραγωδία έχει ανοίξει ήδη τον φάκελο των πιθανών παραλείψεων και ευθυνών που σχετίζονται με τα έργα ανακαίνισης του συγκροτήματος. Η Ανεξάρτητη Επιτροπή Κατά της Διαφθοράς (ICAC) ανακοίνωσε την έναρξη ποινικής έρευνας για τις εργασίες που πραγματοποιούνταν στο συγκρότημα, σημειώνοντας ότι έχει συσταθεί ειδική ομάδα για την διερεύνηση πιθανών φαινομένων διαφθοράς. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης τα συλλυπητήριά της στις οικογένειες των θυμάτων, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα της υπόθεσης.

Στο πλαίσιο αυτό, η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη τριών προσώπων: δύο διευθυντών και ενός συμβούλου μηχανικού της εταιρείας που είχε αναλάβει τις εργασίες ανακαίνισης. Οι συλληφθέντες κατηγορούνται για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, μετά τον εντοπισμό εύφλεκτων υλικών που, σύμφωνα με τις Αρχές, συνέβαλαν καθοριστικά στη γρήγορη εξάπλωση της φωτιάς.
Παράλληλα, όπως ανακοίνωσε η αστυνομία, τα κτίρια που επλήγησαν ήταν καλυμμένα με προστατευτικά φύλλα πλέγματος και πλαστικό, τα οποία ενδέχεται να μην πληρούσαν τα κριτήρια ασφαλείας. Επιπλέον, σε γειτονικό κτίριο που δεν κάηκε, εντοπίστηκαν παράθυρα σφραγισμένα με αφρώδες υλικό, τοποθετημένο από την ίδια εταιρεία ανακαίνισης. Το εύρημα αυτό δημιουργεί νέα ερωτήματα για την τήρηση των προτύπων πυρασφάλειας στο σύνολο των έργων που είχαν εκτελεστεί.
Η σύνθεση των στοιχείων δείχνει ότι η τραγωδία δεν οφείλεται αποκλειστικά στη φύση της πυρκαγιάς, αλλά και σε έναν συνδυασμό τεχνικών παραλείψεων, προβληματικών υλικών και πιθανών παραβιάσεων των κανόνων ασφαλείας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ICAC και η αστυνομία εξετάζουν παράλληλα όλες τις πτυχές της υπόθεσης, από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το εύρος των πιθανών παραλείψεων της κατασκευαστικής εταιρείας.
Η πυρκαγιά θεωρείται πλέον η χειρότερη καταστροφή αυτού του τύπου στο Χονγκ Κονγκ από το 1962, όταν στη συνοικία Sham Shui Po είχαν χάσει τη ζωή τους 44 άνθρωποι. Η σύγκριση με το παρελθόν αποτυπώνει τις διαστάσεις της τωρινής καταστροφής και ενισχύει τις πιέσεις για άμεση αναθεώρηση των κανονισμών ασφαλείας, ειδικά σε υπό ανακαίνιση κτιριακά συγκροτήματα.
Οι επιχειρήσεις εντοπισμού συνεχίζονται, καθώς οι Αρχές προσπαθούν να καταγράψουν το σύνολο των αγνοουμένων, ενώ οι υπηρεσίες έρευνας αναζητούν τις ακριβείς αιτίες της τραγωδίας. Με τα στοιχεία να αναδεικνύουν σοβαρές ελλείψεις σε συστήματα πυρασφάλειας, η υπόθεση έχει ήδη προκαλέσει έντονη ανησυχία στην κοινή γνώμη και αναμένεται να οδηγήσει σε εκτενείς θεσμικές παρεμβάσεις.