Οπλικά συστήματα

Τα όπλα του 1821 που μας έκαναν ελεύθερους

Διακόσια δύο χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την ημέρα που οι Έλληνες σήκωσαν τα όπλα ενάντια στον «προαιώνιο» εχθρό του έθνους, αποκτώντας την ελευθερία τους και δίνοντας σάρκα και οστά στην σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Όπως αναφέρει το ΓΕΕΘΑ στην σχετική αναφορά στα όπλα και τις εξαρτήσεις των επαναστατών του 1821, κάθε ιστορικός που ασχολήθηκε με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και θέλησε στην αρχή της περιγραφής του να παρουσιάσει και να συγκρίνει τις εμπόλεμες πλευρές σε αυτόν τον αγώνα, κάνει πάντοτε λόγο, από ελληνικής πλευράς, για τους αρματολούς και τους κλέφτες. Επομένως, στο βασικό ερώτημα που προκύπτει σχετικά με την προέλευση του οπλισμού των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθεί το προφανές, ότι δηλαδή «…κάποιου είδους στρατιωτική οργάνωση των Ελλήνων υφίστατο επί αιώνες…».

Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι ιστορικοί, συμφωνούν ότι σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, υπήρχαν ένοπλα ελληνικά ή γενικώς χριστιανικά σώματα· οι αρματολοί και οι κλέφτες. Οι μεν πρώτοι ήταν εντεταλμένα όργανα της εξουσίας για τη φύλαξη των ορεινών όγκων, τον έλεγχο των περασμάτων και την αντιμετώπιση του φαινομένου της ληστείας, οι δε τελευταίοι ήταν οι περιβόητοι κλέφτες, μετέχοντες στο εκτεταμένο, την εποχή της τουρκοκρατίας, φαινόμενο της ληστείας.

Η βιβλιογραφία σχετικά με τους αρματολούς και τους κλέφτες, είναι πλούσια και εκτεταμένη. Το θέμα των ενόπλων Ελλήνων στα προεπαναστατικά χρόνια προσεγγίζεται πολύπλευρα και ερμηνεύεται ποικιλότροπα. Για τη διερεύνηση του βασικού ανωτέρω ερωτήματος, δηλαδή πως εξηγείται η κατοχή όπλων από τους Έλληνες την περίοδο της τουρκοκρατίας, από την πλούσια βιβλιογραφία συγκρατείται κατ’ αρχήν το γεγονός της συχνής εναλλαγής ρόλων μεταξύ των κλεφτών και των αρματολών. Επομένως, η ίδια η οθωμανική εξουσία επέτρεπε την κατοχή όπλων ή εφοδίαζε με κατάλληλο οπλισμό τους αρματολούς, για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανέθετε, ενώ ήταν αναγκασμένη να κάνει το ίδιο και για τους κλέφτες όταν αυτοί γίνονταν αρματολοί, όποτε, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, οι πρώην αρματολοί γίνονταν κλέφτες.

Οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν εμπειροπόλεμοι τον καιρό που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Την πολεμική τους πείρα την απέκτησαν είτε σε «εθιμικές» ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, είτε υπηρετώντας, πολλοί από αυτούς στο στρατό του Αλή πασά, είτε υπηρετώντας σε σύγχρονους ευρωπαϊκούς στρατούς, όταν αναγκάστηκαν από τα εκάστοτε γεγονότα να καταφύγουν μεταξύ άλλων και στα Επτάνησα. Εκτός όμως από αυτά, στη Μάνη και στο Σούλι, τα «κάστρα της λευτεριάς», όπως τα έλεγε ο Κολοκοτρώνης, οι Έλληνες έμαθαν τον πόλεμο και εξειδικεύτηκαν στην πιο προσφιλή γι αυτούς μορφή του· τον «κλεφτοπόλεμο».

Επομένως, οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν εμπειροπόλεμοι· αλλά ήταν λίγοι. Οι ανάγκες ενός αγώνα τέτοιας σημασίας, τέτοιων διαστάσεων και χρονικής διάρκειας, δεν ήταν αντικειμενικά δυνατόν να βασιστεί σε τόσο λίγους. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο το ερώτημα της εμφάνισης και του εξοπλισμού των στρατευμάτων που πήραν τελικά μέρος στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, οι αρματολοί και οι κλέφτες δεν υπήρξαν παρά μόνο ο πυρήνας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων της Επανάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος τους αποτέλεσαν τελικά οι χωρικοί και οι αγρότες της ελληνικής υπαίθρου, τους οποίους κατάφερε να εκπαιδεύσει ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι εμπειροπόλεμοι αγωνιστές, αλλά τελικά, με την πάροδο του χρόνου, ο ίδιος ο πόλεμος. Ο στρατός του 1821 που παρουσιάζεται αμέσως με την εξέγερση του ελληνικού έθνους ως άτακτος, ήταν «ολόκληρο το έθνος μετασχηματισθέν σε στρατόν».

Όσο για τον οπλισμό των χωρικών, η απάντηση είναι προφανής. Οι επαναστάτες που έφταναν σε «μπουλούκια» (τουρκ. Boluk = συντροφιά, λόχος) στα στρατόπεδα με την κήρυξη της Επανάστασης, είχαν πρωτόγονο οπλισμό· κυνηγετικά όπλα, μαχαίρια δεμένα σε μακριά ξύλα, ρόπαλα, σφεντόνες, αγροτικά εργαλεία όπως δικράνια και δρεπάνια, μαχαίρια, σούβλες και ό,τι άλλο μπορούσε να χρησιμεύσει σαν φονικό όργανο. Με τις πρώτες ελληνικές νίκες, όπως για παράδειγμα με την απελευθέρωση της Καλαμάτας, ή ακόμα καλύτερα με την άλωση της Τριπολιτσάς, όλος ο τουρκικός οπλισμός έπεσε στα χέρια των Ελλήνων ως λάφυρο. Με αυτόν εξοπλίστηκαν χιλιάδες αγωνιστές μέχρι το τέλος της Επανάστασης.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι πολύ σύντομα, αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι ελληνικές κοινότητες και τα φιλελληνικά σωματεία του εξωτερικού, συνεισέφεραν όχι μόνο σε είδη πρώτης ανάγκης, προσωπικό και χρήματα, αλλά και σε οπλισμό και πολεμοφόδια.

Για τους λόγους αυτούς, ο οπλισμός των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης δεν είναι ομοιογενής. Έτσι λοιπόν, συναντάει κανείς ευρωπαϊκά, (κυρίως από την Ιταλία), τουρκικά, αλβανικά, σλάβικα, αραβικά και ανατολίτικα όπλα, κυρίως περσικά.

Το Καριοφίλι

Το θρυλικό και ηρωικό καριοφίλι ήταν το πιο διαδεδομένο όπλο των αγωνιστών του 1821. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ευρωπαϊκό «αρκεβούζιο».

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά μακρύκαννο εμπροσθογεμές τυφέκιο με λεία κάννη, ο αρχικός σχεδιασμός του οποίου έλκεται από τον 16ο αιώνα και το οποίο εξελίχθηκε ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Αρχικά η πυροδότηση γινόταν με φυτίλι, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό αντικαταστάθηκε από σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα). Έως το 1820 περίπου, η εκπυρσοκρότησή τους επιτυγχανόταν με τη χρήση του μηχανισμού αυτού, που ήταν μία ισπανική επινόηση. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα». Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (κόκκορα ή λύκου) στον άκμονα (κάλυμμα σκάφης) του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα.

Κατά τη δεκαετία του 1820 τα τυφέκια εφοδιάσθηκαν με μηχανισμό πυροδότησης με καψύλλιο. Το καψύλλιο της εποχής αποτελείτο από εκρηκτικό (ή πυροκροτικό) υδράργυρο ο οποίος εμπεριεχόταν σε θήκη από φύλλο χαλκού και τοποθετείτο στον άκμονα του όπλου, σε υποδοχή από ατσάλι. Η σημαντική αυτή καινοτομία επέφερε σημαντικές αλλαγές στη φιλοσοφία πυροδότησης του όπλου, καθώς καταργήθηκε η σκάφη πυρίτιδας και η οπή της κάννης. Το καψύλλιο ήταν πιο αξιόπιστη λύση από τον πυριτόλιθο για την πυροδότηση του τυφεκίου. Παράλληλα, μια άλλη μεγάλη καινοτομία υπήρξε η αντικατάσταση της χρήσης χύμα πυρίτιδας (μπαρούτης ή μπαρουτιού) με τη χρήση προετοιμασμένων χάρτινων φυσιγγίων πυρίτιδας (φουσέκια ή καρτούτσια) και πολύ σύντομα με χάρτινα φυσίγγια ενσωματωμένης βολίδας (μπαρουτόβολα). Με τον τρόπο αυτό, αν και το καριοφίλι παρέμενε εμπροσθογεμές, η διαδικασία της γέμισης και πυροδότησης συντομεύθηκε σημαντικά.

Ο Οθωμανικός Σισανές

Ο οθωμανικός σισανές ήταν ένα εμπροσθογεμές τυφέκιο του 18ου και 19ου αιώνα με μακριά ή βραχεία ραβδωτή κάννη. Η λέξη «σισανές» αποτελεί παράφραση της περσικής λέξης «σεσχανέ» που σημαίνει «εξάγωνο. Ο όρος αυτός προήλθε από το αρχικό σχήμα της διατομής της κάννης του τυφεκίου που αρχικά ήταν εξάγωνη. Εξάγωνη διατομή είχαν συνήθως και τα περισσότερα κοντάκια των τυφεκίων αυτού του τύπου. Κατά την πορεία του χρόνου, η διατομή της κάννης εξελίχθηκε σε κυκλική (κυλινδρικό σχήμα κάννης) αλλά παρέμεινε η παραδοσιακή ονομασία του.

Το Τρομπόνι

Το τρομπόνι ήταν ένα κατ’ εξοχήν ναυτικό όπλο. Ήταν ένα σχετικά κοντόκανο τυφέκιο με φαρδιά κάννη μεγάλου διαμετρήματος και με μηχανισμό πυροδότησης από πυριτόλιθο. Η διαφορά του με τα χερσαία τυφέκια ήταν ότι ο σκοπός του δεν ήταν μια ακριβής βολή, αλλά μάλλον να επιτρέπει γρήγορες βολές χωρίς ακριβή σκόπευση σε κοντινές αποστάσεις. Για το λόγο αυτό σχεδιάστηκε να βάλλει πολλά σφαιρίδια μολύβδου (σκάγια ή βόλια) με μία βολή. Η κάννη του κατέληγε πιο ανοικτή στο στόμιό της και με τον τρόπο αυτό επιτυγχανόταν μεγάλο εύρος διασκορπισμού των σφαιριδίων σε μικρή απόσταση.

Η Πιστόλα

Οι πιστόλες ήταν βραχύκανα, λειόκανα όπλα με μηχανισμό πυρόλιθου και ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονται σε ευρωπαϊκές, ανατολίτικες ή αρβανίτικες. Εφέροντο στη ζώνη, «σελάχι», του πολεμιστή σε διαμορφωμένες θήκες. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία στο σχεδιασμό της λαβής και στο στολισμό. Η χρήση τους προοριζόταν για τη στιγμή που αντίπαλος πλησίαζε αρκετά ώστε να μην απαιτείται ιδιαίτερη σκόπευση για την επιτυχή βολή εναντίον του.

Η Πάλα ή Σπάθα

Οι πάλες ή σπάθες, δεν ήταν τίποτα άλλο από τις οθωμανικές σπάθες kilidj τις οποίες κρεμούσαν οι αγωνιστές στην αριστερή πλευρά τους και αποτελούσαν το βασικό επιθετικό όπλο τους. Οι πάλες είναι μια παραλλαγή του περσικού και κεντρο-ασιατικού shamshir με την μοναδική διαφορά τους να βρίσκεται στο φάρδος της λεπίδας και στην κατασκευή της θήκης.

Αρχικά οι πάλες είχαν μια καμπυλωτή φαρδιά και μακριά λεπίδα η οποία λεπταίνει στο κέντρο της (όπου βρίσκεται και η καμπύλη της) και ξανά φαρδαίνει στο άκρο της. Η καμπύλη που κάνει είναι ιδιαιτέρα έξυπνη καθώς κατανέμει σωστά το βάρος του όπλου, κάνοντας το ιδιαιτέρα εύχρηστο παρά το μεγάλο του μήκος. Το υλικό κατασκευής της λάμας είναι είτε ατσάλι (για μεγαλύτερη αντοχή) είτε η «δαμασκηνή ατσάλινη πλέξη», ενώ συχνά σε αυτή συναντιούνται χρυσές επιγραφές. Στην λαβή της βρίσκεται ο χαρακτηριστικός προφυλακτήρας σε σχήμα σταυρού ο οποίος δένει την λεπίδα με την λαβή. Η λαβή είναι σε σχήμα Γ δημιουργώντας μια «μπάλα» στο τελείωμα. Οι λαβές συνήθως ήταν κατασκευασμένες από κόκαλο ή ξύλο και σπανιότερα μέταλλο.

To Σαμσίρ (Shamshir)

Πρόκειται για μία σπάθη περσικής προέλευσης, πολύ διαδεδομένης στον οθωμανικό κόσμο το οποίο αποτελεί τον πλησιέστερο τύπο ξίφους με την οθωμανική σπάθη ή πάλα.

Αρχικά, τα περσικά ξίφη ήταν ίσια και αμφίστομα (δίκοπα). Η καμπύλη λεπίδα που υιοθετήθηκε με την πάροδο του χρόνου, προήλθε από την Κεντρική Ασία. Υπάρχει σημαντική διαφωνία μεταξύ των ιστορικών ως προς το πότε αυτές οι καμπύλες λεπίδες εισήχθησαν για πρώτη φορά από την Κεντρική Ασία στο Ιράν και σε ποια ακριβώς περίοδο υιοθετήθηκε η κατασκευή των περσικών σπαθιών με αυτήν την τεχνοτροπία, ώστε να προκύψει το περίφημο shamshir.

Το Κιντζάλ (Kindjal)

Καυκάσιου τύπου μαχαίρι, κυρίως από την Γεωργία, με χαρακτηριστική φαρδιά λάμα η οποία ήταν αιχμηρή και από τις δυο πλευρές. Το μαχαίρι αυτό όπως και τα προηγούμενα φοριόταν στο σελάχι.

Η λαβή των kindjal ήταν κατασκευασμένη από κόκαλο η ξύλο και είχε σχήμα «I» δημιουργώντας ένα ημικύκλιο στο πίσω μέρος. Τέλος η θήκη του είχε ξύλο ως βασικό δομικό υλικό και απέξω ήταν ντυμένη με μέταλλο και δέρμα. Στα περισσότερα συναντάται ασήμι με σαββάτι.

Το Γιαταγάνι

Οθωμανικού τύπου μεγάλο μαχαίρι το οποίο τοποθετείτο από τους αγωνιστές στο σελάχι (φαρδιά δερμάτινη ζώνη) που δενόταν στην μέση, και περιείχε θήκες, στις οποίες τοποθετούνταν όπλα και άλλα χρήσιμα αντικείμενα). Το γιαταγάνι ήταν το «αγαπητό όπλον των γενναίων δια την εκ του συστάδην μάχην»1 όπλο που χρησιμοποιείτο κυρίως για γιουρούσια, καθώς και γρήγορες επιθέσεις λόγω του μικρού βάρους του και του μαζεμένου μεγέθους του σε σχέση με τις πάλες.

Γενικά το γιαταγάνι ήταν πολύ διαδεδομένο, και υπήρχε σχεδόν σε όλους τους αγωνιστές σε σχέση με τις πάλες και άλλα αγχέμαχα που δεν τα κατείχαν όλοι.

Το σχήμα του γιαταγανιού είναι σχεδόν επίπεδο, ενώ σε ορισμένα υπάρχει μια μικρή κλίση στο κέντρο της λάμας. Οι λάμες τους συχνά έφεραν χρυσές ένθετες επιγραφές, συνήθως ψαλμούς από το κοράνι καθώς και στοιχεία του κατασκευαστή και του ιδιοκτήτη του όπλου. Τα λίγα ελληνικά γιαταγάνια με χρυσές επιγραφές συνήθως έφεραν την αρχή του 34ου ψαλμού του Δαβίδ «Κύριε δίκασον τους αδικούντας με, και πολέμησον τους πολεμούντας με».

Το Χατζάρι

Το χατζάρι ήταν ένα αραβικής προέλευσης μαχαίρι (στα αραβικά λέγεται jambiya) που τοποθετείτο και αυτό στο σελάχι. Το μαχαίρι αυτό συναντάται μέχρι και σήμερα σε πολλά αραβικά κράτη ως αξεσουάρ της ενδυμασίας.

Την εποχή του 1821, λόγω των πολλών Αράβων και Αιγυπτίων που πολέμησαν ως μισθοφόροι των Οθωμανών, υπήρχαν πλήθος τέτοιων μαχαιριών στον ελληνικό εξοπλισμό προερχόμενα από λαφυραγώγηση. Το μαχαίρι αυτό είναι ιδιαίτερα κυρτό δημιουργώντας ένα σχήμα «j». Τα υλικά κατασκευής του διαφέρουν από απλό ξύλο και κόκαλο μέχρι πολύτιμους λίθους, ασήμι και χρυσό.

Ο Πέλεκυς

Αρκετοί αγωνιστές χρησιμοποιούσαν πελέκεις ως επιθετικό όπλο. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης χαρακτηριστικά είχε ένα ζευγάρι ασημένιους πελέκεις. Οι αγωνιστές του 1821 τους κρεμούσαν στο πλάι τους και τους χρησιμοποιούσαν επιτιθέμενοι με μεγάλη δύναμη προκαλώντας σοβαρά τραύματα και ακρωτηριασμούς στους αντιπάλους. Τα τσεκούρια αυτά ήταν αρκετά λεπτοκαμωμένα με μακριά λαβή, ενώ στην κεφαλή έφεραν σκαλίσματα και ένθετες οθωμανικές επιγραφές.

Ο Κεφαλοθραύστης

Μεταλλικό οθωμανικό αγχέμαχο όπλο που χρησιμοποιείτο στην εκ του σύνεγγυς μάχη. Όπως φανερώνει το όνομά του, το όπλο αυτό με το ιδιαίτερο σχήμα του επέφερε συντριπτικά πλήγματα στον αντίπαλο, ιδίως στο ακάλυπτο κεφάλι.

Κεφαλοθραύστες χρησιμοποιούσαν πολλοί οπλαρχηγοί και αγωνιστές κατά την Επανάσταση του 1821 κυρίως ως επιθετικό όπλο. Ξακουστός παραμένει ο ασημένιος κεφαλοθραύστης του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (εικόνα). Σχηματικά αποτελείτο από ένα μεταλλικό σωλήνα που στο επάνω μέρος διέθεταν ένα στρογγυλό τμήμα από πολλά μεταλλικά μέρη.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Εθνικά θέματα 0

Τι έγινε τελικά με την σύλληψη του Έλληνα Αστυνομικού-Οι Ισραηλινοί επέβαλαν την παρουσία στον Πανάγιο Τάφο Γεωργιανών διπλωματών παραβιάζοντας τα πρωτόκολλα

Το επεισόδιο έγινε όταν τα μέλη της ελληνικής διπλωματικής αποστολής αντέδρασαν επειδή στο θεωρείο που έχει ορίσει το...