Συχνά γίνεται λόγος για τις μάχες και τους αγώνες του 1821. Για τον οπλισμό και τα συστήματα που ακολουθούσαν. Ωστόσο, τι ρούχα φορούσαν και που χρησίμευαν αυτά.
Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές. Ίσως να μη ντύνονται ακόμα όλοι «ευρωπαϊκά» αλλά και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές.
Οι στολές της προεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες «παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής.
Το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος.
Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο.Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του.Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά.
Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης…Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών.Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί.
Κεφάλι
Ας κάνουμε αρχή από το κεφάλι. Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά.
Η μαντυλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα.
Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση.
Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους
–
Kαι χαλκογραφίες εκείνης της εποχής
φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά.
Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Αντρούτσος κι ο Πανουργιάς.
Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης.
Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ’ αυτό και στέκονταν στην κορφή.
Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (βασιλικής παλαιότερα).
Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι.
Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του.

Μαλλιά
Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ’ αφήνανε περήφανα σαν χαίτη να ξανεμίζουν στους ώμους τους.
Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά.
–
Γελέκι
Στο κορμί φορούσαν εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά.
Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά.
Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια, κορδόνια.

Φουστανέλα
Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε.
Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες.
Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες.
Η φουστανέλα μ’ όλο που ήταν καμωμένη με άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ’ άρματά τους.
Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι!
Πολλοί επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το απόφευγαν μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλα τους.
–
Υποδήματα
Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα.
Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε

–
με τις γκέτες – σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια.
Στο Εικοσιένα αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες.
Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά.
Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Υπήρχε και άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο.
Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, ενώ τ’ άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.
Ντουλαμάς
Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά.
Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση.
Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες.
Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο.
Τις ύφαιναν με «φλόκο» – κρόσια – που τον φορούσαν από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο.
Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα.
Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.
–
Σελλάχι
Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι.
Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα – φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες.
Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσαν τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους.
Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα.
Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό.
Σε κάποια άκρη πάντα θα βρισκόταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα.

–
Στολίδια
Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Πρώτο ήταν το κουτσέκι.
Στην δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά.
–
Άρματα
Ήταν αναπόσπαστο μέρος.

Κουμπούρες-Χαρμπί
Μέσα από το σελλάχι ξεπεταγόντανε πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες. Παφίλια και λαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι.
Αυτό είχε πολλές χρήσεις.
Όταν το ξεθηκαρώνανε γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή.
–

–
Γιαταγάνι
Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι.
–
Μπελ χατζάρι – Τσεκούρι – Τοπούζι
Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού βρίσκονταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι.

–
Σπάθα – Πάλα
Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, από μεταξόπλεχτη λουρίδα, κρεμόντανε η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του.
Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα.
Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.
–

–
Καριοφίλια
Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι.
Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του.
Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός).
Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι».
Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με εκείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι».
Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι,
και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»
Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Θανάσης Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παροιμία «γυναίκα, ντουφέκι και άλογο δεν δανείζεται».