Ένα χρόνο μετά την εκλογή του Εργατικού πρωθυπουργού, η εμπιστοσύνη των Βρετανών προς την κυβέρνηση βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων σαράντα ετών.
«Άχαρο πράγμα να γιορτάζεις τα γενέθλιά σου χωρίς τούρτα»: με αυτό τον ευρηματικό τίτλο σχολίασε ο Economist τον έναν χρόνο του Κιρ Στάρμερ, ηγέτη των Εργατικών, από την εκλογή του στην πρωθυπουργία της Βρετανίας. Και πράγματι, το Εργατικό Κόμμα και ο Στάρμερ δεν έχουν πολλούς λόγους για να γιορτάζουν. Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις, (ινστιτούτο Ipsos, ιστοσελίδα YouGov) δίνουν πρώτο, με 34%, το ακροδεξιό ReformUK του Νάιτζελ Φάρατζ και το Εργατικό Κόμμα δεύτερο με 25%, ενώ ακολουθούν οι Τόρις (Συντηρητικοί) με 15%. Η εντυπωσιακή αυτή άνοδος του Φάρατζ θεωρείτο αδιανόητη πριν από έναν χρόνο, καθώς το ReformUK, τον Ιούλιο του 2024, εξέλεξε μόλις πέντε βουλευτές ενώ οι Εργατικοί κατέλαβαν 403 έδρες επί συνόλου 650.
Παρότι στην εξωτερική πολιτική ο Στάρμερ έχει γλυτώσει, προς το παρόν, από την άγρια δασμολογική πολιτική του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, καθώς συνήψε με τις ΗΠΑ διμερή συμφωνία η οποία περιόρισε τους δασμούς από 27% σε 10% σε προϊόντα όπως τα βρετανικά αυτοκίνητα, και έχει παράλληλα πραγματοποιήσει φιλοευρωπαϊκή στροφή οκτώ χρόνια μετά το Βrexit και μετά από διαδοχικές ευρωσκεπτικιστικές συντηρητικές κυβερνήσεις στη χώρα, ο βρετανός πρωθυπουργός βρίσκεται αντιμέτωπος με εσωκομματικές ανταρσίες, ενώ οι βασικές προεκλογικές του δεσμεύσεις παραμένουν ανεκπλήρωτες.
Την 1η Ιουλίου, ο Στάρμερ υπέστη μεγάλη ήττα στο Κοινοβούλιο, καθώς 49 βουλευτές του κόμματός του καταψήφισαν νομοσχέδιο για περικοπές στα επιδόματα ασθένειας και αναπηρίας. Την επομένη, η υπουργός του των Οικονομικών, Ρέιτσελ Ριβς, ξέσπασε σε δάκρυα κατά τη διάρκεια κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ενώ οι αποδόσεις στα βρετανικά κρατικά ομόλογα εκτοξεύτηκαν. Η εικόνα, όπως την περιγράφει ο Economist, ήταν ενός πρωθυπουργού αποδυναμωμένου και μιας κυβέρνησης σε κρίση εμπιστοσύνης.
Προεκλογικά, ο Στάρμερ είχε δεσμευθεί ότι θα προχωρούσε σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις και είχε υποσχεθεί ότι θα κυβερνούσε με νέο πολιτικό ήθος, χωρίς λαϊκισμούς. Ένα χρόνο μετά τη νίκη του, η εμπιστοσύνη των Βρετανών προς την κυβέρνηση βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων σαράντα ετών. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο του Guardian, Μάρτιν Κετλ, αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, διότι ο Στάρμερ είναι ένας αναλογικός πρωθυπουργός σε ψηφιακή εποχή. Και επειδή η κυβέρνησή του δεν διαθέτει όραμα.
Στα περισσότερα μέτωπα, η κυβέρνηση Στάρμερ επιλέγει διορθωτικές παρεμβάσεις αντί για ριζικές λύσεις. Η αναδιάρθρωση της φορολογικής πολιτικής, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, η ανασυγκρότηση του βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) και η βελτίωση της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού δεν έχουν προχωρήσει. Οι μεταρρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς, χωρίς το εύρος και τη δυναμική που απαιτούν οι περιστάσεις.
Επιπλέον τόσο ο κεντροδεξιός όσο και ο κεντροαριστερός Τύπος καταλογίζουν στον Στάρμερ ότι αποφεύγει συστηματικά να εμπλακεί σε βαθύτερες ιδεολογικές συζητήσεις. Όταν καλείται να υποστηρίξει σκληρές αποφάσεις, το πολιτικό του κεφάλαιο εξανεμίζεται εύκολα. Ο κεντροδεξιών αποχρώσεων Εconomist, επισημαίνει ότι οι Βρετανοί τελούν σε σύγχυση: επιθυμούν περισσότερες δημόσιες δαπάνες αλλά αντιτίθενται στην αύξηση φόρων. Αντί οι βουλευτές των Εργατικών να αντιμετωπίσουν ευθέως αυτές τις αντιφάσεις, υποχωρούν και ενδίδουν. Ο Κετλ γράφει, στον κεντροαριστερών αποχρώσεων Guardian, ότι ο Στάρμερ μοιάζει λίγο με καπετάνιο πλοίου ο οποίος, ενώ το σκάφος του ταλανίζεται σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και δύσκολες καιρικές συνθήκες, προχωρεί πεισματικά χωρίς να εξηγεί τίποτα σε επιβάτες και πλήρωμα.
Δεν είναι ωστόσο πολύ αργά για τον Στάρμερ. Οι αναλυτές θυμίζουν ότι και ο πρώην πρωθυπουργός των Εργατικών Τόνι Μπλερ είχε αντιμετωπίσει παρόμοιες ανταρσίες από τους βουλευτές του τον πρώτο χρόνο της θητείας του. Αν ο Στάρμερ μιλήσει με ειλικρίνεια στους Βρετανούς και αναδείξει τις μεταρρυθμίσεις ως το μοναδικό μέσο για την ανάταξη της χώρας, τότε έχει ελπίδες. Αν δεν τις προχωρήσει, αφήνει πεδίο δόξης λαμπρό στον Φάρατζ, ο οποίος επαναλαμβάνει τα περί πολιτικής ακινησίας των παραδοσιακών κομμάτων της Βρετανίας και θα σπεύσει, ως άλλος ένας λαϊκιστής Μεσσίας, να εκμεταλλευτεί το πολιτικό κενό, διεκδικώντας την εξουσία στο όνομα της αλλαγής.