Οι καρδιακές παθήσεις παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως, στερώντας κάθε χρόνο περισσότερες ζωές από οποιαδήποτε άλλη πάθηση. Εδώ και δεκαετίες, οι γιατροί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη μέτρηση της χοληστερόλης -ιδίως της LDL- για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, οι έρευνες δείχνουν πλέον ότι η φλεγμονή -κι όχι μόνο η χοληστερόλη- διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στις καρδιαγγειακές παθήσεις. Στο επίκεντρο βρίσκεται ένας δείκτης στο αίμα, η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη σύμφωνα με τοygeiamou.gr
Νέα εποχή στην εκτίμηση του κινδύνου ή
Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) παράγεται από το ήπαρ ως αντίδραση στη φλεγμονή. Αυξημένα επίπεδα μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια λοιμώξεων, τραυματισμών ιστών, αυτοάνοσων παθήσεων, παχυσαρκίας και μεταβολικών διαταραχών, όπως ο διαβήτης. Ουσιαστικά, λειτουργεί ως σήμα ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ενεργοποιηθεί.
Η CRP μετριέται εύκολα, μέσω μιας τυπικής εξέτασης αίματος: Τα χαμηλά επίπεδα (κάτω από 1 mg/d) υποδηλώνουν ελάχιστη φλεγμονή και συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Αντίθετα, τα επίπεδα άνω των 3 mg/d αντανακλούν αυξημένη φλεγμονή και σημαντικά αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Αναγνωρίζοντας αυτά τα στοιχεία, νέες κλινικές συστάσεις του Σεπτεμβρίου 2025 ζήτησαν τον τακτικό έλεγχο της CRP, παράλληλα με τις παραδοσιακές εξετάσεις χοληστερόλης. Αυτό δείχνει ότι η CRP αποτελεί συχνά ισχυρότερο προγνωστικό παράγοντα καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών επεισοδίων, ενώ, σε ορισμένες μελέτες, έχει την ίδια απόδοση με την αρτηριακή πίεση στην πρόβλεψη καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Πώς συνδέεται η φλεγμονή με τις καρδιακές παθήσεις
Η αθηροσκλήρωση -η σταδιακή συσσώρευση λιπαρών πλακών στο εσωτερικό των αρτηριών- δεν είναι απλώς μια παθητική συσσώρευση χοληστερόλης, αλλά μια ενεργή, ανοσολογική διαδικασία, που εξελίσσεται με το χρόνο. Όταν τα αιμοφόρα αγγεία υποστούν βλάβη, είτε από υψηλό σάκχαρο στο αίμα, κάπνισμα ή άλλους παράγοντες στρες, τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συρρέουν στην περιοχή, απορροφώντας τα σωματίδια χοληστερόλης στην κυκλοφορία του αίματος και σχηματίζοντας πλάκες στο τοίχωμα των αρτηριών. Με την πάροδο του χρόνου, η συνεχιζόμενη δραστηριότητα του ανοσοποιητικούαποδυναμώνει το προστατευτικό κάλυμμα πάνω απ’ τις πλάκες. Εάν σπάσει, μπορεί να σχηματιστεί θρόμβος, εμποδίζοντας τη ροή του αίματος και προκαλώντας καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η χοληστερόλη, λοιπόν, είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Η φλεγμονή -και η ανοσολογική αντίδραση που τη συνοδεύει- καθοδηγεί κάθε στάδιο του σχηματισμού πλάκας. Η CRP χρησιμεύει ως μετρήσιμος δείκτης αυτής της υποκείμενης φλεγμονώδους δραστηριότητας.
Ο ρόλος του τρόπου ζωής
Σε αντίθεση με πολλούς γενετικούς παράγοντες κινδύνου, τα επίπεδα CRP σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις επιλογές του τρόπου ζωής. Η διατροφή, η σωματική δραστηριότητα και το σωματικό βάροςεπηρεάζουν την ποσότητα CRP που παράγει το ήπαρ. Οι πλούσιες σε φυτικές ίνες δίαιτες -που δίνουν έμφαση στα λαχανικά, τα φασόλια, τους ξηρούς καρπούς, τους σπόρους και τα δημητριακά ολικής αλέσεως- συνδέονται σταθερά με χαμηλότερα επίπεδα CRP. Άλλα τρόφιμα που μειώνουν τη φλεγμονή είναι τα μούρα, το ελαιόλαδο, το πράσινο τσάι, οι σπόροι τσία και ο λιναρόσπορος. Η τακτική άσκηση και η απώλεια βάρους συμβάλλουν περαιτέρω στη μείωση της CRP.
Η χοληστερόλη εξακολουθεί να έχει σημασία
Ανεξάρτητα από τον ρόλο της φλεγμονής, η χοληστερόλη παραμένει σημαντικός παράγοντας κινδύνου καρδιακών παθήσεων. Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν πλέον κατανοήσει ότι ο κίνδυνος δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την LDL χοληστερόλη, αλλά από τον αριθμό των σωματιδίων που τη μεταφέρουν.
Αυτή η διαπίστωση έχει ενισχύσει τη σημασία της απολιποπρωτεΐνης Β (apoB), μιας εξέτασης αίματος που μετρά τον αριθμό των σωματιδίων που περιέχουν χοληστερόλη. Όπως και η CRP, τα επίπεδα apoB επηρεάζονται από παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή, η άσκηση και η διαχείριση του βάρους. Η υψηλή πρόσληψη φυτικών ινών και ωμέγα-3 λιπαρών οξέων τείνει να μειώνει τον αριθμό των σωματιδίων, ενώ η υπερβολική πρόσληψη σακχάρων έχει αντίθετα αποτελέσματα.
Ένας άλλος βασικός δείκτης είναι η λιποπρωτεΐνη, ένας γενετικά καθορισμένος δείκτης, που συνδέεται με τα σωματίδια χοληστερόλης. Η λιποπρωτεΐνη αυξάνει την «κολλητικότητα» της χοληστερόλης, καθιστώντας πιο πιθανό να κατακαθίσει στις αρτηριακές πλάκες. Επειδή τα επίπεδα είναι κληρονομικά και δεν επηρεάζονται από τον τρόπο ζωής, αυτός ο δείκτης μετριέται μία φορά.
Μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πρόληψης
Συμπερασματικά, οι καρδιακές παθήσεις δεν οφείλονται σε μία μόνο αιτία. Είναι το σωρευτικό αποτέλεσμα του μεταβολισμού της χοληστερόλης, της φλεγμονής, της γενετικής και των επιλογών του τρόπου ζωής, που αλληλεπιδρούν για δεκαετίες. Η πρόληψη, επομένως, είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την εκτίμηση του κινδύνου περιλαμβάνει τη μέτρηση της LDL χοληστερόλης, της CRP, της απολιποπρωτεΐνης Β και της λιποπρωτεΐνης. Μαζί, αυτοί οι δείκτες παρέχουν μια σαφέστερη και πιο εξατομικευμένη εικόνα του καρδιαγγειακού κινδύνου.