Τίποτα δεν έγινε ξαφνικά, τίποτα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία στην Μεγαλόνησο, τέτοιες ημέρες το 1974, αλλά όλα είχαν αρχή , μέση και τέλος, που ήταν η εισβολή του Αττίλα στην Κερύνεια και η παράνομη κατάληψη του 40% της Κύπρου, την οποία σήμερα οι απόγονοι των δολοφόνων του τότε θέλουν διχοτομημένη επίσημα.
Το σχέδιο της Τουρκίας στο νησί και οι αναφορές Ελλήνων και Βρετανού Αξιωματικού από τα αρχεία της Βουλής για τον φάκελο της Κύπρου:
"Σταδιακά προώθησε στην Κύπρο πέραν των 1 000 αξιωματικών και στρατιωτών για την ενίσχυση των θυλάκων, καθώς και σημαντικές ποσότητες οπλισμού, για να καλύψει και τις ανάγκες των Τουρκοκυπρίων.
Η ΤΟΥΡΔΥΚ εγκατέλειψε το στρατόπεδο της και μετακινήθηκε στον τουρκοκυπριακό θύλακα Λευκωσίας-Κιόνελι για ενίσχυση της άμυνάς του.
Παράλληλα, οι Τουρκοκύπριοι κάτω από την καθοδήγηση της Τουρκίας προχώρησαν στην ανακήρυξη ξεχωριστής διοίκησης. Επικεφαλής τέθηκε ο Αντιπρόεδρος Φ. Κουτσιούκ.
Η Κύπρος, παρά τις παραπάνω ενέργειες της Τουρκίας, απέκτησε πολιτικά και στρατιωτικά συγκριτικά πλεονεκτήματα:
Μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση, το 1964, όχι μόνο δεν υπήρξαν επιπτώσεις στη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά αντίθετα ο ΟΗΕ με το Ψήφισμα 186/4 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Μαρτίου του 1964 την αναγνώρισε όπως αυτή εκφραζόταν από τον Πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και την κυβέρνησή του και την ενίσχυσε.
Η παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας επέφερε σημαντική αμυντική ενίσχυση και θα λειτουργούσε ως δύναμη αποτροπής σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, εάν και εφόσον θα εχρησιμοποιείτο ως μηχανισμός προστασίας.
Η Τουρκία επιχείρησε σταδιακά να ανατρέψει τα παραπάνω πλεονεκτήματα τα οποία απέκτησε η Κύπρος, αξιοποιώντας τις ακατανόητες, προδοτικές και εθνικά μειοδοτικές ενέργειες των κυβερνήσεων των αποστατών στην Ελλάδα και ιδιαίτερα της χούντας, που ακολούθησε.
Οι ενέργειες αφορούσαν τα ακόλουθα:
• Την προσπάθεια κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και την προώθηση νατοϊκής λύσης στη βάση της διπλής ένωσης, με την παραχώρηση τεράστιας έκτασης στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία, μέσα από τις διμερείς συνομιλίες που είχαν πραγματοποιηθεί.
• Την απομάκρυνση της Μεραρχίας μετά τα γεγονότα της Κοφίνου.
• Τη συστηματική υπονόμευση της κυπριακής κυβέρνησης και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
• Τους συνεχείς σχεδιασμούς δολοφονίας ή πραξικοπηματικής ανατροπής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
• Την υπόθαλψη της εκκλησιαστικής κρίσης για την καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την πρόκληση εκκλησιαστικού σχίσματος.
• Τη δημιουργία κλίματος διχόνοιας στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου, στη βάση της αντικομμουνιστικής υστερίας που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα την περίοδο μετά τον εμφύλιο, με την υποστήριξη παράνομων δραστηριοτήτων από οργανώσεις όπως το Εθνικό Μέτωπο και την ΕΟΚΑ Β'.
• Την εμπλοκή της χούντας σε διάλογο (με την Τουρκία) για επίτευξη συμφωνίας συνεργασίας με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου (μνημόνιο Κ. Παναγιωτάκου, 25.2.1972).
• Τον αποπροσανατολισμό της ΕΦ από την κύριά της αποστολή, που θα έπρεπε να ήταν η οργάνωση απόκρουσης τουρκικής αποβατικής ενέργειας, και την εμπλοκή της σε σχεδιασμούς πραξικοπηματικής ανατροπής της νόμιμης κυβέρνησης.
Ανέπτυξε στρατιωτικές δυνάμεις στα παράλια απέναντι από την Κύπρο (39η Μεραρχία) και ενίσχυσε μεθοδικά και συστηματικά τον αποβατικό της στόλο. Για σκοπούς αποφυγής στρατιωτικού ελέγχου την 39η Μεραρχία την έθεσε εκτός ΝΑΤΟ.
Ενίσχυσε σημαντικά το δίκτυο κατασκοπίας σε βάρος της ΕΦ, ιδιαίτερα στις επαρχίες Λευκωσίας,
Αμμοχώστου και Κερύνειας. Τούρκοι πράκτορες, κυρίως αξιωματικοί του Τουρκικού Στρατού, με διάφορες ιδιότητες, εισέρχονταν στα στρατόπεδα της ΕΦ, παρακολουθούσαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και οργάνωναν μεθοδικά την επικείμενη στρατιωτική ενέργεια.
Από τα μέσα Ιουνίου του 1974 είχε αποσταλεί μεγάλος αριθμός Τούρκων αξιωματικών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Κερύνειας, με προφανή στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών, καθώς και την καθοδήγηση των τουρκικών δυνάμεων κατά το στάδιο της απόβασης.
Κάποιοι από αυτούς συνελήφθησαν μετά την έναρξη της εισβολής. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του Μ. Γεωργίτση στη Βουλή των Ελλήνων, αλλά και από καταθέσεις αριθμού μαρτύρων οι οποίοι προσήλθαν στην επιτροπή. Επιπλέον, την ίδια περίοδο αυξήθηκε σημαντικά και ο αριθμός των μυστικών πρακτόρων που διέθεταν οι ΗΠΑ στην Κύπρο (κατάθεση Χρ. Φύσα,13.12.2010).
Ακόμα, πιθανολογείται ότι το καλοκαίρι του 1973, με πρόσχημα το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας με πρωταγωνιστή τον Αμερικανό ηθοποιό Πήτερ Σέλλερς, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες προέβησαν στην κινηματογράφηση των ακτών τόσο ανατολικά όσο και δυτικά της πόλης της Κερύνειας.
Προέβησαν επίσης σε βυθοσκοπήσεις της θαλάσσιας περιοχής και έλεγχο των ναυτικών δυνάμεων που στάθμευαν στο Κάστρο της Κερύνειας. Η συγκεκριμένη ταινία, παρά το μεγάλο ποσό που δαπανήθηκε, ποτέ δεν προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Δυστυχώς, η κυπριακή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν έλαβαν οποιαδήποτε μέτρα αποτροπής των ενεργειών κατασκοπίας.
Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ενδιαφερόταν για την ανατροπή του Μακαρίου, ενώ η ΚΥΠ ήταν υποχρεωμένη να διαθέτει σημαντικές δυνάμεις για την παρακολούθηση των ενεργειών της ΕΟΚΑ Β' και της ΕΦ.
Στην κατάθεσή του στην επιτροπή (22.11.2010) ο τότε λοχαγός του Ελληνικού Στρατού Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, ο οποίος ήταν επικεφαλής του κλιμακίου της ΚΥΠ/Ε στην Κερύνεια την περίοδο 1969 - 1974, ανέφερε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
“Από τον Απρίλιο του 1974 το κλιμάκιο της ΚΥΠ/Ε στην Κερύνεια ενημέρωνε αρμοδίως όλες τις προϊστάμενες υπηρεσίες (ΓΕΕΦ, ελληνική πρεσβεία, ΑΕΔ, ΚΥΠ/Ε στην Αθήνα) για ασυνήθιστες δραστηριότητες του Τουρκικού Στρατού στα παράλια απέναντι από την Κύπρο.
Οι δραστηριότητες περιλάμβαναν αποβατικές ασκήσεις όλων των συνταγμάτων της 39ης Μεραρχίας, μετακίνηση δυνάμεων στην περιοχή Μερσίνας, απαγόρευση μετακίνησης των αξιωματικών χωρίς έγκριση, εφοδιασμό των μονάδων με υλικά εκστρατείας κ.ά.
Όμως κανένας δεν ανησυχούσε και κανένας δε ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση.
Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες διαβιβάζονταν στα ανώτερα κλιμάκια, τόσο στο ΓΕΕΦ όσο και στο ΑΕΔ, δεν υπήρχε η ανάλογη αντίδραση. Σε καμία περίπτωση δε ζήτησαν πρόσθετες διευκρινίσεις, όπως έπρατταν στο παρελθόν σε περιπτώσεις ασκήσεων μικρότερης έκτασης και διάρκειας.
Μετά το πραξικόπημα δεν έδωσαν πρόσθετες οδηγίες ή εντολές για εντατικοποίηση των παρακολουθήσεων, παρά τις έκδηλες προετοιμασίες της Τουρκίας για εισβολή.
Την Τετάρτη, 17 Ιουλίου 1974, πραγματοποιήθηκε στη Μερσίνα σύσκεψη ανωτάτου επιπέδου, στην οποία έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, οι διοικητές του 6ου Σώματος Στρατού και της 39ης Μεραρχίας, ενώ αμέσως μετά άρχισαν οι προετοιμασίες για την απόβαση με τη συγκρότηση της αποβατικής δύναμης”.
Ο διοικητής του 230ού Τουρκικού Συντάγματος Πεζικού συνταγματάρχης Νεζίχ Σιράλ αναφέρει στις αναμνήσεις του για το 1974 τα εξής: "Τελικά, στις 25 Μαΐου 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή. Ανακλήθηκαν οι άδειες. Στο σύνταγμα και στη μεραρχία και σε κάποιες μονάδες κλήθηκαν πίσω οι στρατιώτες οι οποίοι υπηρετούσαν στη διοίκηση.
Πήραμε μέτρα κατά της κατασκοπείας και για την ασφάλεια. Περιορίσαμε τις επισκέψεις για τους στρατιώτες.
Στις 18 Ιουνίου του 1974 κάναμε ασκήσεις με το Τάγμα Ελικοπτέρων του 2ου Σώματος Στρατού.
Στις 19 και 20 Ιουνίου κάναμε όλη μέρα ασκήσεις για τη φόρτωση εφοδίων και βαρέος εξοπλισμού".
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η Άγκυρα ανέμενε ή καλύτερα ήταν ενήμερη για τις επερχόμενες εξελίξεις και προέβαινε σε ενέργειες προετοιμασίας, λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκδήλωση της εισβολής.
Παρ' όλα αυτά, για την ηγεσία της ΕΦ, όπως προκύπτει από τα δελτία πληροφοριών που κυκλοφορούσαν, πρώτος στόχος ήταν "ο εσωτερικός εχθρός", δηλαδή κάθε Κύπριος που δεν ήταν συνοδοιπόρος, και όχι ο τουρκικός κίνδυνος, τον οποίο συστηματικά υποβάθμιζαν.
Είχε αναπτυχθεί ένα μεγάλο δίκτυο πληροφοριών για παρακολουθήσεις πολιτών σε ολόκληρη την επικράτεια. Υπάρχει σωρεία από απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα στα οποία καταγράφονται και αναφέρονται όχι μόνο ενέργειες πολιτών, αλλά ακόμα και απλές κουβέντες που αντάλλασσαν στα καφενεία των πόλεων και των χωριών.
Στην κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων (3.7.1986) ο τότε Α/ΓΕΕΦ στρατηγός Γ. Ντενίσης ανέφερε ότι από τις αρχές Ιουλίου τόσο το ΓΕΕΦ όσο και το ΑΕΔ και η ελληνική κυβέρνηση γνώριζαν για τις απειλές της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα χρόνια πριν από το 1974 δεν έγιναν ασκήσεις επιστράτευσης και δεν πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις απόκρουσης εχθρικής αποβατικής ενέργειας.
Η συντήρηση των πολυβολείων και πυροβολείων στην ακτογραμμή της Κερύνειας ήταν ελλιπής και υποτυπώδης. Δεν πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις συνεργασίας των διάφορων τμημάτων της ΕΦ.
Το πρόβλημα αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.
Στην αναφορά του ο υπολοχαγός (ΠΒ) Νικόλαος Σκαρλάτος, διοικητής της Γ' Πυρ/ρχίας της 183 ΜΠΠ, αναφέρει χαρακτηριστικά: "Οι Δόκιμοι έφεδροι αξιωματικοί δεν ηδύναντο να ανταποκριθούν επαρκώς εις τα καθήκοντα του αξ/κού παρατηρητού.
Δεν επετεύχθη η συνεργασία μεταξύ Πεζικού-Πυροβολικού".
Ενώ η πραξικοπηματική ηγεσία της ΕΦ καταγινόταν με την επιβολή του πραξικοπήματος και την καταστολή των επιμέρους εστιών αντίστασης, η Τουρκία βρισκόταν στο τελικό στάδιο προετοιμασίας της εκδήλωσης αποβατικής ενέργειας στην Κύπρο.
Η ηγεσία της ΕΦ και το ΑΕΔ στο διάστημα από τις 17 Ιουλίου και μετά τύγχαναν συνεχούς και λεπτομερούς ενημέρωσης για τις κινήσεις του εχθρού και συγκεκριμένα για τα ακόλουθα:
• Την αυξημένη και ασυνήθιστη κίνηση σκαφών (πιθανόν πολεμικών) στο ναύσταθμο της Μερσίνας.
• Την επιστράτευση που έγινε στους τουρκοκυπριακούς θύλακες.
• Το διπλασιασμό του αριθμού των Τουρκοκυπρίων σκοπών στα φυλάκια που επάνδρωναν.
• Την ετοιμασία νέων και βελτίωση υφισταμένων αμυντικών θέσεων στην περίμετρο των τουρκοκυπριακών θυλάκων.
• Την εκκένωση του στρατοπέδου της ΤΟΥΡΔΥΚ και τη μετακίνηση της δύναμης εντός του τουρκοκυπριακού θύλακα Λευκωσίας.
• Την ανησυχία Τουρκοκυπρίων του θύλακα Λευκωσίας λόγω αναμενόμενης τουρκικής εισβολής και τη μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων κατοίκων της Κερύνειας προς το θύλακα Λευκωσίας (ΑΣ 16/ΙΙΙ ΑΤΔ/191800-7-74).
• Την πτήση 2-3 πολεμικών Α/Φ υπεράνω της Καρπασίας (ΑΣ 2063/Ι ΑΤΔ/3ον ΕΓ-181800-7- 74).
Η Μ-ΣΕΠ Καντάρας της ΑΔΚ στις 09.15/18-7-74 αναφέρει στο ΑΚΕ πτήση ζεύγους Α/Φ Ε-104 στις βόρειες-βορειοανατολικές περιοχές της Κύπρου.
Ομοίως στις 22.15/18-7-74 αναφέρει την παρουσία ελικοπτέρου στο χωριό Γαλάτεια της Καρπασίας.
Τέλος, στις 20.00/19-7-74 αναφέρει τον εντοπισμό 14-15 πλοίων πλησίον της Μερσίνας να κινούνται με κατεύθυνση νότιο-νοτιοδυτική.
Στις 17 Ιουλίου 1974 και ώρα 20.30 η II ΑΤΔ με απόρρητο σήμα, με αριθμό Φ.100/21, προς το ΓΕΕΦ/2ον ΕΓ-3 αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Συλληφθέντες σήμερον αναρχικοί Ε/Κ οίτινες κατέφυγον αρχικώς εις θύλακα Λεύκας ανέφερον ότι Τ/Κ ποιμήν επληροφόρησεν αυτούς περί επεμβάσεως της Τουρκίας εντός 24ώρου.
Περί 11.00 ώραν σήμερον Τ/Κ πρόσφυγες επανεγκατασταθέντες εις μικτόν χωρίον Περιστερώνα Μόρφου μετεκόμισαν εις αμιγή Τ/Κ χωρία".
Η παραπάνω πληροφορία διαβιβάστηκε με άκρως απόρρητο (ΕΧ) σήμα του ΓΕΕΦ προς το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων στις 17 Ιουλίου 1974 και ώρα 23.45.
Με άκρως απόρρητο (ΕΧ) σήμα στις 19 Ιουλίου 1974 και ώρα 23.10 η ελληνική πρεσβεία στη Λευκωσία ενημερώνει το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας για τα εξής: "Κλιμάκιον ΚΥΠ γνωρίζει ημίν εξής.
Κατά πληροφορίας παρασχεθείσας αυτώ υπό ΓΕΕΦ, 5 τουρκικά πλοία πλέουν
εις απόστασιν 12 μιλίων βορείως ακρωτηρίου Αποστόλου Ανδρέου. Ταύτα ακολουθούνται υπό 10 σκαφών αποβατικής δυνάμεως άτινα πλέουν 28 έως 30 μιλίων βορείως αυτού ακρωτηρίου. ΓΕΕΦ δεν ανησυχεί".
Τα τουρκικά πολεμικά σκάφη που αποτελούσαν τη συγκεκριμένη νηοπομπή είχαν αρχίσει να αποπλέουν από τη Μερσίνα με κατεύθυνση την Κύπρο στις 12.55 της 19ης Ιουλίου 1974.
Ο απόπλους ολοκληρώθηκε στις 2.00 μ.μ. και, όπως αναφέρει στις αναμνήσεις του από την εισβολή ο Τούρκος διοικητής του 1ου Αμφίβιου Τάγματος Πεζοναυτών πλωτάρχης Ιλχάν Άλογλου, μετά τον απόπλουν είχαν δεκαέξι ώρες στη διάθεσή τους, για να σχεδιάσουν τις ενέργειες στις οποίες θα προέβαιναν.
Αντίθετα, όπως δήλωσε στην κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων ο ΑΕΔ Γρ. Μπονάνος, ούτε
αυτός ανησύχησε μέχρι τις 6.10 το πρωί της 20ής Ιουλίου, όταν ενημερώθηκε για την τουρκική εισβολή. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι στις 18 Ιουλίου 1974 δεν υπήρχε τεταμένη κατάσταση με την Τουρκία, γιατί "δεν είχαμε λόγους να έχουμε τεταμένη κατάσταση".
Ακόμα, ότι το βράδυ της 18ης Ιουλίου Έλληνας αξιωματικός επιτελής που υπηρετούσε στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη τού μετέφερε ορισμένες σφυγμομετρήσεις μετά από συναντήσεις που είχε με Τούρκους αξιωματικούς.
Όλα αυτά, σε συνάρτηση με την επίσκεψη στην Αθήνα του Αμερικανού Υφυπουργού Εξωτερικών Σίσκο, δεν προκάλεσαν ανησυχία στον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων για την ανάγκη λήψης έστω προληπτικών μέτρων.
Δεδομένων των απειλών που στο παρελθόν (1963, 1964, 1967) είχε εκτοξεύσει, καθώς και των βομβαρδισμών που είχε διενεργήσει στην περιοχή Τηλλυρίας τον Αύγουστο του 1964, η Τουρκία καθιστούσε κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο τις προθέσεις της για στρατιωτική εισβολή και κατάληψη εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από το Μάρτιο του 1973 ο Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος στη Βρετανική Υπάτη Αρμοστεία της Λευκωσίας Στόκερ, από πληροφορίες που είχε συλλέξει από συναδέλφους του που υπηρετούσαν στην Άγκυρα, είχε ενημερώσει την ηγεσία του ΓΕΕΦ με κάθε λεπτομέρεια για τους τουρκικούς σχεδιασμούς, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργούσε ο Τουρκικός Στρατός σε περίπτωση εισβολής.
Οι πληροφορίες είχαν διαβιβασθεί στο ΑΕΔ για διασταύρωση, αλλά σε καμιά περίπτωση δε φαίνεται να είχαν αξιολογηθεί σοβαρά και ορθολογιστικά.
Συγκεκριμένα, το ΓΕΕΦ/2ον ΕΓ/ΙΙΙ, με έγγραφό του ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1973 προς ΑΕΔ/2α ΜΕΟ, αναφέρει σχετικά με την επίσκεψη Στόκερ στο ΓΕΕΦ στις 27 Μαρτίου 1973 τα ακόλουθα:
"Εν αρχή ανέφερεν ότι βάσει της παλαιάς εκτιμήσεως η Τουρκία ανεμένετο να ενεργήση αποβατικήν ενέργειαν εις τας βορείας ακτάς της νήσου, να κινηθή εκ Βορρά προς Νότον, συνενουμένη μετά του Τ/Κ θύλακος Λευκωσίας, συγχρόνως δε να ανακόψη την κυρίαν αρτηρίαν Αμμοχώστου-Λευκωσίας.
Η απειλή έναντι της Νήσου αυξάνει συνεχώς.
Μία ενδεχόμενη εισβολή της Τουρκίας εις την νήσο φρονεί ότι θα πραγματοποιηθή βασικώς διά αερομεταφερομένων τμημάτων και αλεξιπτωτιστών, τα δε πλοία θα χρησιμοποιηθούν διά την μεταφοράν των όπλων υποστηρίξεως και Μονάδων, και άτινα θα αφιχθούν μετά τινας ημέρας από της πραγματοποιήσεως της εισβολής.
Ο χρόνος αποβιβάσεως των ανωτέρω μέσων εις την ακτήν (Λιμένα) κυμαίνεται μεταξύ 5-7 ημερών μετά την εισβολήν.
Με βάσιν τα ανωτέρω στοιχεία εκτιμάται ότι εις μίαν διαδρομήν δύναται να μεταφερθούν από αέρος 2 200 άνδρες εντός δε οκτώ ωρών ο αριθμός ανέρχεται εις 12 000 άνδρες.
Οι ανωτέρω αριθμοί δυνατόν να ελαττωθούν κατά το 1/3, εφ' όσον τα τμήματα φέρουν μεθ' εαυτών ελαφρά μέσα υποστηρίξεως.
Ως προς την κλιμάκωσιν ενεργειών διά την εκπλήρωσιν φρονεί ότι αύτη διακρίνεται εις τρία στάδια:
(1) Άμεσος επέμβασις αεροσκαφών και ελικοπτέρων.
(2) Κατάληψις τοποθεσιών υπό τμημάτων επί μικρόν χρόνον.
(3) Πραγματοποίησις της διχοτομήσεως εν ευθέτω χρόνω.
Προτείνεται όπως τα ανωτέρω εκτιμηθώσι υπό του ΑΕΔ".
Παρ' όλες τις πληροφορίες, οι οποίες ήσαν ακριβείς και συγκεκριμένες, κανένα μέτρο δε λήφθηκε στην περίμετρο του τουρκοκυπριακού θύλακα Κιόνελι-Αγύρτας. Δεν ενισχύθηκαν οι δυνάμεις της ΕΦ, δεν ενισχύθηκε και δεν εκσυγχρονίσθηκε ο οπλισμός ούτε βελτιώθηκ το σύστημα επικοινωνίας των φυλακίων με τη διοίκηση των λόχων ή των μονάδων.
Όλοι λοιπόν ήξεραν και ήταν ενήμεροι τότε στην ελληνική ηγεσία, αλλά δεν έπραξαν ουδέν για να σταματήσουν τον Αττίλα, πλην τον παλικαριών που πολέμησαν σαν λιοντάρια στο πεδίο της μάχης, και εκατοντάδες από σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν από τους Τούρκους.
Αμείλικτη η αιματοβαμμένη ιστορία έγραψε προδοσία στο Ματζικέρτ το 1076 , προδοσία το 1922, προδοσία και το 1974, και ποιος ξέρει που αλλού.