Στο δικαστήριο Θήβας βρέθηκε η 62χρονη από τη Βοιωτία που έθαψε τη μητέρα της σε λάκκο για να εισπράττει τα επιδόματα και τις συντάξεις της. Το δικαστήριο επέβαλε στην 62χρονη διευθύντρια των ΚΕΠ ποινή φυλάκισης 14 μηνών, εκ των οποίων θα εκτίσει έναν από αυτούς - καθώς δεν της αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης.
Η 62χρονη μίλησε για οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα, που την έκαναν - όπως είπε - να θάψει στο λάκκο τη μητέρα της. Στην κατάθεσή της, η 62χρονη ομολόγησε ότι έθαψε την μητέρα της, μέσα στον λάκκο που έσκαψε στην αυλή του σπιτιού τους στο Κλειδί Βοιωτίας, ενώ επανέλαβε πως έχει μετανιώσει.
Η 62χρονη υποστήριξε ότι το μόνο κίνητρό της ήταν η επιθυμία της να κερδίζει χρήματα για να πληρώνει τα χρέη και τις υποχρεώσεις της. Υποστήριξε ακόμη στο δικαστήριο ότι τα προβλήματα υγείας της μητέρας της ξεκίνησαν το 1997 ενώ αναφέρθηκε και στα προβλήματα υγείας του γιου της αλλά και την κακοποίηση από τον πρώην σύζυγό της.
«Όλα άρχισαν το 1997. Οι θεραπείες της μητέρας μου ήταν κοστοβόρες. Έχασε το ένα της μάτι, μετά το άλλο. Το 1997 κάνω το παιδί. Χάρηκαν πολύ. Όταν ο γιος μου ήταν 1,5 έτους, εμφανίστηκε το πρόβλημα υγείας του. Ο πρώην σύζυγός μου ήταν τοπογράφος. Δεν στερούμασταν. Ήμασταν καλά. Μετά το παιδί άρχισε να εμφανίζει αλλεργίες. Τον Σεπτέμβριο του 2000 μαύρισε. Σε δύο μέρες είχε μαυρίσει παντού», ανέφερε η 62χρονη.
Και συμπλήρωσε: «Μας είπαν ότι αυτό είναι αυτοάνοσο. Από εκεί και μετά σταμάτησε να βοηθάει. Ξαφνικά, μια μέρα, σαν να κατέβασε τον διακόπτη. “Εγώ δεν μπορώ να κάνω τον ταξιτζή”, έλεγε. Δεν ήθελε ένα παιδί άρρωστο. Καθόταν μέσα στο σπίτι, κοίταγε το ταβάνι. Δεν έδινε τίποτα. Τον παρακαλούσα να μας βοηθήσει. Δύο μέρες νοσηλείας 2.000 ευρώ. Τα έδωσε και μετά τα ζήτησε πίσω.
Όταν κοιμόταν το παιδί, είχε πολλές εκρήξεις. Δεν μιλούσα. Είχα καλέσει αστυνομία πολλές φορές. Έβλεπαν τα αίματα. Το 2003 έκανα ασφαλιστικά μέτρα για να φύγω. Έγιναν πολλά δικαστήρια και η διατροφή ήταν 400 ευρώ τον μήνα. Δεν τα έδινε. Όταν υπάρχει ένα αλλεργικό σοκ και πρέπει να πας στο Παίδων με 170 ευρώ και 130 να σε φέρουν, δεν έχεις τον χρόνο να ψάξεις τον πρώην», είπε όταν ρωτήθηκε γιατί προτίμησε να απευθυνθεί σε τοκογλύφο αντί στον πρώην σύζυγό της.
Τα χρέη και οι απειλές
Η 62χρονη υποστήριξε πως τα χρέη σε τοκογλύφους ήταν μεγάλα, με την πρώτη της σκέψη να είναι πως εάν δεν μιλήσει για τον θάνατο της μητέρας της, τότε θα μπορούσε να τους ξεχρεώσει με τη σύνταξή της.
«Είχα πάρει τηλέφωνο έναν ξάδελφο, που ήξερε ότι είχα οικονομικά προβλήματα. Ήξερα ότι 2.500 ευρώ ήταν τα έξοδα της κηδείας. Πάνω στην απελπισία μου η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι αν δεν πω για το θάνατο της μητέρα μου, θα μείνουν τα χρήματα για να εξοφλήσω τον τοκογλύφο. Το 2023 το χρέος ήταν 56.000 ευρώ. 1.400 με 1.500 τον μήνα έπαιρνε η μητέρα μου», ισχυρίστηκε η 62χρονη.
«Για 13 χρόνια δεν μπορούσα να μιλήσω, να φάω. Μετρούσα τα λεφτά, ζούσα με έναν φόβο. Ήταν αυτή η κατάσταση. Ήμουν μόνη μου. Όσο ζούσε ο μπαμπάς, είχα μια στήριξη. Μιλούσαμε, μου έδινε κουράγιο», πρόσθεσε.
«Ο τοκογλύφος ερχόταν το βράδυ στο σπίτι, όταν πέθανε ο πατέρας μου και μου έλεγε: “Αν δεν δώσεις 5.000 μέχρι τότε… το παιδί σου πάει φροντιστήριο, σωστά;”. Δεν μπορούσα να δανειστώ, γιατί δούλευα σε υπηρεσία. Ο τοκογλύφος μού ζήτησε να του μεταβιβάσω όλα στο όνομά του και του λέω: “Όχι, είναι στο όνομα του παιδιού”. Έκανα ό,τι μπορούσα, σίγουρα με λάθος τρόπο. Αν ο μπαμπάς μου ζούσε, σίγουρα θα τα κατάφερνε», τόνισε η γυναίκα.
Τι υποστήριξε ο γιος της 62χρονης από τη Βοιωτία
Από την πλευρά του, ο γιος της 62χρονης ανέφερε: «Ήταν μεσημέρι, κοιμόμουν. Με πήρε η μάνα μου, ήταν με χειροπέδες. ‘’Δεν θέλω να φοβηθείς. Θέλω να σου εξηγήσω ότι εγώ μάλλον θα κατηγορηθώ ότι έθαψα την γιαγιά ενώ έχει πεθάνει και θέλω να το διαχειριστείς’’. Δεν μπορώ να δικαιολογήσω ούτε να καταλάβω την πράξη. Νιώθω όμως ενοχές ότι τα δικά μου έξοδα μπορεί να την οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση. Νιώθω ότι στην πορεία της ζωής μου έχω δημιουργήσει οικονομικά βάρη.
Εργαζόμουν στην Κρήτη. Έχει χρειαστεί να νοσηλευτώ σε καταστάσεις που απαιτούσαν πολλά χρήματα. Νοσηλεύτηκα 9 μήνες στην Θεσσαλονίκη στην αρχή στο Παίδων και μετά στο Διαβαλκανικό. Εγώ τότε κατάλαβα ότι απαιτήθηκε ένα μεγάλο ποσό. Ξέρω ότι υπήρχαν πολλές πιέσεις. Έρχονταν άνθρωποι ακόμα και όταν ζούσε ο παππούς μου, να ζητήσουν πίσω τα δανεικά. Ξέρω ότι η μητέρα μου είχε φτάσει σε ένα σημείο, που χρωστούσε σε όποιον μιλούσε ελληνικά. Κάθε φορά που προσπαθούσα να μάθω το χρέος, μου έλεγε η μάνα μου ‘’είμαστε καλά, δεν θέλω να ασχοληθείς με αυτό’’».