Ελληνοτουρκικά

Ποια τα μυστικά των τουρκικών εξοπλισμών- Πώς απαντά η Ελλάδα

Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν περιορίζονται σε ένα «παλάτι» που θα ζηλεύουν οι ξένοι ηγέτες όταν το επισκέπτονται. Ο Τούρκος Πρόεδρος αρέσκεται στους συμβολισμούς και οραματίζεται να μπει στο πάνθεον των Τούρκων ηγετών πλάι σε προσωπικότητες της τουρκικής ιστορίας όπως ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.

Τον σκοπό αυτό υπηρετεί το αφήγημά του για τη «Νέα Τουρκία», το σχέδιο για μία «εγχώρια και εθνική» (yerli ve milli) αμυντική βιομηχανία θα πρέπει να οδηγήσει σε εθνική αυτάρκεια σε ποσοστό 75% ως το 2023 – όταν συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας – και σε πλήρη ανεξαρτησία το 2053, έτος συμπλήρωσης έξι αιώνων από την Αλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς.

Όμως όπως διαπιστώνει το ΒΗΜΑ η στρατικοποίηση της Εξωτερικής πολιτικής, η διπλωματία των κανονιοφόρων όπως πολλάκις έχει χαρακτηριστεί, αποτελεί μείζον θέμα για την Αθήνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πώς κινείται η Αθήνα


Η προβολή ισχύος από πλευράς Άγκυρας πλήττει ευθέως τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα στην κρίσιμη περιοχή της Μεσογείου και έχει οδηγήσει την Αθήνα σε δύο κομβικές επιλογές. Η πρώτη είναι η προώθηση μιας σειράς εξοπλιστικών προγραμμάτων για την Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό με την παράλληλη προσπάθεια δημιουργίας μιας εθνικής αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν παραγγελθεί τα 18 γαλλικά αεροσκάφη Rafale και εστάλη επιστολή (LoR) για προμήθεια 18-24 αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35.

Επιπλέον, πριν από λίγες ημέρες έγινε μία πρώτη παρουσίαση από την εταιρεία Lockheed Martin της αμερικανικής φρεγάτας MMSC, με το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να έχει εισηγηθεί την απόκτηση τεσσάρων πλοίων. Το σχετικό LoR αναμένεται να αποσταλεί προσεχώς. Το εν λόγω σκάφος, μήκους 118 μέτρων και εκτοπίσματος 4.200 τόνων, θεωρείται ότι μπορεί να καλύψει τις ελληνικές ανάγκες, αλλά ο «άγνωστος Χ» παραμένει αν μπορεί να υλοποιηθεί το σχέδιο για κατασκευή τριών εκ των τεσσάρων φρεγατών σε ελληνικό ναυπηγείο. Η δεύτερη είναι η έναρξη μιας εκστρατείας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με απώτερο (πλην δύσκολο) στόχο την επιβολή ενός εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, που αξιοποιεί τη στρατιωτική βοήθεια που λαμβάνει από κράτη-μέλη της ΕΕ για την άσκηση εξαναγκαστικής πολιτικής εναντίον ενός συμμάχου της.

Το «μάθημα» του Ναγκόρνο - Καραμπάχ


Σύμφωνα με το ΒΗΜΑ οι πρόσφατες εικόνες από τις συγκρούσεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στις οποίες η δράση των τουρκικών Μη Επανδρωμένων Οχημάτων (Unmanned Aerial Vehicles – UAVs) Bayraktar TB2 που διέθετε ο αζερικός στρατός αποδείχθηκε καταλυτική για την ανάκτηση από το Μπακού μεγάλου κομματιού εδαφών, επανέφεραν στο προσκήνιο τους κινδύνους που εγκυμονεί για την Ελλάδα η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας.


Είναι γνωστό ότι η συνειδητοποίηση εκ μέρους της Αγκυρας ότι πρέπει να δημιουργηθεί μία εγχώρια αμυντική βιομηχανική βάση χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970 και το πλήγμα του εμπάργκο όπλων που επέβαλαν οι ΗΠΑ μετά την εισβολή στην Κύπρο. Από το 1974 ως το 1985 προωθήθηκε η σύσταση – με κρατικές επιχορηγήσεις – πολλών εκ των εταιρειών (TUSAS, ASELSAN, HAVELSAN) που βλέπουμε σήμερα να παράγουν διάφορα συστήματα, όπως πυραύλους και βλήματα. Παράλληλα, τη δεκαετία του 1980 ιδρύθηκαν τρεις θεσμοί που διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην προώθηση μιας εθνικής αμυντικής βιομηχανικής βάσης: η Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων Αμυντικού Εξοπλισμού (1983) και το Γραφείο Ανάπτυξης και Διοικητικής Υποστήριξης της Αμυντικής Βιομηχανίας (1985), που μετετράπη το 1989 σε υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας (SSM), προτού απορροφηθεί απευθείας στην τουρκική Προεδρία το 2018 και τεθεί υπό την ομπρέλα του κ. Ερντογάν.

Η Τουρκία πάτησε γκάζι το 2002


Όπως αναφέρει η εφημερίδα από το 2002 και την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), οι ρυθμοί επιταχύνθηκαν. Υπολογίζεται ότι σήμερα η Τουρκία καλύπτει περίπου το 65% των αμυντικών αναγκών της από την εγχώρια βιομηχανία σε σχέση με 20% πριν από μερικά χρόνια. Για την περίοδο 2019-2023 εκτιμάται ότι θα γίνουν άμεσες δημόσιες επενδύσεις ύψους 1,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ το 2019 οι αμυντικές δαπάνες ανήλθαν στο 5,3% επί του ΑΕΠ. Παράλληλα, προωθείται μία επιθετική πολιτική εξαγωγών κυρίως σε «αδελφές» μουσουλμανικές χώρες. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία του Ινστιτούτου Ερευνας για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), η Τουρκία βρίσκεται στη 14η θέση των χωρών με τις μεγαλύτερες εξαγωγές αμυντικού υλικού και ο όγκος των εξαγωγών έφθασε το 2019 τα τρία δισεκατομμύρια δολάρια.

Αυτό που καθιστά την ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας ιδιαίτερα επικίνδυνη για τη Ελλάδα είναι ότι συνδυάζεται με αυτό που ο γνωστός τούρκος αμυντικός αναλυτής Τσαν Κασάπογλου ονομάζει «εκστρατευτική» (expeditionary) αμυντική πολιτική. Σε σχετικό εκτενές άρθρο του στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Insight Turkey» που είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην αμυντική βιομηχανία της γείτονος (το εν λόγω περιοδικό εκδίδεται από τη δεξαμενή σκέψης SETA που απηχεί πλήρως τις απόψεις του τουρκικού καθεστώτος), ο Κασάπογλου παρουσιάζει τέσσερις πυλώνες που καθορίζουν τον μετασχηματισμό των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων τα τελευταία χρόνια: α) το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και τη δημιουργία ισχυρού Πολεμικού Ναυτικού, β) την υιοθέτηση ενός πολεμικού μοντέλου με έμφαση σε εκστρατευτικές επιχειρήσεις (π.χ. Συρία, Λιβύη), γ) την ενίσχυση του ρόλου των ειδικών δυνάμεων και τη συγκρότηση ενόπλων ομάδων/μισθοφόρων που επιτρέπουν στην Αγκυρα να κάνει, ουσιαστικά, «πόλεμο δι’ αντιπροσώπων» (proxy warfare), όπως έχει φανεί σε Συρία, Λιβύη αλλά και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, δ) τη δημιουργία προωθημένων βάσεων για προβολή στρατιωτικής ισχύος (Κατάρ, Συρία, Λιβύη, Βόρειο Ιράκ, Κύπρος).

Δεν θέλει μόνο εξοπλισμούς, θέλει και τεχνογνωσία


Για να λειτουργήσουν αυτοί οι πυλώνες απαιτούν όμως συγκεκριμένα οπλικά συστήματα. Ηδη από τη δεκαετία του 1980, η Τουρκία επεδίωξε, με έμφαση αρχικά στην Πολεμική της Αεροπορία, να αντλήσει τεχνογνωσία μέσα από την προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών. Τα 152 από τα συνολικά 160 F-16 που αγόρασε το 1983 συναρμολογήθηκαν στην Τουρκία, ενώ κάτι ανάλογο συνέβη και με άλλα 80 F-16 τη δεκαετία του 1990. Στη συνέχεια, η Τουρκία εισήλθε ως εταίρος στην κατασκευή του αεροσκάφους F-35 5ης γενιάς, από το οποίο έχει προς το παρόν εξέλθει λόγω της προμήθειας του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400.

Σε όλες σχεδόν τις προμήθειες της τελευταίας 40ετίας πάντως, η Αγκυρα επιδιώκει την άντληση τεχνογνωσίας. Η επιμονή της σε αυτό ήταν που απέτρεψε την προμήθεια Patriot, αλλά την ίδια στιγμή είχε άλλα οφέλη, όπως π.χ. αυτό που συμβαίνει με την κατασκευή των έξι υποβρυχίων τύπου 214 από τη Γερμανία. Ανάλογα κινήθηκε η Τουρκία στην κατασκευή των ελικοπτέρων T129 ATAK με τις ιταλικές Alenia και Augusta Wetland, αλλά και με τη Γαλλία για τα ηλεκτρονικά συστήματα των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας CN-235 που προέρχονται από την Ισπανία.

Τι προβληματίζει την Ελλάδα


Όπως αναφέρει το BHMA βασική πηγή ανησυχίας για την Ελλάδα είναι η αναμενόμενη ένταξη (μεταξύ 2022 και 2027) στον τουρκικό στόλο των έξι υπερσύγχρονων συμβατικών υποβρυχίων 214 (κλάση Reis), τα οποία φέρουν το σύστημα αναερόβιας πρόωσης (ΑΙΡ) που τους επιτρέπει να μένουν περισσότερη ώρα στον βυθό και παράλληλα να φορτίζουν τις μπαταρίες τους. Η εγχώρια κατασκευή θα ευνοήσει όχι μόνο το πρόγραμμα του εθνικού υποβρυχίου αλλά και την ευρύτερη προβολή ναυτικής ισχύος που προβλέπει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Επιπλέον, τα τουρκικά 214 αναμένεται να φέρουν πυραύλους Harpoon Block II, ενώ ανησυχία θα πρέπει να προκαλούν οι σκέψεις για μετέπειτα εξοπλισμό τους με πυραύλους τύπου Cruise. Αν στα παραπάνω προστεθεί η ολοκλήρωση της κατασκευής του μικρού αεροπλανοφόρου/ελικοπτεροφόρου «Anadolu» που κατασκευάζεται στην Τουρκία σε συνεργασία με την ισπανική Navantia και με βάση το «Juan Carlos I», τότε η ανάγκη ενίσχυσης του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού απαιτεί ταχύτατες αποφάσεις.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ