Κοινωνία

Δημήτρης Τσαφέντας: Ο Έλληνας που δολοφόνησε τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1966, σόκαρε την παγκόσμια κοινή γνώμη η είδηση της δολοφονίας του πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής Hendrik Verwoerd, μέσα στο Κοινοβούλιο της χώρας στο Κέιπ Τάουν με τέσσερις μαχαιριές. Δράστης ήταν ένας Έλληνας: ο Δημήτρης Τσαφέντας.

Η πολυτάραχη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα

Ποιος ήταν όμως ο Έλληνας που έφτασε στο σημείο να δολοφονήσει τον Φέρβερντ, θεωρούμενο ως «αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ» στη Νότια Αφρική, μέσα στο Κοινοβούλιο της χώρας;

Ο Δημήτρης Τσαφέντας (Dimitri Tsafendas) υπήρξε μια πραγματικά σκοτεινή προσωπικότητα με πολυτάραχο βίο. Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1918 στο Λορέντζο Μαρκές, το σημερινό Μαπούτο, πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, η οποία τότε ήταν πορτογαλική αποικία. Το όνομα Lourenco Marques, το είχε πάρει η πόλη από τον πλοηγό που εξερεύνησε την περιοχή (το Μαπούτο είναι λιμάνι στον Ινδικό Ωκεανό) το 1544. Πατέρας του Τσαφέντα ήταν ο Μιχάλης ή Miguel Τσαφαντάκης, μηχανικός στα καράβια, από την Κιθαρίδα, ένα χωριό της Κρήτης, που απέχει 20 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο και μητέρα του η Αμέλια Γουίλιαμς, μια Μοζαμβικανή μιγάδα.

Ο Τσαφέντας στάλθηκε σε ηλικία τριών ετών στην Αίγυπτο για να ζήσει με τη γιαγιά και τη θεία του. Τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Μοζαμβίκη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε στο Τράνσβααλ, επαρχία της Νότιας Αφρικής και φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του Middelburg από το 1928 ως το 1930. Επέστρεψε στη συνέχεια στη Μοζαμβίκη όπου φοίτησε σε εκκλησιαστικό σχολείο για τα επόμενα δύο χρόνια.

Η ζωή του Τσαφέντα από το 1934 ως τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Ο Τσαφέντας, αν και έφηβος, ήταν πολιτικοποιημένος. Οι πρόγονοί του είχαν πάρει μέρος στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866-1869), ενώ ο πατέρας του θεωρείται ότι διακατεχόταν από αναρχικές ιδέες. Στα 16 του, ο Δ. Τσαφέντας άρχισε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές. Απολύθηκε από μία εξ αυτών λόγω των «κομμουνιστικών του τάσεων». Επίσης υπήρχαν υποψίες ότι διέδιδε κομμουνιστική προπαγάνδα. Το 1938, η πορτογαλική Αστυνομία Ασφαλείας PIDE, όργανο του δικτάτορα Σαλαζάρ, άνοιξε φάκελο για τον Τσαφέντα, καθώς είχε ανακαλύψει ότι δύο φορές έκανε κομμουνιστική προπαγάνδα. Το 1939 ο Τσαφέντας εισήλθε παράνομα στη Νότια Αφρική και έγινε μέλος του SAPC (παλαιότερα CPSA), του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νότιας Αφρικής, που είχε ιδρυθεί το 1921 και αυτοδιαλύθηκε το 1950, αφού κηρύχθηκε παράνομο. Έγινε ναύτης του Εμπορικού Ναυτικού των ΗΠΑ το 1941 και υπηρέτησε σε αμερικανικά πλοία κατά τον Β’ Π.Π. Κατά τη διάρκεια παραμονής του στις ΗΠΑ, ο Τσαφέντας έγινε μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης Two by Twos που είχε ιδρυθεί το 1897 στην Ιρλανδία από τον William Irvine.

Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι στα χρόνια που ήταν ναυτικός άρχισε να παρουσιάζει ψυχωτικά επεισόδια και νοσηλεύτηκε σε διάφορες χώρες. Ανάμεσά τους, στη Νήσο Έλις της Νέας Υόρκης για έξι μήνες καθώς θεωρήθηκε σχιζοφρενής…

Το 1947 οι ΗΠΑ τον απέλασαν στην Ελλάδα που βρισκόταν τότε στη δίνη του Εμφυλίου. Ο Τσαφέντας εντάχθηκε στον ΔΣΕ και πολέμησε εναντίον του Εθνικού Στρατού, σχεδόν μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου. Στη συνέχεια πήγε στην Πορτογαλία όπου ανακρίθηκε για τη δράση του στη Μοζαμβίκη και φυλακίστηκε για εννιά μήνες στις δύο πλέον διαβόητες φυλακές για πολιτικούς κρατούμενους, την Μπάρκα ντ’ Άλβα και τη φυλακή Αλζούμπε.

Η δωδεκαετής περιπλάνηση του Τσαφέντα, το ταξίδι στην Κρήτη και η επιστροφή στη Μοζαμβίκη

Τον Οκτώβριο του 1951, ο Τσαφέντας ταξίδεψε στο Λορέντζο Μαρκές της Μοζαμβίκης (η οποία έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1975), αλλά δεν του επιτράπηκε η είσοδος στη χώρα λόγω της προηγούμενης δράσης του. Απελάθηκε στην Πορτογαλία και επιχείρησε να μεταβεί στη Νότια Αφρική όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1930. Ούτε αυτό όμως έγινε εφικτό λόγω της προηγούμενης κομμουνιστικής δράσης του.

Για σχεδόν 12 χρόνια περιπλανήθηκε στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, σε χώρες που τον ενδιέφεραν. Σε κάποιες από αυτές εργάστηκε, ενώ έφτασε στο σημείο να γνωρίζει οκτώ γλώσσες. Το 1961, βρέθηκε στην Τουρκία. Εργάστηκε για έξι μήνες ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολέγιο Limacollu Nasi, ένα φημισμένο ιδιωτικό ινστιτούτο ξένων γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά, εξασφάλισε την επιστροφή του στη Νότια Αφρική και εργάστηκε για μερικούς μήνες ως μεταφραστής στο Δικαστήριο του Ντέρμπαν. Το 1962, ταξίδεψε στην Κρήτη, για να δει τον τόπο γέννησης του πατέρα του και τα μέρη των προγόνων του. Στη Μεγαλόνησο γνωρίστηκε με μέλη της ομάδας που είχε απαγάγει τον Γερμανό Στρατηγό Kreipe το 1944, οι οποίοι τον μύησαν στην κατασκευή βομβών.

Το 1963, ο Τσαφέντας έλαβε αμνηστία από την Πορτογαλία καθώς έπεισε τις Αρχές της χώρας ότι είχε αποκηρύξει οτιδήποτε σχετικό με τον κομμουνισμό. Έπειτα πήγε στη χώρα που γεννήθηκε.

Ένα χρόνο αργότερα όμως συνελήφθη γιατί θεωρήθηκε ότι έκανε κήρυγμα στους ντόπιους για την ανεξαρτησία της Μοζαμβίκης. Σε μια βαλίτσα του βρέθηκαν αρκετά αντιαποικιακά και κομμουνιστικά βιβλία, αλλά και πολλές Βίβλοι. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ήταν ιεραπόστολος, αλλά δεν έπεισε τους Πορτογάλους οι οποίοι τον φυλάκισαν. Τρεις μήνες αργότερα μέσα στη φυλακή, ο Τσαφέντας άρχισε να κηρύττει ότι είναι ο Απόστολος Πέτρος. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου εξακολουθούσε να διατείνεται ότι ήταν ο κορυφαίος Απόστολος πείθοντας τους Πορτογάλους ότι ήταν τρελός. Αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή και λίγο αργότερα από το νοσοκομείο.

Ο Τσαφέντας στη Νότια Αφρική – Η δολοφονία του Φέρβερντ

Το 1965 ο Τσαφέντας κατάφερε να μεταβεί πάλι στη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με τους νόμους της χώρας τότε, αν και το δέρμα του είχε σκούρο δέρμα, λόγω της μητέρας του που ήταν μιγάδα, κατατασσόταν στους «λευκούς». Ζήτησε και πέτυχε να ενταχθεί στους «Έγχρωμους» (Coloured) μια νομική κατηγορία για μιγάδες, οι οποίοι είχαν περισσότερα δικαιώματα και προνόμια από τους μαύρους, αλλά λιγότερα από τους λευκούς. Αυτό ο Τσαφέντας το έκανε κυρίως για να μπορέσει να παντρευτεί τη μιγάδα φίλη του, κάτι που δεν πέτυχε. Μάλλον η συγκεκριμένη αποτυχία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Τσαφέντα να δολοφονήσει τον Πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής Φέρβερντ, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων (απαρτχάιντ).

Η χρυσή ευκαιρία για να υλοποιήσει το σχέδιό του δόθηκε στον Τσαφέντα όταν τον Ιούλιο του 1966 προσλήφθηκε προσωρινά ως κλητήρας στο Κοινοβούλιο του Κέιπ Τάουν. Αρχικά σκέφτηκε να απαγάγει τον Φέρβερντ, προφανώς επηρεασμένος από την υπόθεση Kreipe. Αυτό απαιτούσε συνεργούς, τους οποίους δεν μπόρεσε να βρει, αφού οι παλιοί του σύντροφοι στο SACP αρνήθηκαν να τον στηρίξουν. Ακολούθως σκέφτηκε να τον πυροβολήσει και, ξεφεύγοντας μέσα στη σύγχυση να κρυφτεί στο δεξαμενόπλοιο «Ελένη», ελληνικό πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι του Κέιπ Τάουν.

Έπειτα, κι ενώ ο Τσαφέντας δεν μπορούσε να βρει όπλο, σκέφτηκε ότι η κομμουνιστική Κούβα θα ήταν ιδανικό μέρος για να διαφύγει. Τελικά καθώς ο χρόνος που θα συνέχιζε να εργάζεται στο Κοινοβούλιο τελείωνε, αποφάσισε να μαχαιρώσει τον Φέρβερντ. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1966, ο Νοτιοαφρικανός πρωθυπουργός βρισκόταν στην αίθουσα συζητήσεων του Κοινοβουλίου. Ο Τσαφέντας τον πλησίασε, έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και το κάρφωσε τέσσερις φορές στο κορμί του Φέρβερντ που ξεψύχησε. Ο Τσαφέντας, που δεν αντιστάθηκε, συνελήφθη αμέσως από άλλα μέλη του Κοινοβουλίου και φρουρούς. Έπειτα μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο για την περιποίηση των τραυμάτων του και μετά από εξέταση από ψυχίατρο οδηγήθηκε εκ νέου στη φυλακή.

Οι αντιδράσεις για τη δολοφονία του Φέρβερντ – Η δίκη του Τσαφέντα

Μετά τη δολοφονία του Φέρβερντ αρκετοί ηγέτες του κινήματος κατά του απαρτχάιντ αποστασιοποιήθηκαν παντελώς από την πράξη του Τσαφέντα. Ακόμα και η οικογένειά του και η πολυπληθής ελληνική κοινότητα της Νότιας Αφρικής διέκοψαν κάθε σχέση μαζί του, κυρίως λόγω του φόβου αντιποίνων. Αντίθετα, στις περισσότερες αφρικανικές χώρες, που δεν είχαν ακόμα αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, επικράτησε μεγάλος ενθουσιασμός. Χαρακτηριστικά, στη Νιγηρία και την Ουγκάντα, χιλιάδες κόσμου βγήκαν στους δρόμους χορεύοντας από χαρά!

Η πορτογαλική PIDE που δεν είχε ενημερώσει τις Αρχές της Νότιας Αφρικής για τη δράση του Τσαφέντα στη Μοζαμβίκη προσπάθησε να κρύψει τις ευθύνες της. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του ο Τσαφέντας υποβλήθηκε σε σοβαρά βασανιστήρια με ξυλοδαρμούς, ηλεκτροσόκ, ψεύτικους απαγχονισμούς και προσποιητές ρίψεις από παράθυρα και ταράτσες. Μεταξύ άλλων κατέθεσε και τα εξής:

«Ανάθεσα στον εαυτό μου το καθήκον να καταστρέψω τον πρωθυπουργό. Ήταν δική μου ιδέα να τον σκοτώσω… Ήμουν τότε αηδιασμένος με τη φυλετική πολιτική που προχώρησα σε σχέδιο για να σκοτώσω τον πρωθυπουργό…». Ωστόσο, οι καταθέσεις αυτές δεν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Ο δικαστής Άντριου Μπέιερς κήρυξε τον Τσαφέντα αθώο για φόνο λόγω παραφροσύνης. Είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και η υπεράσπισή του, αλλά και η Αστυνομία που είχε πληροφορίες για τον Τσαφέντα όμως δεν τις αξιοποίησε, ισχυρίστηκαν ότι, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, υπήρχε ένα τεράστιο σκουλήκι μέσα του, που επηρέασε τη ζωή του! Πάντως, διατάχθηκε η κράτησή του και μόνο από τον Πρόεδρο της Νότιας Αφρικής μπορούσε να λάβει χάρη, κάτι που δεν έγινε ποτέ…

Ο Τσαφέντας κρατήθηκε αρχικά στο νησί Ρόμπεν. Τέσσερις μήνες αργότερα μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές της Πρετόρια. Έμεινε κρατούμενος σ’ ένα ειδικά κατασκευασμένο κελί, στην πτέρυγα μελλοθανάτων, δίπλα από τον θάλαμο εκτέλεσης όπου απαγχονίζονταν οι κρατούμενοι που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Το 1989 μεταφέρθηκε στις φυλακές Ζόντεργουοτερ. Το 1994, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του απαρτχάιντ, τον επισκέφθηκαν δύο Ελληνορθόδοξοι ιερείς στους οποίους είπε: «Σκότωσα τον Φέρβουρντ επειδή ήταν δικτάτορας και καταπίεζε τον λαό του». Την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Sterkfontein. Πέθανε εκεί από πνευμονία, τον Οκτώβριο του 1999. Τάφηκε, παρουσία δέκα μόλις ατόμων, με το ελληνορθόδοξο τυπικό, σ’ ένα ανώνυμο τάφο, στο νεκροταφείο της πόλης. Κανένας από όσους αγωνίζονταν κατά του απαρτχάιντ τα προηγούμενα χρόνια, δεν παραβρέθηκε στην κηδεία του. Ο Τσαφέντας δεν ήταν ήρωας για κανέναν, ούτε βέβαια και σχιζοφρενής.

Η δολοφονία του Φέρβερντ(άλλοι προφέρουν το επώνυμό του και Βέρβουρντ ή Φέρβουρντ) ήταν μια καλά σχεδιασμένη ενέργεια με πολιτικά κίνητρα. Ο Φέρβερντ είχε γλιτώσει από απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του στις 9 Απριλίου 1960 όταν δέχθηκε δύο πυροβολισμούς από εικοσιδυάρι πιστόλι, από τον Βρετανο-Νοτιοαφρικανό David Pratt λόγω της «σφαγής του Σάρτβιλ» (21/3/1960), όταν 249 αθώοι πολίτες έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες των αστυνομικών. Ο Φέρβερντ ανάρρωσε πλήρως δύο μήνες αργότερα, ενώ ο Pratt αυτοκτόνησε το 1961, αλλά πιθανότατα επρόκειτο για μία από τις πολλές δολοφονίες , που «βαφτίστηκαν» αυτοκτονίες στα χρόνια του καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική…

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ