Ελληνοτουρκικά

Καθηγητής Βαληνάκης: 26 χρόνια από την ήττα στα Ίμια: Τι διδαχθήκαμε; – Η κρίση και η μετάλλαξη της Τουρκικής απειλής

«Η κρίση των Ιμίων αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία μια ήττα της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα: α) στρατιωτικό, αφού επετεύχθη επιτυχής αποβίβαση Τούρκων σε ελληνικό έδαφος, β) πολιτικό, αφού η Ελλάδα ταπεινώθηκε, αλλά και γ) διπλωματικό, αφού ελάχιστες χώρες υποστήριξαν σαφώς την εθνική θέση περί ελληνικότητας των νησιών».

Οι αλλαγές που επέρχονται με το νέο μεταψυχροπολεμικό διεθνές, αλλά και διμερές πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί δεν έχουν όμως ούτε καν συνειδητοποιηθεί από τη νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (1993), που θα παραμείνει αφοσιωμένη αποκλειστικά σχεδόν στην εσωτερική πολιτική καθημερινότητα. Πολύ περισσότερο όταν, παρά τις αναλύσεις και εκκλήσεις των ει- δικών για την ανάγκη χάραξης μιας νέας εθνικής στρατηγικής, κυριαρχεί η αναβλητικότητα και η αδράνεια. Και ξαφνικά έρχεται να συνταράξει τη χώρα η ευθεία, έμπρακτη και πρωτόγνωρη διεκδίκηση ακόμη και ελληνικού εδάφους από την Τουρκία μέσα από την κρίση-σοκ των Ιμίων. Η Τουρκία προβαίνει, δηλαδή, για πρώτη φορά σε ευθεία αμφισβήτηση όχι απλά ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά της ίδιας της ελληνικής κυριαρχίας και μάλιστα όχι πλέον στη θάλασσα ή τον αέρα, αλλά στην ίδια την ξηρά (Βερέμης 2000, σ. 411). Η αλλαγή αυτή πλεύσης μάλιστα επέρχεται μέσα από μια απροκάλυπτη ανατροπή ακόμη και των παλαιότερων δικών της θέσεων (Καθημερινή 26.1.1996).

Το ενδεχόμενο μιας τουρκικής επίθεσης σε νησί του Αιγαίου είχε θεωρητικά αρχίσει να απασχολεί την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1964, κατά τη διάρκεια της πρώτης κυπριακής κρίσης, με συνέπεια να ληφθούν στοιχειώδη αμυντικά μέτρα. Μετά το 1974, οι ελληνικές κυβερνήσεις προχώρησαν σε συστηματικότερες οχυρώσεις και στη μόνιμη επάνδρωσή τους. Η στρατηγική αυτή του εξοπλισμού και μικρότερων κατοικημένων νησιών είχε για στόχο την αποτροπή της Τουρκίας: να της κάνει δηλαδή σαφές ότι οποιαδήποτε απόπειρά της να δημιουργήσει στρατιωτικά τετελεσμένα, ακόμη και σε μικρή έκταση ή σε περιορισμένη περιοχή, θα συναντούσε ένοπλη ανταπάντηση και οπωσδήποτε κλιμάκωση σε γενική ελληνοτουρκική σύρραξη (tripwire effect).

Αν και από πλευράς στρατιωτικού ισοζυγίου η Ελλάδα είναι ακόμη σε ικανοποιητική θέση, στο ενδεχόμενο μιας τουρκικής απόβασης πρέπει να συνυπολογισθούν και αρνητικοί παράγοντες: η μεγάλη εγγύτητα πολλών νησιών προς την Τουρκία (και η ασύμμετρα μεγαλύτερη απόσταση από τον Πειραιά), η συνεχώς αυξανόμενη παρουσία του τουρκικού στόλου και αεροπορίας ακόμη και στα δυτικά των νησιών αυτών, η μεγάλη τουριστική κίνηση που παρατηρείται, αλλά και οι επιταγές διεθνών συνθηκών δημιουργούν επικίνδυνα ζητήματα για την ασφάλεια του Ανατολικού Αιγαίου. Η δημιουργία αεροδρομίων και ελικοδρομίων σε όλα τα μεγάλα αλλά και σε μικρότερα νησιά, η ανάπτυξη των νησιών, η δρομολόγηση σύγχρονων ακτοπλοϊκών μέσων και άλλα παρεμφερή ή καθαρά αναπτυξιακά μέτρα αποσκοπούν, βέβαια, στη μείωση των στρατηγικών αντιξοοτήτων και στην ενίσχυση του αισθήματος ασφαλείας των κατοίκων. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι συχνές τουρκικές παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου (από τις οποίες πολλές συνιστούν πλέον προκλητικές υπερπτήσεις σε χαμηλό ύψος πάνω από τα νησιά), η δημιουργία νέων στρατιωτικών αεροδρομίων, δικτύου ραντάρ και βάσεων στην τουρκική ακτή, καθώς και η απόκτηση νέων επιθετικών δυνατοτήτων από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δημιουργούν εύλογες ανησυχίες για το μέλλον (Ντόκος-Πρωτονοτάριος 1999, Günes 1993).

Χρήσιμο είναι εδώ να συνυπολογισθεί ότι την περίοδο εκείνη είχε ανοίξει και ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού για τις δύο χώρες στα Βαλκάνια. Για την Τουρκία το πεδίο «κυνηγίου» ήταν βέβαια πολύ ευρύτερο, αφού στηρίχθηκε και σε αρκετούς τουρκογενείς πληθυσμούς και μειονοτικές ομάδες στις νεοδημιουργηθείσες χώρες μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού σε Ασία και Ανατολική Ευρώπη. Ο ρόλος του προστάτη ή/και χώρας-προτύπου για μουσουλμανικές μη θεοκρατικές δημοκρατίες της χάριζε σημαντική διεισδυτικότητα και αύξηση της διεθνούς επιρροής της. Αναγκαστικά παραμέριζε έτσι η Άγκυρα εκ των πραγμάτων την άμεση προσοχή της και αντιπαράθεση με την Ελλάδα, για να αφοσιωθεί απερίσπαστη στην επιδίωξη πολιτικών και πολιτιστικών ερεισμάτων και την κατάκτηση των αγορών στα Βαλκάνια, τον Εύξεινο Πόντο και την Κ. Ασία (Henze 1992). Οι απογοητεύσεις της Τουρκίας σε σχέση με τις αρχικές υπερφίαλες ελπίδες της από τη δράση της στα νέα αυτά πεδία διπλωματικού και οικονομικού ανταγωνισμού και η αποκρυστάλλωση ορισμένων νέων δεδομένων μείωσαν όμως αρκετά το ενδιαφέρον της Άγκυρας προς τα ανατολικά.

Σημαντική εξέλιξη σημειώνεται όμως και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το 1995 όταν η ελληνική Βουλή κυρώνει (ν. 2321/1995, ΦΕΚ 136/23.06.1995) τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας. Η Άγκυρα θέλει να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στην Ελλάδα: ότι όχι μόνο δεν παραιτείται των σχεδίων και επιδιώξεών της, αλλά και ότι σε κάθε περίπτωση είναι διατεθειμένη να προβεί ακόμη και στις πλέον παράτολμες επιθετικές ενέργειες κατά του ίδιου του ελληνικού εδάφους (Βαληνάκης 1998, σ. 85). Η κρίση των Ιμίων θα έρθει γρήγορα να «δέσει».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι δύο βραχονησίδες Ίμια, η μεγάλη και η μικρή, βρίσκονται στα Δωδεκάνησα, σε απόσταση 5,6 ν.μ. από την Κάλυμνο και μόλις 3,6 ν.μ. από τις μικρασιατικές ακτές της Αλικαρνασσού (Bodrum) και βέβαια ανήκουν στην Ελλάδα (ν. 547/1948, ΦΕΚ Α ́39/14.03.1948) ως εξαρτώμενες νησί- δες του νησιωτικού συμπλέγματος της Καλύμνου (η τουρκική ονομασία τους είναι “Kardak”). Υπενθυμίζεται εδώ ότι μεταξύ 1911 και 1943 τα Δω- δεκάνησα ήταν ιταλοκρατούμενα, το 1943-1945 υπό γερμανική κατοχή και το 1945-1947 υπό βρετανική διοίκηση, μέχρι να μεταβιβασθούν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων το 1947. Η Ιταλία μετά από διαπραγματεύσεις με την Τουρκία είχε οριοθετήσει επίσημα και με ακρίβεια τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στα εδάφη της κάθε πλευράς. Αρχικά, την 4η Ιανουαρίου 1932, υπογράφεται η Σύμβαση της Άγκυρας μεταξύ Ιταλί- ας και Τουρκίας για την ακριβή αποτύπωση των ορίων στην περιοχή του Καστελόριζου. Τα δύο μέρη προχώρησαν στη συνέχεια στην οριοθέτηση της εναπομείνασας ιταλο-τουρκικής συνοριακής (όπου και τα Ίμια ) μέχρι τους Φούρνους στον Βορρά (δηλαδή το τότε βόρειο σύνορο με την Ελλάδα της ιταλικής κτήσης Isole Italiane del’Egeo) με το διμερές Πρακτικό της 28ης Δεκεμβρίου 1932 (βλ. παρακάτω αναλυτικά το Κεφάλαιο 7) (Ιωάννου Στρατή 2013, σσ. 442-445).

Η κρίση ξεκίνησε όταν στις 25 Δεκεμβρίου 1995 το τουρκικό φορτηγό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στη Μικρή Ίμια και εξέπεμψε σήμα κινδύνου (Το Βήμα 27.12.1996). Το Λιμεναρχείο Καλύμνου το πλησιέστερο στην περιοχή– διέθεσε ρυμουλκό για να αποκολλήσει το τουρκικό πλοίο, αλλά ο πλοίαρχος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή και άρα οι τουρκικές αρχές είχαν την αρμοδιότητα να του προσφέρουν βοήθεια (Κούρκουλας 1998, σ. 28). Στις 27 Δεκεμβρίου το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ενημερώνει την ελληνική πρεσβεία ότι, ανεξαρτήτως του ποιος θα αναλάμβανε τη διάσωση του πλοίου, υπήρχε γενικότερα θέμα με τα Ίμια, ενώ στις 28 Δεκεμβρίου δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκόλλησαν το τουρκικό φορτηγό και το οδήγησαν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας (Ελευθεροτυπία 4.2.1996). Στις 29 Δεκεμβρίου το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών επιδίδει διακοίνωση στο αντίστοιχο ελληνικό, όπου αναφέρεται ότι οι βραχονησίδες Ίμια είναι καταχωρημένες στο Κτηματολόγιο Μούγλων του Νομού Μπόντρουμ και ανήκουν στην Τουρκία (Τουρκική ρηματική διακοίνωση DHGY-II-1544, Κούρκουλας 1998, σ. 153). Η απάντηση από την Ελλάδα ήρθε στις 10 Ιανουαρίου, ενώ, ταυτόχρονα, το Υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από το ΓΕΕΘΑ τη λήψη αυξημένων μέτρων επιτήρησης και ελέγχου της περιοχής (Γιαλλουρίδης 1997, σ. 316).

Ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου Δημήτρης Διακομιχάλης, θορυβημένος από το γεγονός ότι η Τουρκία εγείρει εδαφικές αξιώσεις στα Ίμια, ύψωσε την ελληνική σημαία στη Μικρή Ίμια στις 25 Ιανουαρίου 1996, συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου και δύο κατοίκους του νησιού. Από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε ένας «πόλεμος σημαιών». Τα τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια μετέδωσαν εικόνες με την ελληνική σημαία υψωμένη στα Ίμια, κάτι που διαστρεβλωτικά παρουσιαζόμενο και κατάλληλα υποδαυλιζόμενο προκάλεσε αντιδράσεις στην κοινή γνώμη της Τουρκίας. Δύο δημοσιογράφοι του γραφείου της εφημερίδας Χουριέτ στη Σμύρνη μετέβησαν με ελικόπτερο στις 27 Ιανουαρίου στη Μικρή Ίμια, υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική (Hürryet 27.1.1996). Η όλη επιχείρηση των δημοσιογράφων βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι που ανήκε στη Χουριέτ, προκαλώντας έξαψη συναισθημάτων και στις δύο πλευρές του Αιγαίου (Ιωάννου-Στρατή 2013, σ. 446).

Στην Αθήνα έχει μόλις παραλάβει από τον νοσηλευόμενο Ανδρέα Παπανδρέου ως νέος πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης. Ατυχώς η κυβερνητική απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις έρχεται με αποφάσεις που συνιστούν κλιμάκωση και μάλιστα με στρατιωτικά μέσα (Συρίγος 2015, σ. 467). Την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 1996 το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική παρά την πολιτική εντολή που ήταν μόνο να υποσταλεί η τουρκική σημαία. Το βράδυ Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στη Μικρή Ίμια από το περιπολικό «Πυρπολητής», προκειμένου να φυλάξουν τη σημαία κατά τις νυχτερινές ώρες και να επιστρέψουν στο σκάφος τους πριν την ανατολή του ηλίου. Το μεσημέρι της Δευτέρας ο σχεδιασμός άλλαξε και αποφασίστηκε η συνεχής φύλαξη της σημαίας, οπότε οι βατραχάνθρωποι επέστρεψαν στη βραχονησίδα. Το ίδιο απόγευμα, ο νέος πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή στέλνει μήνυμα προς την Τουρκία ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά. Η απάντηση έρχεται την επομένη (Turkish Daily News 30.1.1996) από την πρωθυπουργό της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ που κεραυνοβολεί την ελληνική κυβέρνηση δηλώνοντας κατηγορηματικά μέσα στην τουρκική Βουλή ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Ίμια (Το Βήμα 7.2.1999).

Στις 31 Ιανουαρίου, ώρα 01:40 μέσα στη νύχτα, τουρκικές ειδικές δυνάμεις, που διαπερνούν απαρατήρητες τα σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού που εν τω μεταξύ έχει αποστείλει η Αθήνα και παρατάξει γύρω από τα Ίμια, αποβιβάζονται στη Μικρή Ίμια. Η κυβέρνηση Σημίτη που συνεδριάζει ως ΚΥΣΕΑ στη Βουλή πληροφορείται από το ελληνικό Γραφείο Τύπου στην Άγκυρα ότι Τούρκοι βατραχάνθρωποι έχουν καταλάβει τα Ίμια όπου κυματίζει πλέον η ημισέληνος. Στις 05:30 ελικόπτερο του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που απονηώθηκε από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» για να διασταυρώσει την πληροφορία τουρκικής παρουσίας στη βραχονησίδα, κατέπεσε κατά την επιστροφή του στη φρεγάτα και τα τρία μέλη του πληρώματος σκοτώθηκαν. Σύμφωνα με την επίσημη θέση του Πολεμι- κού Ναυτικού, το ελικόπτερο κατέπεσε λόγω κακοκαιρίας και απώλειας προσανατολισμού του πιλότου (vertigo). Η τουρκική φρεγάτα «Γιαβούζ» προσφέρθηκε να βοηθήσει, αλλά έλαβε αρνητική απάντηση (Γεωργούλης-Σολταρίδης 1996, σσ. 31-33).

Ενώ η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με το δίλημμα να κλιμακώσει ή να υποχωρήσει, παρεμβαίνουν οι ΗΠΑ διά του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, που μεσολαβεί με αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνομιλίες με την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση. Η λύση που προτείνει την ώρα που οι αντίπαλες (συμμαχικές για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ) ναυτικές δυνάμεις βρίσκονται με το δάχτυλο στη σκανδάλη είναι δυστυχώς, όπως συνηθίζουν οι ΗΠΑ σε τέτοιες περιπτώσεις, η μέση οδός: η εκατέρωθεν απόσυρση των πολεμικών πλοίων, των σημαιών και των στρατιωτικών αποσπασμάτων: “no ships, no flags, no troops” (Έλλις Ιγνατίου 2009, σσ. 163-164). Λίγο αργότερα οι δύο πλευρές αποδέχονται την αμερικανική πρόταση και οι στρατιωτικές δυνάμεις αποχωρούν. Η κυβέρνηση Σημίτη ερμηνεύει τη λύση αυτή ως επιστροφή των Ιμίων στην πρότερη κατάσταση (status quo ante), άρα στο καθεστώς τους την προηγουμένη της κρίσης, όταν δηλαδή δεν υπήρχε τουρκική αμφισβήτηση και ο Έλληνας βοσκός ανενόχλητα ασκούσε τις δραστηριότητές του πάνω στις νησίδες αυτές. Η τουρκική πλευρά, όμως, θριαμβολογεί, με πρώτη την κ. Τσιλέρ: «Είχα υποσχεθεί στον τουρκικό λαό ότι θα αποσυρθούν οι Έλληνες στρατιώτες και η σημαία τους από τη βραχονησίδα. Αυτό έγινε». Υπογραμμίζει την «αποφασιστικότητα» της κυβέρνησής της τονίζοντας: «Δεν δίνουμε ούτε ένα χαλίκι, δεν δίνουμε πολύ περισσότερο ούτε ένα κομμάτι βράχου». Ο Υπουργός Εξωτερικών Ντενίζ Μπαϊκάλ ανακοινώνει ότι: «Τερματίσθηκε η ελληνική κατοχή στις βραχονησίδες», ενώ αρνείται ότι υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία με την Ελλάδα, η οποία μάλιστα, κατά τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών Ομέρ Ακμπέλ, «κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, είχε προχωρήσει στην κατάληψη της βραχονησίδας» (Ελευθεροτυπία 1.2.1996).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Αξίζει να αναλύσουμε εδώ τον αριστοτεχνικό στρατηγικό και τακτικό σχεδιασμό της Τουρκίας στα Ίμια σε αντίθεση με τους άκρως ανεπιτυχείς και τελικά ταπεινωτικούς χειρισμούς της τότε ελληνικής κυβέρνησης. Οι στόχοι της Άγκυρας ήταν (Βαληνάκης 1998, σ. 87):

α) Να αμφισβητήσει στρατιωτικά (κατά προτίμηση αναίμακτα) την ελληνικότητα των νησίδων.

β) Να μετακυλήσει στην Ελλάδα με την κατάληψη της μικρής Ίμιας την κρίσιμη απόφαση «πρόκλησης» της πρώτης αιματοχυσίας (με τη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον της), παρουσιάζοντας τη διεθνώς, αλλά και στο εσωτερικό της (επικοινωνιακά και «νομικά») ως «επιτιθέμενη» και άρα τον εαυτό της ως αμυνόμενη.

γ) Να τη θέσει προ του δυσάρεστου διλήμματος: «Ή επιμένεις ότι τα νησίδια είναι ελληνικά και τότε εκδίωξε αν τολμάς την τουρκική φρουρά με τη βία ή σε αναγκάζω να υποχωρήσεις με όσα αυτό συνεπάγεται για τη χώρα σου».

δ) Να δημιουργήσει έμπρακτα και αποφασιστικά όχι μόνο μια νέα διεκδίκηση που χρειάζεται «ρύθμιση», αλλά και μια ολόκληρη νέα «θεωρία» με την οποία επιδιώκει να υπονομεύσει συθέμελα τη στήριξη της Ελλάδας στο δίκαιο της θάλασσας.

Όι εξαιρετικά επικίνδυνοι, αλλά προσεκτικά σχεδιασμένοι τουρκικοί χειρισμοί «διπλωματίας των κανονιοφόρων» αποσκοπούσαν λοιπόν ακριβώς στο να οδηγήσουν πρώτα-πρώτα την ελληνική κυβέρνηση να στρατικοποιήσει η ίδια την κρίση και μάλιστα να την εξωθήσει να κάνει πρώτη χρήση στρατιωτικών μέσων. Έτσι, όχι μόνο διεθνώς θα εξέθετε τη χώρα μας ως προκαλέσασα το επεισόδιο και την αιματοχυσία, αλλά και θα «δικαιολογούσε» την προαποφασισμένη και αχαλίνωτη πλέον από τουρκικής πλευράς κλιμάκωση σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση. Θεωρώ κατά συνέπεια λανθασμένη την άποψη που συνήθως υποστηρίζεται, ότι δηλαδή στόχος της Άγκυρας είναι απλά να παρασυρθεί η Αθήνα σε διαπραγματεύσεις. Πιθανότατα έτσι ξεκίνησε η Τουρκία στη δεκαετία του ’70, διστακτικά και με σχετική μετριοπάθεια. Προϊόντος του χρόνου όμως, βλέποντας την αδυναμία της ελληνικής πλευράς να αρθρώσει μια συνολική στρατηγική απέναντί της και αισθανόμενη αντίθετα ότι η ίδια ισχυροποιείται συνεχώς, αύξησε τις επιδιώξεις και διεκδικήσεις της. Παράλληλα άλλαξε όμως και την ίδια τη στάση της απέναντι στη χρήση απειλών και στρατιωτικής βίας, τις οποίες πλέον έχει εντάξει πλήρως στην εργαλειοθήκη της. Η Τουρκία, αν έχει να επιλέξει, προτιμά πλέον τη στρατιωτική αναμέτρηση. Προφανώς εκτιμά ότι ακόμη κι από μια επιτυχή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα τα κέρδη της στο Αιγαίο δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένα σε σχέση με μια στρατιωτική σύγκρουση. Αν, όμως, επιτεθεί κατά ελληνικού νησιού, μετακυλήσει διεθνώς με επιτυχία την ευθύνη στην Ελλάδα ως επιτιθέμενη, σημειώσει επιτυχία στο ολιγοήμερο περιθώριο που θα έχει, και τελικά η σύγκρουση δεν έχει καν αγγίξει το δικό της έδαφος, τότε τα συγκριτικά οφέλη της είναι προφανή. Αν άρα κερδίσει μια ολιγοήμερη τέτοια ανοιχτή σύγκρουση, τα σύνορα μπορούν de facto να αλλάξουν άμεσα και κατά συνέπεια να αποκτήσει έτσι πολύ μεγαλύτερα ωφελήματα (Βαληνάκης 1998, σσ. 87-88).

Η πραγματική συνεπώς πρόθεση της Τουρκίας είναι να επωφεληθεί από μια ελληνική στρατιωτική ενέργεια για να δημιουργήσει και νέα τετελεσμένα, πιθανόν μάλιστα σε βάρος μεγαλύτερων και κατοικημένων νησιών, λόγω των προφανώς μεγαλύτερων πλεονεκτημάτων τους γι’ αυτήν. Είναι ήδη πολύ γνωστή από το Κυπριακό η τουρκική αυτή τάση για δημιουργία τετελεσμένων, καθώς και το να απαντά σε οποιαδήποτε ελληνική ενέργεια σε ασύμμετρα πιο υψηλό επίπεδο κλιμάκωσης και όχι με ανάλογες, «μετριοπαθείς» και ελεγχόμενες αντιδράσεις. Είναι ακριβώς χαρακτηριστικό ότι τη νύχτα της κρίσης η Άγκυρα επέλεξε (από στρατηγική άποψη πολύ ορθά) όχι να προσπαθήσει να εκδιώξει τους Έλληνες καταδρομείς από τη Μεγάλη Ίμια (προκαλώντας έτσι η ίδια τη στρατιωτική σύγκρουση), αλλά να αποβιβασθεί στη διπλανή μικρότερη νησίδα, που, έχοντας μάλιστα την ίδια ονομασία, αποτελούσε εξίσου σημαντικό και πολιτικά αξιοποιήσιμο σύμβολο. Δυστυχώς και πάλι το τουρκικό στρατήγημα όχι μόνο δεν έγινε γενικότερα αντιληπτό από την τότε ελληνική ηγεσία, αλλά και είχε αφεθεί από ελληνικής πλευράς αφύλακτη η μικρότερη Ίμια (Πρετεντέρης 1996, Λυμπέρης 1997, ΕΛΙΑΜΕΠ 1996). Με τον τρόπο αυτόν μετακυλούσε την απόφαση για έναρξη εχθροπραξιών στην ελληνική πλευρά: εάν η Ελλάδα ανακαταλάμβανε στρατιωτικά τη μικρότερη νησίδα, όχι μόνο θα εμφανιζόταν η ελληνική κυβέρνηση ως εκείνη που «άρχισε τον πόλεμο» ανοίγοντας πρώτη πυρ, αλλά και θα ξεκινούσαν ταυτόχρονα οι προσχεδιασμένες τουρκικές επιχειρήσεις ανταπόδοσης, δηλαδή αποβιβάσεις στρατευμάτων σε ελληνικά νησιά. Ακριβώς αυτούς τους τουρκικούς στόχους αποκάλυψε άλλωστε ο τουρκικός Τύπος την επαύριον της κρίσης (Mίllίyet, 1.2.1996.). Το ότι η Ελλάδα απλώς θα ασκούσε το νόμιμο δικαίωμα άμυνας έναντι μιας σαφούς παραβίασης της εδαφικής της ακεραιότητας (σύμφωνα βέβαια με την ελληνική θέση, αλλά όχι απαραίτητα με την πιθανότατα μάλλον αμφιταλαντευόμενη ή σιωπηρή διεθνή κοινότητα) θα περνούσε μέσα από τα υπεραπλουστευτικά φίλτρα των διεθνών μέσων ενημέρωσης ως απλή λεπτομέρεια. Η Ελλάδα θα παρουσιαζόταν ως εκείνη που άνοιξε πυρ και προκάλεσε την αιματοχυσία με έναν «σύμμαχο» για την κυριαρχία «σε έναν βράχο»… (Βαληνάκης 1998, σ. 88).

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης τουρκικής αντεπίθεσης κατά άλλων ελληνικών νησιών δεν φαίνεται να αποτέλεσε σοβαρό προβληματισμό στον τότε Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Χ. Λυμπέρη, που φαίνεται να επιδίωκε απλά και κατά κύριο λόγο μια τακτική στρατιωτική νίκη επί του τμήματος εκείνου του τουρκικού στόλου που βρισκόταν στην περιοχή (Λυμπέρης 1997). Το τι ήταν το πιθανότερο να συμβεί στη συνέχεια δεν φαίνεται όμως να κυριάρχησε στον σχεδιασμό αυτόν κι εκεί περιορίστηκε στην πραγματικότητα η βασική διαφορά προσέγγισης ανάμεσα στον τότε Α/ΓΕΕΘΑ και την πολιτική ηγεσία (Πρετεντέρης 1996).

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο έντονη ήταν και η αίσθηση ενός βαριά τρωθέντος εθνικού συναισθήματος. Το τελευταίο αυτό εκφράστηκε κυρίως γύρω από την υποστολή της σημαίας, το βασικό όμως πολιτικό ερώτημα εντοπίζεται κυρίως σε δύο ζητήματα:

α) Το διάχυτο εθνικό αίσθημα μιας τουρκικής ατιμωρησίας που έχει σχέση με τη διαχρονική ανάγκη να τιμωρείται κάθε βίαιη παραβίαση της εδαφικής μας ακεραιότητας. Η απλή απόσυρση των Τούρκων στρατιωτών από τη μικρή Ίμια δεν συνιστά βέβαια οποιαδήποτε κύρωση και δεν θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για το μέλλον. Επιπλέον, η ανυπαρξία σαφούς καταδίκης της τουρκικής πρακτικής (έστω και πολιτικής) εκ μέρους εταίρων και συμμάχων μπορεί να είναι προβλέψιμη για τους αναλυτές της διεθνούς πολιτικής, συνιστά όμως επικίνδυνα για το μέλλον προηγούμενα ατιμωρησίας σχετικά με τις διεθνώς ανεκτές μεθόδους δράσης και μάλιστα μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ (Βαληνάκης 1998, σ. 89).

β) Ο προβληματισμός για την πρακτική εφαρμογή της φόρμουλας Χόλμπρουκ. Η ελληνική κυβέρνηση επιδεικνύει ως συνέπεια της κρίσης μια «ευρωπαϊκή» στάση αυτοσυγκράτησης στις πρακτικές εκδηλώσεις της ελληνικής κυριαρχίας στα Ίμια μέσω του Έλληνα βοσκού και του εκεί ποιμνίου του (Βεζυρόπουλος στην Ελευθεροτυπία, 6.5.1997), αντίθετα με τη συνεχή, βήμα-βήμα, αύξηση της τουρκικής παρουσίας και πίεσης στην περιοχή των Ιμίων. Η εξελισσόμενη αυτή πραγματικότητα δυστυχώς δεν εντάσσεται καν σε ένα συνολικό ανασχεδιασμό αντίδρασης και η κυβέρνηση Σημίτη εξαντλείται στη μονότονη επανάληψη των επίσημων ελληνικών θέσεων περί του ότι η νέα τουρκική θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» είναι ανάξια συζήτησης και άρα απλά ανύπαρκτη (Σημίτης 2005, σσ. 60-75). Η Τουρκία, όμως, επιμένει, την επεξεργάζεται περισσότερο, την προ- βάλλει παντού και μάλιστα ουδείς διεθνώς φαίνεται να την επικρίνει ως προς τη σοβαρότητα και νομιμότητά της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι τακτικές αυτές των δύο πλευρών κινδυνεύουν να οδηγήσουν σιγά- σιγά εκ των πραγμάτων και λόγω ανυπαρξίας πρακτικών διεθνών αντιδράσεων σε μια σιωπηρή και de facto διεθνή αποδοχή της ύπαρξης περιοχών αμφισβητήσιμης κυριαρχίας στο Αιγαίο και η θεωρία να γίνει και ζοφερή πραγματικότητα. Όσο η Τουρκία δεν δείχνει με το πέρασμα του χρόνου την παραμικρή διάθεση να τις αποσύρει (το αντίθετο μάλιστα), αλλά και οι τρίτοι έντεχνα αποφεύγουν να λάβουν κατηγορηματική θέση και έτσι δεν επέρχονται οποιεσδήποτε έστω και λεκτικές καταδίκες και ακόμη λιγότερο κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας, τόσο περισσότερο αναπτύσσονται γύρω μας, ανεξάρτητα των δικών μας επιθυμιών, απόψεις για de facto ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» και γενικότερα αμφισβήτησης. Ολο ένα και περισσότερο διευρύνεται έτσι από «αντικειμενικούς» τρίτους το «πρόβλημα του Αιγαίου» με νέες «αμφισβητήσεις για νησίδες και βράχους» (Akiman 2002, σσ. 22-32), για να φθάσουμε σήμερα και στην προκλητικότερη όλων «γαλάζια πατρίδα» . Η μαγική λύση που θα «εξαφανίσει» το πρόβλημα όχι μόνο δεν φαίνεται να έρχεται, αλλά καθιερώνεται σιγά-σιγά ένα νέο επικίνδυνο προηγούμενο, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται και οι πιθανότητες επανάληψης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο της κρίσης. Προστίθενται εξάλλου και άλλες αρνητικές διαστάσεις, όπως το ενδεχόμενο μιας τουρκικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, αλλά με τρόπο που θα στηριζόταν στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των «γκρίζων ζωνών». Είναι, δηλαδή, πιθανότατο η Άγκυρα να προτιμήσει, εάν κατέφευγε στη δικαστική οδό, να θέσει σε αμφισβήτηση γενικότερα το καθεστώς όλων των νησίδων και βραχονησίδων της Δωδεκανήσου (αλλά και μεγάλου τμήματος του Ανατολικού Αιγαίου) και μέσω αυτών την ισχύ όλων των σχετικών άρθρων της Συνθήκης των Παρισίων, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή και εκείνου που επέβαλε την αποστρατικοποίηση του συμπλέγματος αυτού (Βαληνάκης 1998, σ. 90).

Σε κάθε περίπτωση, η κρίση στα Ίμια φάνηκε να συνέλαβε και πάλι την Ελλάδα απροετοίμαστη. Βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με μια άμεση και σοβαρότατη απειλή, αυτή τη φορά κλιμακωμένη κατά ελληνικού εδάφους, χωρίς η τότε κυβέρνηση να έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προ- βλήματος και ακόμη λιγότερο να έχει ακόμη επεξεργασθεί μια συνολική, ρεαλιστική, αλλά και ταυτόχρονα διεκδικητική στρατηγική. Παρά μάλιστα τις εξαγγελίες που έγιναν για μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων (νέα δομή και στελέχωση ΚΥΣΕΑ κ.ά.) ή για ανάληψη πρωτοβουλιών (Καθημερινή, 16.3.1998), η κατάσταση χειροτέρευσε αντί να βελτιωθεί.

Τα αποτελέσματα της ήττας στα Ίμια

Η κρίση των Ιμίων αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία μια ήττα της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα: α) στρατιωτικό, αφού επετεύχθη επιτυχής αποβίβαση Τούρκων σε ελληνικό έδαφος, β) πολιτικό, αφού η Ελλάδα ταπεινώθηκε,

αλλά και γ) διπλωματικό, αφού ελάχιστες χώρες υποστήριξαν σαφώς την εθνική θέση περί ελληνικότητας των νησιών.

Η διπλωματική ήττα είναι ακόμη πιο εκκωφαντική αν αναλογιστεί κανείς ότι: α) την οριοθέτηση με την Τουρκία είχε υπογράψει το 1932 μια ευρωπαϊκή χώρα, η Ιταλία, β) η συνοριακή αυτή διευθέτηση αποτυπώνεται στη συνέχεια στους επίσημους γερμανικούς χάρτες (1943-1945), γ) σε αμερικανικούς της ίδιας περιόδους και δ) στους αντίστοιχους επίσημους βρετανικούς (1945-1947) πριν τα Δωδεκάνησα ενσωματωθούν στην Ελλάδα. Ενώ, δηλαδή, η Ιταλία, η Βρετανία, η Γερμανία (αλλά και η Γαλλία για το Καστελόριζο) έχουν ως κατά διαστήματα κυρίαρχες την τελευταία εκατονταετία στα Δωδεκάνησα στα διπλωματικά αρχεία τους πλήρη και αδιάσειστα στοιχεία για την ελληνικότητα κάθε βραχονησίδας του συμπλέγματος, σιώπησαν εκκωφαντικά. Το ίδιο και η Ε.Ε. και η κοινοτική αλληλεγγύη ως σύνολο. Επιπλέον, η αμερικανική μεσολάβηση και απεμπλοκή από έναν ανοιχτό πόλεμο έγινε βάσει διπλωματικής φόρμουλας για τήρηση ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε θύτη και θύμα. Οι δύο χώρες υποχρεώθηκαν μεν και οι δύο να αποσύρουν «τα πολεμικά πλοία, τις σημαίες και τους στρατιώτες» από τις βραχονησίδες Ίμια, αλλά η φόρμουλα αυτή συνιστούσε για την Τουρκία μια σοβαρή διπλωματική νίκη. Από πλευράς της θεωρεί δηλαδή ότι καταγράφηκε η διεθνής αναγνώριση μιας ασαφούς κυριαρχίας στις βραχονησίδες και άρα η αναγνώριση ύπαρξης «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο (Μαρδάς 2019).

Παρά την έντονη κριτική στο εσωτερικό για τους ελληνικούς χειρισμούς, η κρίση των Ιμίων έδωσε αφορμή στην τουρκική πλευρά να θέσει υπό αμφισβήτηση την ελληνική κυριαρχία ένθεν των θαλασσίων ορίων που είχαν καθοριστεί το 1932, αμφισβητώντας στην ουσία ακόμη και τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Αποτέλεσε, επίσης, τη θρυαλλίδα για τη μαζική γενίκευση των τουρκικών εδαφικών αμφισβητήσεων και απαιτήσεων στην περιοχή του Αιγαίου. Η πρώτη ένδειξη αυτής της γενίκευσης φάνηκε στην τουρκική nota της 29.1.1996, όπου εν κατακλείδι διευκρινίζεται ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, με σκοπό τον καθορισμό της κυριότητας των μικρών νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Ανατολικό Αιγαίο και ότι μετά από αυτό θα μπορούσαν να καθορισθούν τα όρια των χωρικών υδάτων (Κaramahmut 1998, σ. 30). Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο 1996, η τουρκική εφημερίδα Jum- huriet εμφανίζει τυπωμένα αποσπάσματα μιας «έκθεσης στρατιωτικών ακαδημιών» σύμφωνα με την οποία οποιοδήποτε νησί στο Αιγαίο κάτω από έξι μίλια από την τουρκική ακτή «εκ του νόμου ανήκει στην Τουρκία, μία εκ των διαδόχων της οθωμανικής αυτοκρατορίας» και «η Τουρκία διατηρεί ακόμη την κυριαρχία εκτός από τα νησιά που δόθηκαν ρητώς στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923». Η Ελλάδα κατηγορείται ότι «απαιτεί κυριαρχία σε όλα τα αιγαιακά νησιά που όμως δεν αναφέρονται στη Συνθήκη της Λωζάννης και τη Συνθήκη 1947 του Παρισιού», οι οποίες καθόρισαν την κυριαρχία επί των νήσων της Δωδεκανήσου (Το Βήμα 18.8.1996).

Η κυριαρχία επί των Ιμίων εξελίσσεται έτσι σε ένα εθνικό σύμβολο για την κυριαρχία στο Ανατολικό Αιγαίο, ενώ η κυβέρνηση Σημίτη προβληματίζεται για το δέον γενέσθαι. Ανασυντάσσεται μετά το σοκ της κρίσης και αποφασίζει να προβεί στις εξής αλλαγές πολιτικής:

– Πρώτον, σε μια διπλωματική στροφή στις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία με την αναγνώριση λίγο αργότερα «νόμιμων δικαιωμάτων» της Τουρκίας στο Αιγαίο.

– Δεύτερον, σε αλλαγή της μέχρι τότε πάγια αρνητικής ελληνικής θέσης για την τουρκική ένταξη στην Ε.Ε. που μετατρέπεται σε θετική λίγο αργότερα και

– τρίτον, σε ένα μεγάλο πρόγραμμα παραγγελίας νέων εξοπλισμών, που, όμως, γρήγορα αποδεικνύεται όχι μόνο ατελέσφορο, αλλά και βυθισμένο σε σκάνδαλα παράνομων προμηθειών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

 Τουρκικά σφυροκοπήματα, ελληνική διολίσθηση

Ως προς τις διμερείς σχέσεις η ατμόσφαιρα είναι αρχικά βαριά, αφού η Άγκυρα πέτυχε να διευρύνει την πολιτική των διεκδικήσεών της ένα- ντι της Ελλάδας από την αρχική αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου σε μια νομικά μεν εξωφρενική, αλλά πολιτικά αποδοτική «θεωρία των γκρίζων ζωνών» πάνω στην οποία θα προσπαθήσει να πετύχει μια συνολική αναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος στο Αιγαίο και προχωρεί πλέον γι’ αυτό και σε έμπρακτη και με στρατιωτικά μέσα αμφισβήτηση ακόμη και ελληνικού εδάφους, δηλαδή πολλών νησιών και νησίδων του Αιγαίου (Μιχαήλ 1983, σσ. 25-26). Η διεκδίκηση, δηλαδή, εδάφους από το οποίο εκκινεί η χάραξη όλων των θαλασσίων ζωνών που το παράκτιο κράτος κατά το διεθνές δίκαιο δικαιούται οδηγεί αναπόφευκτα, αν γίνει αποδεκτή, σε συνολική ανακατανομή της κυριαρχίας στο Αιγαίο. Δηλαδή, όχι μόνο στην ξηρά (νησιά, νησίδια, βραχονησίδες), αλλά και στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο, σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή αυτή.

Αν και το θέμα τέθηκε για πρώτη φορά το 1996, δεν υπήρξε έκτο- τε σταθερός κατάλογος με τις βραχονησίδες που η Άγκυρα θεωρεί ότι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Αντιθέτως υποστηρίζει έναν διευρυμένο ορισμό τους: «Κάθε περιοχή της οποίας δεν έχει αποσαφηνισθεί το στάτους της από παλαιότερες διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες». Επικαλείται το πρωτοφανές για τη διεθνή συμβατική πρακτική επιχείρημα της έλλειψης ονομαστικής διατύπωσης στο κείμενο των Συνθηκών καθεμιάς από τα μικρότερα νησιά και μικρονησίδες και συνεπώς εμφανίζει το εδαφικό καθεστώς του Αιγαίου ως ατελές. Η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας έφθασε μάλιστα εκείνη την περίοδο ακόμη και μέχρι περιοχές όπως η Γαύδος, νότια της Κρήτης! Κατά τον συμμαχικό σχεδιασμό στη Νάπολη της νατοϊκής άσκησης DYNAMIC MIX 1996 που θα πραγματοποιούνταν στην περιοχή της Κρήτης, ο Τούρκος αντιπρόσωπος αντιτάχθηκε (δήλωση της 30ής Μαΐου 1996) στο να συμπεριληφθεί η Γαύδος στην άσκηση «λόγω της αμφισβητούμενης κυριαρχίας επ’ αυτής». Αν και το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών θεώρησε τη Γαύδο ένα τεχνικό και όχι πολιτικό ζήτημα, οι Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν αναφέρει ως «γκρίζες περιοχές» νησιά, νησίδες και βράχους που δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στις συνθήκες ή των οποίων η κυριαρχία μπορεί να είναι εκκρεμής (Ιωάννου-Στρατή 2013, σ. 451).

Η ελληνική πλευρά αντιπαρατάσσει βέβαια μια σοβαρή νομική επιχειρηματολογία. Το Αιγαίο απαρτίζεται από ολόκληρες σειρές νησιωτικών συγκροτημάτων, τα οποία αποτελούν τμήμα της ίδιας γεωγραφικής, ιστορικής και πολιτισμικής ολότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια, πυκνότητα και αλληλουχία που δεν συναντάται πουθενά αλλού στη Μεσόγειο. Τα μεγαλύτερα από αυτά τα νησιά αποτελούν το «φυσικό κέντρο» γύρω από το οποίο αναπτύσσεται ένα πλήθος υποσυγκροτημάτων από νησίδες, μικρονησίδες και υφάλους, σε μία μοναδική ενότητα και φυσική αλληλουχία, ώστε να μπορούν να υπάγονται στην κυριαρχία ενός και του αυτού κράτους (Ροζάκης 2005). Τυχόν αντίθετη άποψη θα ήταν παράδοξη και πέρα από κάθε όριο λογικής, καθώς αντιτίθεται στην πυκνότητα και τη δομή του αιγαιακού συγκροτήματος. Επιπλέον, οι Συνθήκες της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947), αλλά και οι προγενέστερες αυτών ως συνθήκες ρύθμισης συνόρων αφενός έχουν διαχρονική αξία (ά.6 της Συνθήκης της Βιέννης του 1969) και αφετέρου εξαίρεσαν στο Αιγαίο ρητά την ελληνική κυριαρχία μόνο επί της Ίμβρου, της Τενέδου και ορισμένων νησίδων εντός της ζώνης των 3 ν.μ. από τα μικρασιατικά παράλια, ενώ επί όλων των υπόλοιπων νησιών του Αιγαίου δεν αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας (Συρίγος 2015, σσ. 483-484).

Στο νομικό επίπεδο οι διεκδικήσεις της Τουρκίας όπως είναι εύλογο πάσχουν και για αυτό κατά την υπό συζήτηση εποχή δεν έχουν εκφρασθεί με πληρότητα και κατά τρόπο επίσημο. Ημιεπίσημη, όμως, θα πρέπει να θεωρηθεί η νομική μελέτη του Ιδρύματος Ατατούρκ, καθώς και η χρονολογικά προηγηθείσα μελέτη του H. Pazarci, νομικού συμβούλου του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών (Pazarci 1997, σ. 364, Γαβουνέλλη 2001, σ. 2). Η τουρκική επιχειρηματολογία για την ερμηνεία των διεθνών κειμένων και συμβάσεων σχετικά με το «ιδιοκτησιακό καθεστώς» και την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων επί των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου Πελάγους είναι μεν καινοφανής νομικά, αλλά η Άγκυρα την προβάλλει παντού. Επανέρχεται συνεχώς «επιχειρηματολογώντας» ότι η Ελλάδα κατέχει νόμιμα στο Αιγαίο μόνο τα νησιά που της εκχωρήθηκαν ονομαστικά ή που έχουν οριστεί ρητά από τις συνθήκες και από άλλες διεθνείς πράξεις. Έτσι, σύμφωνα με την Τουρκία, υπάρχουν νησιά τα οποία κατονομάζει συνήθως ενδεικτικά που δεν συγκεντρώνουν αυτές τις προϋποθέσεις και των οποίων το καθεστώς παραμένει συνεπώς ακαθόριστο. Αυτά είναι, κατά την έκφραση που χρησιμοποιεί η γειτονική χώρα, «γκρίζες ζώνες», που αποτελούν κατά τη γνώμη της ένα πρόβλημα περισσότερο πολιτικό παρά νομικό, το οποίο πρέπει να διευθετηθεί από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Η Ελλάδα, δηλαδή, σύμφωνα με τη νέα άποψη της Άγκυρας, μπορεί να ασκήσει κυριαρχία μόνο επί των νησιών και όχι επί των νησίδων και των βραχονησίδων των οποίων το ισχύον καθεστώς είναι (κατά την τουρκική άποψη) ακαθόριστο. Η δήθεν αοριστία αυτού του καθεστώτος κυριαρχίας, οι ονομαζόμενες «γκρίζες ζώνες», συνεπάγεται ουσιαστικά ανατροπή του καθεστώτος του Αιγαίου Πελάγους (Συρίγος 2015, σσ. 480-483).

Αν από μόνες τους και υπό άλλες συνθήκες οι απόψεις αυτές θα μπορούσαν να προκαλούν διεθνώς θυμηδία, στην περίπτωση του Αιγαίου η επιμονή της Άγκυρας να στηρίζει τις απόψεις της ασκώντας συνεχώς και παντού πίεση ακόμη και με προσφυγή σε στρατιωτική σύγκρουση θέτει αναγκαστικά το ζήτημα σε άλλο επίπεδο. Ως συγκολλητική ουσία των παραπάνω ήρθε αργότερα η υπόθεση «Εργκένεκον» να αποκαλύψει τους τουρκικούς σχεδιασμούς για την εφαρμογή στην πράξη της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» (Today’s Zaman 9.1.2009). Η υπόθεση ήταν μια ακόμη απόπειρα πραξικοπήματος του στρατού (μετά τα τρία που η Τουρκία ήδη αριθμεί: το 1960 κατά της κυβέρνησης Μεντερές, το 1971 και το 1980 κατά της κυβέρνησης Ντεμιρέλ). Πήρε το όνομά της από την ομώνυμη μυθική περιοχή-γενέτειρα των τουρκικών φύλων και αντιπροσωπεύει την απόλυτη διαπλοκή του βαθέος τουρκικού κράτους (Kaya 2009, σσ. 100- 103). Το ενδιαφέρον για την Ελλάδα εντοπίζεται στο ότι μέσα στην υπόθεση αυτή περιλαμβάνονταν και άλλες μικρότερες που αφορούσαν στον σχεδιασμό επιχειρήσεων στρατιωτικών και τρομοκρατικών, με σκοπό την αποδυνάμωση της κυβέρνησης Ερντογάν και την κατάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς. Ένα από αυτά τα «μικρότερα» σχέδια είναι και το σχέδιο «Βαριοπούλα», το οποίο αποκαλύφθηκε στις αρχές του 2010 από την τουρκική εφημερίδα Taraf. Σύμφωνα με αυτό, με τη γενικότερη αναταραχή που θα προκαλούνταν από την επιβολή δικτατορίας, θα γινόταν απόβαση τουρκικών δυνάμεων σε ελληνικά νησιά (Πρώτο Θέμα 24.1.2011).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ενδιαφέρον ιδιαίτερο έχει η επιλογή των τριών νησιωτικών συγκροτημάτων: Η Λέρος, οι Φούρνοι και οι Όινούσσες, στα οποία θα γινόταν η απόβαση. Όχι, δηλαδή, ακατοίκητες νησίδες, αλλά κατοικημένα νησιά! Το πρώτο σκέλος του σχεδίου ήταν η αεροπορική επιχείρηση «Καταιγίδα», βάσει της οποίας τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη θα εισέρχονταν στον ελληνικό εναέριο χώρο και θα προκαλούσαν σε αερομαχίες τα ελληνικά μαχητικά που θα έσπευδαν να τα αναχαιτίσουν. Στη συνέχεια θα επιδιωκόταν η πρόκληση επεισοδίου με σκοπό να σημειωθεί σύγκρουση ελληνικού και τουρκικού αεροσκάφους και συντριβή του δεύτερου στο Αιγαίο. Αν το σχέδιο δεν πετύχαινε, οι Τούρκοι στρατιωτικοί σχεδίαζαν μάλιστα να καταρρίψουν μόνοι τους το δικό τους αεροσκάφος. Στη συνέχεια τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης θα κατηγορούσαν την τουρκική κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να προστατεύσει τη χώρα απέναντι στην Ελλάδα. Καθώς το θερμόμετρο της έντασης θα ανέβαινε κατακόρυφα, το τουρκικό πολεμικό ναυτικό θα έβγαινε στο Αιγαίο και με την αύξηση των ναυτικών «ασκήσεων» και των αερομαχιών θα κλιμακωνόταν η πίεση στις δύο κυβερνήσεις για ανοιχτό πόλεμο. Ένα δεύτερο σκέλος του σχεδίου αφορούσε εξάλλου στην πραγματοποίηση «συγκρούσεων μικρής εμβέλειας» με την Ελλάδα στον Έβρο (Το Βήμα 7.2.2010).

Η ομάδα συνωμοτών Εργκένεκον είχε προφανώς διεισδύσει στο εσωτερικό των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ το σχέδιο εκπονήθηκε από ένα ηγετικό παρακρατικό πυρήνα ο οποίος και σχεδίασε με μεθοδευμένες κινήσεις την τουρκική επίθεση στην Ελλάδα. Μαθαίνουμε έτσι ουσιαστικά μέσα από την αποκάλυψη της υπόθεσης αυτής τα τουρκικά σχέδια στόχων και τη διαδικασία επικοινωνιακής σκηνοθεσίας μιας επίθεσης κατά της χώρας μας που, σύμφωνα με τους ιθύνοντες, είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας του σχεδίου την προετοιμασία και δημιουργία του κατάλληλου κλίματος στην Τουρκία (Sledgehammer 2010). Το σκεπτικό αυτών των σχεδιασμών αναμφίβολα ταιριάζει με τις απόψεις πολλών Τούρκων ιθυνόντων, αφού η υλοποίηση των σχεδίων αυτών θα είχε θετικές προεκτάσεις για τη χώρα τους. Πρώτον, θα επιτυγχανόταν κατάληψη ελληνικών εδαφών με ταυτόχρονη ταπείνωση του «αυθάδη» γείτονα που «τόλμησε να ξεκινήσει την αντιπαράθεση» και υπό αυτές τις συνθήκες κέρδη σε όλα τα επίπεδα με την Ελλάδα: στις «γκρίζες ζώνες», στη Θράκη κ.λπ. Ακόμη και σε περίπτωση πρόωρης εκτόνωσης της κρίσης θα ήταν ένα τεστ των δυνατοτήτων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από πλευράς Τουρκίας.

Η Ελλάδα δυστυχώς ούτε αξιοποίησε διπλωματικά και επικοινωνιακά (για να εκθέσει διεθνώς τον τρόπο σχεδιασμού των Τούρκων στρατιωτικών) τα σχέδια αυτά ούτε τα έλαβε σοβαρά υπόψη της, επαναπαυόμενη στην απλή διάλυση της οργάνωσής της και την ακύρωση των σχεδίων της. Όμως αξίζει ιδιαίτερης προσοχής η αποκάλυψη ότι η ελληνο-τουρκική στρατιωτική αναμέτρηση δεν επιδιώχθηκε απλά και μόνο για λόγους εσωτερικής νομιμοποίησης του πραξικοπήματος, αλλά σχεδιαζόταν πραγματικά η απόβαση σε κατοικημένα ελληνικά νησιά και η κατοχή εδαφών της Ελλάδας, δηλαδή ενός άλλου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ (Sledgehammer 2010).

Σε διπλωματικό επίπεδο, ο Μεσούτ Γιλμάζ, που διεδέχθη την Τανσού Τσιλέρ, ως πρωθυπουργός αποφάσισε να υιοθετήσει ένα νέο τρόπο προσέγγισης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, που εμφανίστηκε να στηρίζεται (Γκιενενσάι στην Καθημερινή 26.5.1996) σε μια πιο διαλλακτική, ευρωπαϊκού τύπου φρασεολογία και σε μια πρωτόγνωρη για την Τουρκία ευελιξία ως προς την ακολουθητέα διαδικασία επίλυσης. Είναι χαρακτηριστι- κό ότι δεν απέκλεισε ακόμη και την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όμως οι αλλαγές αυτές αποδείχθηκαν γρήγορα φραστικές ή υπαγορευμένες από μια νέα τουρκική θεώρηση της δικαστικής οδού που δεν είναι πια ηττοπαθής βασιζόμενη ακριβώς κι αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο στα κέρδη των Ιμίων και τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Το «διάλειμμα Γιλμάζ» αντικαταστάθηκε από τον ετερόκλητο συνασπισμό Τσιλέρ Ερμπακάν, που επανέφερε τις τουρκικές θέσεις στις γνωστές σταθερές της τουρκικής στρατηγικής. Ο Ν. Ερμπακάν φάνηκε να επιθυμεί ίσως μια ηπιότερη στρατηγική, που θα του επέτρεπε προφανώς να αφο- σιωθεί ταχύτερα και αποτελεσματικότερα στην εδραίωση στο εσωτερικό της Τουρκίας των ισλαμικών αρχών (Toprak 1981, Hunter στην Καθημερινή 27.4.1997). Στην πράξη, όμως, συνεχίζονται όλες οι ανησυχητικές για την Ελλάδα τάσεις: η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και των κάθε είδους επενδύσεων στα μέσα που θα συμβάλουν στην ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη, η διατήρηση αμείωτων των τουρκικών διεκδικήσεων σε όλα τα μέτωπα, αλλά και η προσθήκη νέων διεκδικήσεων κάθε φορά που παρουσιάζεται μια ευκαιρία και αξιοποιείται κατάλληλα η νέα συγκυρία (Cumhuriyet 7.8.1996, Μilliyet 14.6.1996).

Αντιμέτωπη με τα αποτελέσματα της ήττας στα Ίμια και της συνεχούς τουρκικής πίεσης, η κυβέρνηση Κ. Σημίτη προσπαθεί να πετύχει την εκτόνωση της κρίσης. Έτσι συνομολογεί τη Διακήρυξη της Μαδρίτης, στο πλαίσιο διμερούς συνάντησης του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο 1997. Με τη Διακήρυξη, η Ελλάδα αναγνώριζε τα «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα [της Τουρκίας] στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους». Οι δύο χώρες δεσμεύονταν για «αποφυγή μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση» Η Διακήρυξη δεσμεύει να διευθετήσουν τις «διαφορές» τους με ειρηνικά μέσα στη βάση της αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς τη χρήση ή απειλή βίας (Βαληνάκης-Τριανταφύλλου 1998). Όπως ήταν επόμενο, η συμφωνία αυτή Κ. Σημίτη-Σ. Ντεμιρέλ δέχθηκε εύλογα σκληρή κριτική, καθώς αναγνωρίζει στην Τουρκία ζωτικά και «νόμιμα» συμφέροντα στο Αιγαίο, εξισώνοντάς την ουσιαστικά με την Ελλάδα.

Νέα διπλωματική ήττα σημειώνεται τον Δεκέμβριο 1998, όταν η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε σε νέα υποχώρηση στο πλαίσιο της κρίσης των πυραύλων S-300 (βλ. και παρακάτω). Λόγω των έντονων τουρκικών αντιδράσεων και ανοιχτών απειλών στρατιωτικής επέμβασης, ακυρώθηκε η μεταφορά των ρωσικών αυτών αντιαεροπορικών πυραύλων που είχε παραγγείλει για την άμυνά της η Κυπριακή Δημοκρατία στη Μόσχα. Με τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης δρομολογήθηκε η ταπεινωτική μετεγκατάστασή τους στην Κρήτη (Φωτίου 2010, σ. 54).

Μία ακόμη διπλωματική ήττα προέκυψε και από την κρίση γύρω από τον Κούρδο ηγέτη Οτσαλάν, όταν αποκαλύφθηκε ότι οι ελληνικές αρχές δέχτηκαν να φιλοξενηθεί μυστικά στην πρεσβεία στην Κένυα ο καταζητούμενος αρχηγός του –διεθνώς αναγνωρισμένου ως τρομοκρατικού– Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Με αμερικανική παρέμβαση εξαναγκάσθηκε η ελληνική κυβέρνηση να τον παραδώσει στην Τουρκία, εξέλιξη που προκάλεσε και αλλαγή ηγεσίας στο ΥΠΕΞ, με την ανάλη- ψή του από τον Γιώργο Παπανδρέου. Η Ελλάδα εξετέθη με την υπόθεση αυτή διεθνώς και έδωσε αφορμή στην Τουρκία να της προσάψει κατηγο- ρίες περί υπόθαλψης τρομοκρατών (The Observer 28.9.1997).

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ