Το ελληνικό υπουργείο άμυνας ευελπιστεί ελληνική συμμετοχή τουλάχιστον στο 25% του 12ετούς εξοπλιστικού προγράμματος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, το οποίο θα κοστίσει σχεδόν 30 δισεκατομμύρια στην χώρα μας.
Τόσο οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες, που κάποτε θα αποκαλούνταν «εθνικοί πρωταθλητές», όσο και οι μικρότερες, μικρομεσαίες και startups, καλούνται να βρουν χώρο, ουσιαστικά για πρώτη φορά τα τελευταία 50 χρόνια.
Οι δυνατότητες
Σημαντικό λόγο στον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί η δημιουργία παραγωγικών δυνατοτήτων θα έχουν εκ των πραγμάτων οι μεγάλες εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες, είτε πρόκειται για τις κρατικές (ΕΑΒ και ΕΑΣ) είτε πρόκειται για ιδιωτικές. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι σε ελληνικά εργοστάσια παράγονται τμήματα των πυραυλικών συστημάτων Patriot ή των αρμάτων μάχης Leopard-2 (ΜΕΤΚΑ). Όπως, άλλωστε, στην κρατική ΕΑΒ υπάρχει μια παλαιά συνεργασία με τους Αμερικανούς (Lockheed Martin) για τμήματα της διεθνούς παραγωγής των C-130 και των F-16.
Στα μεγάλα προγράμματα, δηλαδή τα αεροσκάφη, τις μεγάλες μονάδες επιφανείας (φρεγάτες και κορβέτες) και –μετά το 2030– τα υποβρύχια, οι δυνατότητες που υπάρχουν είναι περιορισμένες. Αν και με βάση τον τρέχοντα σχεδιασμό η Αθήνα επιθυμεί να ναυπηγούνται μονάδες σε ελληνικά ναυπηγεία και σίγουρα κάποια από αυτά να λειτουργούν ως κόμβοι υποστήριξης και συντήρησης των μονάδων, πρέπει να προκύψουν μεγάλες παραγγελίες, ικανές να στηρίξουν το αμυντικό σκέλος των ναυπηγήσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους βασικούς λόγους που η Ελλάδα εντάχθηκε στο μελλοντικό πρόγραμμα της ναυπήγησης των φρεγατών τύπου Constellation για το ναυτικό των ΗΠΑ είναι το ενδεχόμενο ελληνικά ναυπηγεία να αποτελέσουν –πέρα από χώρους παραγωγής αυτού του τύπου για το πολεμικό ναυτικό– και κόμβους συντήρησης και υποστήριξης των αμερικανικών μονάδων. Όλα αυτά, βέβαια, είναι εξαιρετικά φιλόδοξα και μακροπρόθεσμα.
Γι’ αυτό και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει καταρτίσει ένα πρόγραμμα που να μπορεί να εμπλέξει ευκολότερα εγχειρήματα με δυνατότητα ταχύτερης ωρίμανσης.