Απόψεις

Περιβαλλοντικά μονοπάτια για την ειρήνη και τη συμφιλίωση στην Υεμένη

Η σύγκρουση στην Υεμένη πλησιάζει τον όγδοο χρόνο της, χωρίς ουσιαστικά σημάδια αποκλιμάκωσης. Έχει κατακερματίσει τον κοινωνικό ιστό της χώρας, έχει προκαλέσει αδιανόητα ανθρωπιστικά δεινά και έχει προκαλέσει μια δυσεπίλυτη πολιτική κρίση. Οι επιτυχείς ειρηνευτικές προσπάθειες στην Υεμένη θα απαιτήσουν μια χωρίς αποκλεισμούς βιώσιμη διευθέτηση. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, επηρεάζουν άμεσα τα μέσα διαβίωσης και αλληλεπιδρούν με τη δυναμική των συγκρούσεων. Ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση περιβαλλοντικών ζητημάτων πρέπει να αποτελεί μέρος των προσπαθειών για την επίτευξη ειρήνης.

Αυτό εγείρει τα ερωτήματα για το πώς αφήνουμε χώρο για περιβαλλοντικούς προβληματισμούς κατά τη διαπραγμάτευση ειρήνης σε ένα τόσο περίπλοκο και επείγον πλαίσιο, και πώς αυτό μπορεί να γίνει με τρόπο που να ευθυγραμμίζεται και να ενεργεί σύμφωνα με τις φωνές των Υεμένης. Μια μελέτη του Διεθνές Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης διερευνά αυτά τα ερωτήματα, κάνοντας έναν απολογισμό μιας σειράς προσπαθειών για την οικοδόμηση της ειρήνης στο περιβάλλον και τομείς εξειδίκευσης. Εμβαθύνει στο πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη βάση υπό την ηγεσία της Υεμένης για να μετριαστεί αυτό που έχει εκδηλωθεί ως μεγάλη κρίση ανθρώπινης ασφάλειας: τις καταστροφικές συνέπειες της ταχείας περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της κλιματικής αλλαγής σε μια χώρα που μαστίζεται από βίαιες συγκρούσεις.

Περιβαλλοντικές προκλήσεις εν μέσω βίαιων συγκρούσεων

Η Υεμένη βρίσκεται σε βίαιες συγκρούσεις από το 2015 και το 2021 κατατάσσεται ως το πιο εύθραυστο κράτος του κόσμου σύμφωνα με το Fragile States Index. Ακόμη και πριν από τη σύγκρουση, η Υεμένη ήταν περιβαλλοντικά εύθραυστη. Η χώρα είναι εξαιρετικά ευάλωτη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και έχει υποφέρει από υψηλά επίπεδα χρόνιας φτώχειας και επισιτιστικής ανασφάλειας λόγω της μεγάλης εξάρτησης από τις εισαγωγές τροφίμων. Στα χρόνια από την έναρξη της σύγκρουσης, η καταστροφή και η ρύπανση εμπόδισαν περαιτέρω τους Υεμενίτες να φροντίσουν το περιβάλλον τους.

Ενώ η σύγκρουση συνεχίζεται, το φυσικό περιβάλλον της Υεμένης καταρρέει υπό τη συνδυασμένη πίεση της κλιματικής πίεσης, των επιπτώσεων των συγκρούσεων και της κακής διαχείρισης των φυσικών πόρων, γεγονός που επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο από δεδομένα και μελέτες. Η χώρα έχει δει έντονες βροχές και καταιγίδες, κρίση νερού, υποβάθμιση γεωργικών εκτάσεων και βοσκοτόπων, απώλεια δενδροκάλυψης, ζημιές στο θαλάσσιο περιβάλλον, καθώς και ατμοσφαιρική ρύπανση, πετρελαϊκή και άλλη χημική ρύπανση. Σύμφωνα με το Notre Dame Global Adaptation Initiative (ND-GAIN), από τις 20 χώρες που είναι πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, 12 αμαυρώθηκαν από συνεχιζόμενες συγκρούσεις. Η Υεμένη κατατάσσεται στην 172η θέση από τις 182 για την κλιματική ευπάθεια. Για την Υεμένη, η σύγκρουση σημαίνει ότι η χώρα δεν έχει ούτε την ικανότητα ούτε τους οικονομικούς πόρους να αφιερώσει για να αντιμετωπίσει τη ζημιά που προκλήθηκε στο περιβάλλον της και ως εκ τούτου τα δεινά των κατοίκων της. Όπως καταλήγει το ND-GAIN, υπάρχει «μεγάλη ανάγκη για επενδύσεις και καινοτομίες για τη βελτίωση της ετοιμότητας και μεγάλη επείγουσα ανάγκη για δράση».

Μεταξύ Οκτωβρίου 2020 και Οκτωβρίου 2021, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ειρήνης διεξήγαγε ευρείας κλίμακας διαβουλεύσεις μεταξύ σχεδόν 16.000 Υεμενιτών σε εννέα επαρχίες, αποτελώντας τη μεγαλύτερη προσπάθεια στην πρόσφατη ιστορία, παρά τη συνεχιζόμενη σύγκρουση, να ερευνήσει μέλη της κοινωνίας της Υεμένης σχετικά με τις ανάγκες και τις προοπτικές τους στην αναζήτηση διαρκούς ειρήνης. Η περίοδος διαβούλευσης συνέπεσε με ιδιαίτερα ισχυρές καταρρακτώδεις βροχές και πλημμύρες, οι οποίες αναμφίβολα συνέβαλαν σε ένα εντυπωσιακό εύρημα: η πλειοψηφία των ερωτηθέντων κατέταξε τις περιβαλλοντικές ανησυχίες (όπως οι συνθήκες διαβίωσης και οι φυσικοί πόροι) ως επείγουσα προτεραιότητα. Κάποιοι μάλιστα το κατέταξαν πάνω από το «τέλος του πολέμου».

Αυτό υπογραμμίζει την έντονη ανάγκη αντιμετώπισης περιβαλλοντικών ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, στο πλαίσιο των ειρηνευτικών προσπαθειών και όχι ως «μεταγενέστερη σκέψη» ή παράπλευρο ζήτημα. Ταυτόχρονα, απαιτείται βαθύτερη, πιο συγκεκριμένη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτά τα ζητήματα επηρεάζουν τις τοπικές κοινωνίες και τι μπορούν να κάνουν οι κοινότητες για να τα αντιμετωπίσουν.

Περιβαλλοντικοί οδοί για ειρήνη και συμφιλίωση

Οι προκλήσεις που παρουσιάζονται από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και το μεταβαλλόμενο κλίμα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της αναζήτησης ειρήνης, κυρίως επειδή μπορούν να χρησιμεύσουν ως σημεία εισόδου και πλατφόρμες για συνεργασία, συμφιλίωση και οικοδόμηση ειρήνης. Η αντιμετώπιση των κλιματικών κινδύνων, της επισιτιστικής ανασφάλειας και της έλλειψης πρόσβασης σε καθαρό νερό είναι πρώτα και κύρια ζήτημα άμεσης ανθρώπινης ασφάλειας. Είναι όμως και θέμα σκέψης για το μέλλον.

Οι ειρηνευτικές συμφωνίες είναι δύσκολο να συναφθούν, και ακόμη πιο δύσκολο να τηρηθούν και να οικοδομηθούν βιώσιμα. Η διαρκής ειρήνη εξαρτάται από διαδικασίες για την επίλυση των συγκρούσεων που εμπλέκονται ουσιαστικά με όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και απαιτεί τελικά μια κρίσιμη μάζα της κοινωνίας να αποδεχθεί τη διευθέτηση. Για να γίνει αυτό, οι άνθρωποι πρέπει να πιστέψουν ότι η διευθέτηση προσφέρει κάτι καλύτερο από ό,τι έχει προηγηθεί και ότι είναι προς το συμφέρον τους να μείνουν με αυτό και να μην υποστηρίξουν τους πιθανούς αντιμαχόμενους. Όσο περισσότερο η ειρηνευτική διευθέτηση λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις απόψεις της ευρύτερης κοινωνίας, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να δοθεί νομιμότητα και να αποκτηθεί υποστήριξη.

Η κλιματική αλλαγή και η μετάβαση με χαμηλές εκπομπές άνθρακα είναι θέματα που θα διαμορφώσουν το μέλλον. Για να απαντηθεί πώς θα διαμορφώσει το μέλλον η μετάβαση σε χαμηλές εκπομπές άνθρακα, πρέπει να συμπεριληφθεί μια ευρεία διατομή του πληθυσμού και οι προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης, είτε σε τοπικό είτε σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Ορισμένοι Υεμενίτες βρίσκονται ήδη στην πρώτη γραμμή της απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα. Παραδείγματα περιλαμβάνουν την αιχμή του δόρατος μεθόδων παραγωγής καθαρής ενέργειας, τη διαπραγμάτευση τοπικής πρόσβασης σε τρόφιμα και νερό και την ανάπτυξη σχεδίων για δράση για το κλίμα σε εθνικό επίπεδο. Πρέπει όμως να γίνουν περισσότερα, ειδικά για τη σύνδεση του τοπικού και του εθνικού πλαισίου.

Υπάρχουν σημαντικά σημεία εισόδου για την Υεμένη που συνδέονται με τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα, τη χρηματοδότηση για το κλίμα και όλους τους απαραίτητους θεσμούς για τη διευκόλυνση της μετάβασης από τη σύγκρουση σε μια βιώσιμη, πράσινη κοινωνία. Αυτά πρέπει να γίνουν καλά κατανοητά και να αξιοποιηθούν ορθά τόσο από την Υεμένη όσο και από διεθνείς παράγοντες.

Στις 25 Μαΐου, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ειρήνης θα πραγματοποιήσει μια διαδικτυακή συζήτηση στο Φόρουμ της Στοκχόλμης για την Ειρήνη και την Ανάπτυξη με τίτλο «Περιβαλλοντικές πορείες για τη συμφιλίωση στην Υεμένη». Σύμφωνα με το SIPRI προσκλήθηκαν αρκετοί Υεμενίτες οικοδόμοι ειρήνης και ακτιβιστές να παρουσιάσουν τη δουλειά τους μέσα από το πρίσμα των περιβαλλοντικών ανησυχιών και να συζητήσουν τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η περιβαλλοντική δράση στην ειρήνη στην Υεμένη.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ