Ιστορία
Ενημερώθηκε στις:

Οι διπλωματικές προσπάθειες νομιμοποίησης της Ελληνικής Επανάστασης

Ἡ ἀποστασία αὐτὴ ἀφοροῦσε πρωτίστως τὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία, δεδομένου ὅτι ὁ ἑλληνικὸς ἀγῶνας διατάραξε τὴν ἐδαφικότητά της καὶ ἐπισφράγισε τὴν ἀνυπακοὴ τῶν (μέχρι πρότινος) ὑπηκόων της. Ἐπίσης ἡ Ἐπανάσταση ἀποτελοῦσε μία ἐνέργεια ποὺ καθιστοῦσε τοὺς Ἑλληνες παρανόμους πρὸς τὰ εὐρωπαϊκὰ βασίλεια τῆς ἐποχῆς καὶ μὴ συμβατοὺς μὲ τὶς ἀντεπαναστατικὲς ἀρχὲς τοῦ μεταναπολεόντειου κόσμου. Ἡ Αὐστρία καὶ ἡ Μεγάλη Βρετανία εἶχαν ἐπιπλέον ἀνησυχίες, διότι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐπέμβαση τῆς Ρωσίας στὰ ὀθωμανικὰ ἐδάφη. Ἑπομένως, ὁ ἑλληνικὸς ξεσηκωμὸς καθίστατο ἀποστασία καὶ πρὸς τὴ Ρωσία, καθὼς τὴν ἐξέθετε πρὸς τὶς ὑπόλοιπες Δυνάμεις ὡς ὑποκινήτρια τῆς ἀνατροπῆς τῆς ἰσορροπίας τῶν Δυνάμεων, λόγω τῶν παραδοσιακῶν της σχέσεων μὲ τοὺς Ἕλληνες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀκόμα, τὴν ἀνάγκαζε νὰ παρέμβει γιὰ νὰ ἄρει τὶς συνέπειες τὶς καταστολῆς καὶ τῶν ἀντιποίνων τῶν Ὀθωμανῶν πρὸς τοὺς ἑλληνορθοδόξους (προστατευόμενους τοῦ Ρώσου αὐτοκράτορα).

Ἡ Ρωσία τηροῦσε ἀρχικὰ ἐπαμφοτερίζουσα στάση, ἡ ὁποία συνῆδε ἀπὸ τὴ μία μὲ τὴν παραδοσιακὴ συμπάθεια τῶν Τσάρων πρὸς τοὺς ἑλληνορθόδοξους ὑπηκόους τῆς Πύλης, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὸν ρόλο της ὡς ἐγγυήτριας δύναμης τῆς σταθερότητας. Ἡ ἀμφιρρέπουσα συμπεριφορά της ἀντανακλοῦσε τὶς διαφορετικὲς κατευθύνσεις ποὺ εἶχαν χαράξει πολιτικοὶ κύκλοι στὸν περίγυρο τοῦ Τσάρου Ἀλέξανδρου: ὁ Καποδίστριας ὑποστήριζε μία πιὸ ἐπιθετικὴ στρατηγικὴ ἔναντι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνῶ ὁ ἕτερος Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν, ὁ Nesselrode, ἐκπροσωποῦσε τὴ φιλειρηνικὴ μερίδα. Παρὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν ἀπόψεων τοῦ Metτernich στὸ Λάυμπαχ, ἡ κοινὴ γνώμη στὴ Ρωσία πίεζε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἐφαρμογῆς τῆς παραδοσιακῆς πολιτικῆς τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης, δηλαδὴ αὐτῆς ποὺ θα κινοῦνταν ἐπιθετικὰ πρὸς ἕναν ρωσοτουρκικὸ πόλεμο.

Τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ σφαγὲς καὶ οἱ λεηλασίες τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχη ἐρέθιζαν τοὺς Ρώσους. Οἱ τελευταῖοι ἀπάντησαν, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1821, μέσω τοῦ πρέσβη τους στὴν Κωνσταντινούπολη Stroganov, μὲ τελεσίγραφο πρὸς τὴν Πύλη ποὺ ἀπαιτοῦσε τὴν παύση τῶν ταραχῶν, τὴν ἀπρόσκοπτη λειτουργία τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τὴν προστασία τῶν «ἀθώων» Χριστιανῶν στὰ ἐδάφη τοῦ σουλτάνου· ἐπίσης τὴν ἀπόσυρση τῶν ὀθωμανικῶν στρατευμάτων ἀπὸ τὶς Ἡγεμονίες καὶ τὴν ἐναρμόνιση τῆς περιοχῆς σύμφωνα μὲ τὶς ὑπογραφεῖσες συνθῆκες.[2] Τὸ ξέσπασμα ἑνὸς νέου ρωσοτουρκικοῦ πολέμου ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν ἀλλὰ ἡ Αὐστρία καὶ ἡ Ἀγγλία ἀποδοκίμασαν τὸ ἐνδεχόμενο αὐτό, ἐνῶ ὁ Τσάρος φοβόταν τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὶς συνέπειες μίας στρατιωτικῆς ἐμπλοκῆς πρὸς ὄφελος μιᾶς ἐπανάστασης.Ἡ ἐπικράτηση τῆς φιλειρηνικῆς μερίδας ἔγινε ξεκάθαρη ὅταν παρατηρήθηκε, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1822, ἐπαναστατικὸς ἀναβρασμὸς στὴν Πολωνία[4], γεγονὸς ποὺ ὤθησε ἀποφασιστικὰ τὶς διαθέσεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλέξανδρου πρὸς τὶς ἀπόψεις τοῦ Nesselrode. Ἡ ρωσικὴ πολιτικὴ συμμορφώθηκε μὲ τὶς ὑποδείξεις τοῦ Metternich, πράγμα ποὺ ὁδήγησε τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια στὴν παραίτηση ἀπὸ τὰ καθήκοντα τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1822.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Λίγους μῆνες ἀργότερα, τὸν Νοέμβριο τοῦ 1822, στὸ συνέδριο στὴ Βερόνα, ἡ Ρωσία φαινόταν διατεθειμένη νὰ ἐπαναλάβει τὶς διπλωματικὲς σχέσεις της μὲ τὴν Πύλη θέτοντας μετριοπαθεῖς ὅρους, ὅπως τὴν χορήγηση ἐγγυήσεων γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν Ἑλλήνων, τὸν σεβασμὸ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τὴν ἐκκένωση τῶν Ἡγεμονιῶν.[6] Οἱ Ἕλληνες ἐπιχείρησαν νὰ ἐκπροσωπηθοῦν στὸ συνέδριο, βασικὸ ζήτημα τοῦ ὁποίου ἦταν ἡ λήψη ἀποφάσεων γιὰ τὴν καταστολὴ τῆς φιλελεύθερης ἐπανάστασης τῆς Ἱσπανίας. Ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς, ὡς πληρεξούσιος τῆς ἑλληνικῆς Διοίκησης, ἔφτασε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ στὴν Ἰταλία. Ὡστόσο, τὸ ἑλληνικὸ κίνημα καταδικάστηκε ἐκ νέου, ἐξαιτίας τοῦ ἀσύνετου καὶ ἐγκληματικοῦ ἐπιχειρήματος τῆς ἐπανάστασης[7], καὶ ὁ Μεταξᾶς δὲν ἔλαβε κἄν ἀπάντηση στὶς ἐπιστολές ποὺ παρέδωσε, ἐκ μέρους τῆς Διοίκησης, στοὺς πληρεξουσίους τῶν Δυνάμεων, ἐνῶ τὴν ἴδια τύχη εἶχε καὶ ἡ ἀποστολὴ νέων πληρεξουσίων, τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ καὶ τοῦ Γεώργιου Μαυρομιχάλη, στὰ τέλη τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1822. Τὸ Ἐκτελεστικὸ ζητοῦσε τὴν ἐκπροσώπηση τῆς Ἑλλάδας στὸ συνέδριο ἐπικαλούμενο τὴ χριστιανικὴ θρησκεία, στὸ ὄνομα τῆς ὁποίας διεξαγόταν ὁ Ἀγῶνας, ἐνῶ ἀπευθύνθηκε ἰδιαιτέρως, μὲ ἐπιστολές του, στὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξανδρο καὶ τὸν πάπα Πίο Ζ΄νὰ μεσολαβήσουν ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος.

Ἀντίστοιχη ἐπιστολὴ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἑλληνικῶν θέσεων ἔστειλε στὸν διατρίβοντα στὴ Βερόνα, Τσάρο Ἀλέξανδρο, τὸν Ὀκτώβριο, καὶ ὁ Ἰγνάτιος, ἐκθέτοντας τὴν κατάσταση τῆς Ἑλλάδος καὶ τὰ αἴτια τῆς Ἐπανάστασης.[10] Ὁ Μητροπολίτης ἀνέφερε ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση προκλήθηκε ἐξαιτίας τῶν χρόνιων καταχρήσεων καὶ τῆς κακοδιοίκησης τῶν Τούρκων, τῆς αὐθαιρεσίας τῶν τοπαρχῶν καὶ τῆς καταπάτησης τῶν δικαιωμάτων τῶν Ἑλλήνων (τῆς ζωῆς, τῆς, τιμῆς, τῆς θρησκείας καὶ τῆς ἰδιοκτησίας)· πρακτικὲς ποὺ ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ὅρους τῆς κατάκτησης,[11] δηλαδὴ ποὺ παραβίαζαν τὴ «νομιμότητά» της. Ἀκόμα, ὁ Ἰγνάτιος διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὴν ἐπικρατοῦσα στὶς εὐρωπαϊκὲς αὐλὲς ἄποψη, ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ἀποτελοῦσε συνέχεια τῆς Γαλλικῆς, ποὺ συνταράσσει ἀκόμη ὄλην τὴν Εὐρώπη. Ἀνέφερε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔβλεπαν πάντα τοὺς Γάλλους ὡς ἐχθρούς, ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν διομολογήσεων τοῦ Φραγκίσκου Α΄ καὶ μετά, ἐπειδὴ εὐνοοῦσαν τοὺς καθολικοὺς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀποκλειστικῶς, ἕως τὴν παροῦσα ἐποχὴ ποὺ ἡ Συμβατικὴ Συνέλευσις κατήργησε τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν.

Μάλιστα ἐξέφρασε τὴν παράδοξη θέση ὅτι ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἐπηρέασε τοὺς Τούρκους περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες -γι’ αὐτὸ καὶ πλήττονταν ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἐξεγέρσεις- καὶ ὅτι τὸ δημοκρατικὸ σύστημα τῶν Γάλλων δὲν ἀντιτίθεται στὴ θεμελιώδη βάσιν τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας, καθόσον καὶ τὸ πολίτευμα τῶν πρώτων μωαμεθανῶν ἦτο λαϊκὸν καὶ δημοκρατικόν (!!!). Τέλος, ἀναφέρθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία ποὺ ὑπῆρξε ἔργον τυχοδιωκτῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως οὐδεμίαν εἶχον σχέσιν πρὸς τοὺς Καρμπονάρους· οἱ Ἕλληνες ἐπλανήθησαν ἀπὸ τοὺς ἑταιριστὲς νομίζοντες, ὅτι ἡ λεγομένη Ἑταιρεία ὑπῆρξε καὶ ἐλειτούργει ἐν Ρωσία ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου. Ὡστόσο, οἱ ἄρχοντες τῆς χώρας, γράφει, ἀπεριφράστως ἠρνήθησαν τὸ σχέδιον τοῦ Δημήτριου Ὑψηλάντη ποὺ ἤθελε νὰ συγκεντρώσει πᾶσα πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἐξουσία τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι, ἡ μορφὴ τοῦ πολιτεύματος διαμορφώθηκε σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῶν προκρίτων καὶ ὄχι τῶν ἑταιριστῶν.

Παρὰ τὶς ἀνωτέρω προσπάθειες νὰ καταδειχθεῖ ὁ Ἑλληνικὸς Ἀγῶνας νομιμόφρων καὶ συμβατὸς μὲ τὶς ἀρχὲς τῶν εὐρωπαϊκῶν βασιλείων, ἡ ἑλληνικὴ ὑπόθεση ἔμεινε στάσιμη στὸ συνέδριο τῆς Βερόνας. Ἡ Ρωσία, ἐγκλωβισμένη στὸ πλαίσιο τῆς ἰσορροπίας τῶν Δυνάμεων καὶ τῆς φοβικότητας ἀπέναντι στὶς ἐπαναστάσεις, δὲν θὰ διεκδικήσει τοὺς παλαιοὺς πόθους τῆς ἐξωτερικῆς της πολιτικῆς συμπράττοντας μὲ τοὺς Ἕλληνες κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν. Τὰ ἑλληνικὰ πράγματα στὰ διεθνῆ παρασκήνια ἔμοιαζαν νὰ παγώνουν, ὅμως ἡ αὐτοκτονία τοῦ ὑπουργοῦ τῆς Μεγάλης Βρετανίας, Castlereach, καὶ ἡ ἀντικατάστασή του ἀπὸ τὸν Canning, στὰ τέλη τοῦ 1822, θὰ μεταβάλει τοὺς προσανατολισμοὺς τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς. Ἡ θαλάσσια ὑπερδύναμη,  στὴ συνέχεια, θὰ ἐπιδιώξει νὰ προωθήσει τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα, ἐκμεταλλευόμενη τὴν ἀδράνεια τῆς Ρωσίας καὶ ἐπιδιώκοντας νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ ἐκείνη τοὺς παραδοσιακούς της συμμάχους Ἑλληνες καὶ νὰ ἐπιβάλει τὰ συμφέροντά της στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο.

Ἡ μεταβολὴ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς καὶ τὸ πρῶτο ἐθνικὸ δάνειο

Στὴ Μεγάλη Βρετανία τὰ φιλελληνικὰ αἰσθήματα ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονα καὶ ἡ ἀνάληψη τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν ἀπὸ τὸν George Canning ἔδωσε τὴν εὐκαιρία ἀνάπτυξης ἔμπρακτης δράσης γιὰ τὴν εὐόδωση τῆς ἑλληνικῆς ὑπόθεσης. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1823 δημιουργήθηκε τὸ Φιλελληνικὸ Κομιτάτο τοῦ Λονδίνου μὲ σκοπὸ τὴν ὑποστήριξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Σημαντικὸ ρόλο στὴν ἵδρυση τῆς ἐπιτροπῆς διαδραμάτισαν οἱ Edward Blaquiere καὶ John Bowring, φιλελεύθεροι θιασῶτες τῆς συνταγματικῆς θεωρίας τοῦ -ἐπίσης μέλους τοῦ κομιτάτου- Geremy Bentham.Στὸ κομιτάτο ἐντάχθηκαν ἀρκετοὶ βουλευτὲς τῶν Whigs (τοῦ φιλελεύθερου κόμματος), ὅπως ὁ John Hobhouse καὶ ὁ Thomas Erskine, ἀλλὰ καὶ συνταγματικοὶ τῶν Tories (τῆς συντηρητικῆς παράταξης), ὅπως ὁ Francis Burdett καὶ ὁ Joseph Hume.  Ὁ Erskine ἦταν ὁ πρῶτος ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Βουλῆς τῶν Λόρδων ποὺ τάχθηκε ἀνοιχτὰ ὑπὲρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀγῶνα, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἐπικράτησης τοῦ Εὐαγγελίου καῖ τοῦ πολιτισμοῦ.

Ἀπὸ τὸν δεύτερο κιόλας χρόνο τῆς Ἐπανάστασης, ἡ ἑλληνικὴ Διοίκηση, βλέποντας τὶς ἀνάγκες τοῦ πολέμου καὶ τὰ ἔξοδα τοῦ προϋπολογισμοῦ νὰ ὑπερτεροῦν κατὰ πολὺ τῶν ἐσόδων, ἄρχισε νὰ καταβάλει προσπάθειες γιὰ τὴ σύναψη ἐξωτερικοῦ δανείου μὲ ὑποθήκη τὶς ἐθνικὲς γαῖες.Ἔτσι, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1823, ἀνέθεσε στὸν Ἀνδρέα Λουριώτη νὰ ἀναζητήσει δάνεια στὶς ἀγορὲς τῆς Εὐρώπης. Ὁ Λουριώτης, μετὰ τὸ πέρασμά του ἀπὸ Ἱσπανία καὶ Πορτογαλία, συναντήθηκε μὲ τὸν Blaquiere στὸ Λονδίνο, ὁ ὁποῖος τοῦ σύστησε τοὺς Βρετανοὺς φιλέλληνες τοῦ Κομιτάτου. Οἱ διεθέσεις τοῦ Κομιτάτου ὡς πρὸς τὴ χορήγηση δανείου στοὺς Ἕλληνες ἦταν ἀρκετὰ εὐνοϊκὲς καί, στὶς 3 Μαρτίου, ἀποφασίστηκε νὰ σταλεῖ ὁ Blaquiere στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἐξετάσει ἀπὸ κοντὰ τὰ πράγματα. Ὁ τελευταῖος, στὶς ἀναφορές του πρὸς τὸ κομιτάτο ἀπὸ τὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα, ὑπογράμμιζε τὴν σπουδαιότητα τῶν Ἑλλήνων -ποὺ σὲ ἀντίξοες συνθῆκες μάχονται γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη, τὸ ἔθνος τους καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ εἶναι ἄξιοι νὰ ἀνήκουν στὴν οἰκογένεια τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν- καί, ταυτόχρονα, τὸ συμφέρον τῆς Μεγάλης Βρετανίας ἀπὸ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τοῦ Ἀγῶνα, τοποθετημένο στὴ βάση τῆς δημιουργίας μίας νέας ἀγορᾶς γιὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ βιομηχανικὰ προϊόντα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μέσα στὸ κλίμα τοῦ διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων πού, ὅπως θὰ δοῦμε, ἐπικράτησε, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1823, μεταξὺ Ἐκτελεστικοῦ καὶ Βουλευτικοῦ, ὁ Blaquiere ἀντιμετώπισε τὴ δυσπιστία τοῦ Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καί, γενικότερα, τῆς φιλοκολοκοτρωνικῆς μερίδας, ἡ ὁποία ἀντιτίθετο στὴν σύναψη δανείου καὶ τὸν θεωροῦσε πράκτορα τῆς ἀγγλικῆς κυβέρνησης.Ἀντίθετα, ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδᾶτος -ὁ ὁποῖος ἐπεδίωκε τὴν γεωπολιτικὴ σύνδεση μὲ τὴν θαλασσοκράτειρα καὶ τὴν καλλιέργεια ἑνὸς ἀνταγωνιστικοῦ πλασίου, ὅπου οἱ Δυνάμεις θὰ διεκδικοῦσαν τὴν ἐπιρροὴ στὰ ἑλληνικὰ πράγματα πλειοδοτώντας σὲ παραχωρήσεις πρὸς τοὺς Ἕλληνες- ἔστειλε ἀμέσως προσωπικὴ ἐπιστολὴ στὸν Canning, στὶς 22 Ἰουνίου/4 Ἰουλίου, μὲ σκοπὸ νὰ διαλύσει τὶς συκοφαντίες ποὺ διαδίδονταν γιὰ τὸν Ἀγῶνα καὶ νὰ προσελκύσει τὴ βρετανικὴ εὔνοια.

Στὴν ἐπιστολὴ ὁ Μαυροκορδᾶτος τόνισε ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Ἀγῶνας δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ κίνημα τῶν Καρμπονάρων οὔτε μὲ τὰ συμφέροντα τῆς Ρωσίας καὶ ὅτι, ἀπεναντίας, ἡ Ἑλλάδα, ὡς νέα ἰσχυρὴ δύναμη, μπορεῖ νὰ συμβάλει ἀποτελεσματικότερα στὴν ἀνάσχεση τῶν Ρώσων ἀπὸ τὴν παρηκμασμένη Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Γι’ αυτὸ τὸν λόγο, σύμφωνα μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο, ἡ Ἀγγλία θὰ διευκόλυνε τὰ σχέδια τῆς Ρωσίας, ἄν ἐπέμενε στὴν πολιτικὴ τῆς ἀκεραιότητας τῆς Τουρκίας. Οὐσιαστικά, ἐπανέλαβε τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ ὑπομνήματος τοῦ 1820,[19] ἡ ὁποία ὅμως πλέον τίθεται σὲ μία ρεαλιστικότερη βάση καὶ σὲ μία ἄμεσα ἐφαρμόσιμη προοπτική. Τὴ στροφὴ πρὸς τὴν Ἀγγλία προωθοῦσε διπλωματικὰ ἀπὸ τὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 1822 καὶ ὁ Ἰγνάτιος, βλέποντας τὴν ἀδυναμία τοῦ Τσάρου νὰ προωθήσει τᾶ ἑλληνικὰ συμφέροντα στὴ Βερόνα.[20] Σύμφωνα μὲ τὸν Μητροπολίτη, μόνον αὐτὴ ἡ Διοίκησις (ἡ ἀγγλική) ἄν ἤθελεν εἶναι ἤ κρυφίως ἤ φανερὰ ὑπὲρ Γραικῶν, χρείαν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἡ Ἑλλὰς δὲν ἔχει.[21] Ἡ Μεγάλη Βρετανία ἦταν ἡ μόνη δύναμη ποὺ μποροῦσε νὰ διαρρήξει τὴν πολιτικὴ γραμμὴ τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας στὸ ἑλληνικὸ ζήτημα καὶ αὐτὸ ὁ Ἰγνάτιος τὸ εἶχε ἀντιληφθεῖ.

Σὲ αυτὸ τὸ πλαίσιο τὸ Φιλελληνικὸ Κομιτάτο τοῦ Λονδίνου ἀνέλαβε τὸν ρόλο τοῦ διαμεσολαβητῆ μεταξὺ τῆς τριμελοῦς ἐπιτροπῆς τῆς ἑλληνικῆς διοίκησης -ἡ ὁποία συστάθηκε γιὰ τὴ διαπραγμάτευση τοῦ δανείου καὶ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς Λουριώτη, Ὀρλάνδο καὶ Ζαΐμη- καὶ τῶν χρηματοπιστωτικῶν οἴκων τοῦ City τοῦ Λονδίνου, μέσα σὲ ἕνα κλίμα φιλελληνισμοῦ, ἀρχαιολατρίας καὶ πολιτικοῦ φιλελευθερισμοῦ ποὺ καλλιεργοῦνταν τότε στὴν Ἀγγλία μὲ τὴ συνδρομὴ καὶ τοῦ βρετανικοῦ τύπου. Ὁ Μαυροκορδᾶτος, ὡς Ἀρχιγραμματέας τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1823, ἔδωσε ὁδηγίες στὴν τριμελῆ ἐπιτροπὴ νὰ ἐξετάσει τὶς ἀληθεῖς προθέσεις τῶν Ἄγγλων στὸ ἑλληνικὸ ζήτημα, νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ ἑλληνικὸ κίνημα δὲν ἔχει σχέση μὲ τοὺς σκοποὺς τῆς Ρωσίας, νὰ ἀναδείξει τὴ σύμπτωση τῶν συμφερόντων Ἑλλάδας καὶ Μεγάλης Βρετανίας καὶ νὰ προβάλει τὴν πρόθεση δημιουργίας πολιτικῶν καὶ ἐμπορικῶν σχέσεων μὲ τὴ θαλασσοκράτειρα· τέλος, νὰ μὴ φανερώσει δημόσια τὴν πρόθεση δημιουργίας πολιτικῶν σχέσεων ἀλλὰ μόνον τὸν σκοπὸ τῆς σύναψης δανείου.Ἀκόμα, ὁ Μαυροκορδᾶτος συμβούλευσε ἰδιαιτέρως τὸν Λουριώτη νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὶς ἐχθρικὲς διαθέσεις τῶν Ἄγγλων ἔναντι τῆς Ρωσίας, ἀποδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς ὅτι εἶν’ ἀδύνατον νὰ ὑπάρξη τουρκικὸν κράτος εἰς τὴν Εὐρώπην, καὶ ὅτι εἶν’ ἀνάγκη ν’ ἀντικατασταθῆ εἰς τὸν τόπον του νέα τις δύναμις ἰσχυρά, ζηλότυπος τῆς ἀνεξαρτησίας της καὶ ἱκανὴ ν’ ἀνθέξη διὰ συμμάχων δυνατῶν εἰς πᾶσαν εἰσβολήν.[24]Στὴν πραγματικότητα, ἡ Ἀγγλία εἶχε μπεῖ σὲ μία διαδικασία ἀναθεώρησης τοῦ δόγματος τῆς ὀθωμανικῆς ἀκεραιότητας. Ὡστόσο ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ πλεύσης δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκφραστεῖ ἀπότομα καὶ ἀνοιχτά, καθὼς θὰ ἔστρεφε τὰ ρωσικὰ ὅπλα ἐναντίον τῶν Τούρκων, πράγμα ποὺ ἐνδεχομένως νὰ ἀκύρωνε τὰ βρετανικὰ σχέδια γεωπολιτικῆς ἡγεμονίας στὸν χῶρο τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου.

Ἡ πρώτη σαφὴς κίνηση τῆς Ἀγγλίας ὑπὲρ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἔγινε τὸν Μάρτιο τοῦ 1823, ὅταν ἀντιμετωπίστηκαν τὰ ἑλληνικὰ πολεμικὰ πλοῖα στὸ Ἰόνιο ὡς πλοῖα ἐμπόλεμου ἔθνους.Τὴν ἴδια περίοδο, ἡ ἑλληνικὴ Διοίκηση εἶχε ἐμπλακεῖ σὲ μία περίεργη ἱστορία συνεννοήσεων μὲ τὸ τάγμα Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν τῆς Μάλτας, διὰ μέσου τοῦ Γάλλου φιλέλληνα Philippe Jourdain: σύμφωνα μὲ τὸ πλάνο τῶν διαπραγματεύσεων, οἱ ἱππότες τοῦ Ἀγίου Ἰωάννη θὰ ἐπανεγκαθίσταντο στὴν Ρόδο, τὴν παλαιά τους ἕδρα, καὶ ὡς ἀντάλλαγμα θὰ ἀναγνώριζαν τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ θὰ μεσολαβοῦσαν γιὰ τὴ σύναψη δανείου ἀπὸ τὴ Γαλλία.[26] Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ ἀποδείχθηκε ἐν τέλει ἀπάτη, ὅμως βοήθησε στὴν ἐπίσπευση τῶν διαδικασιῶν γιὰ τὴ σύναψη τοῦ ἀγγλικοῦ δανείου, ἐπειδὴ οἱ Βρετανοὶ φοβήθηκαν τὴ γαλλικὴ ἀνάμειξη καὶ ἐπιρροὴ στὰ ἑλληνικὰ πράγματα. Ἡ βρετανικὴ ἀπεμπλοκὴ ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῶν δεσμεύσεων τῶν Δυνάμεων, σχετικὰ μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀγῶνα, ὁδήγησε στὴν ἴδια κατεύθυνση καὶ τὴ Ρωσία. Ἡ τελευταία ὑπέβαλε ὑπόμνημα στὴν Ἱερὰ Συμμαχία, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1824 γιὰ τὴ λύση τοῦ ἑλληνικοῦ ζητήματος, γνωστὸ μὲ τὴν ὀνομασία «σχέδιο τῶν τριῶν τμημάτων», τὸ ὁποῖο προέβλεπε τὴν ὕπαρξη τριῶν αὐτόνομων ἑλληνικῶν ἡγεμονιῶν ὑπὸ ρωσικὴ προστασία στὰ ἐδάφη τοῦ Σουλτάνου. Τὸ σχέδιο ἀπερρίφθη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα ἄρχισε νὰ τίθεται σὲ ἄλλη βάση στὰ διεθνῆ παρασκήνια. Οἱ Δυνάμεις εἶχαν πλέον ἀναγνωρίσει τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγῶνα καὶ εὐνοοῦσαν ἀρχικὰ μία πολιτικὴ λύση στὴ βάση τῆς αὐτονομίας (ὄχι ἀκόμα τῆς ἀνεξαρτησίας). Ἀκόμα καὶ ἐκπρόσωποι τῆς αὐστριακῆς κυβέρνησης, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1824, παραδέχονταν ὅτι εἶχαν κάνει λάθος ὡς πρὸς τὴν ἑλληνικὴ ὑπόθεση, ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν εἶναι Καρμπονάροι καὶ ὅτι στὸ ἑξῆς δὲν θὰ μποροῦν νὰ συνυπάρχουν μὲ τοὺς Τούρκους ὡς κατακτημένοι.Ὁ Ἀγῶνας οὐσιαστικὰ εἶχε νομιμοποιηθεῖ καὶ τὰ πάντα θὰ ἐξαρτῶνταν ἀπὸ τὴν ἔκβαση τῶν πολεμικῶν ἀναμετρήσεων καὶ τοὺς ἐπακόλουθους διπλωματικοὺς χειρισμούς. Τὸ βρετανικὸ δάνειο συνομολογήθηκε στὶς 17 Φεβρουαρίου τοῦ 1824, στὸ Λονδίνο, μετὰ ἀπὸ διαπραγμάτευση τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου μὲ τραπεζίτες καὶ ἐμπόρους τοῦ Λονδίνου. Τὸ ποσὸ τοῦ δανείου συμφωνήθηκε στὶς 800.000 λίρες, στὸ 59% τῆς ὀνομαστικῆς του ἀξίας καὶ μὲ τόκο 5%, πράγμα ποὺ σήμαινε ὅτι στὰ ἑλληνικὰ χέρια θὰ ἔφταναν 454.700 λίρες. Ὕστερα, ὅμως, ἀπὸ προκαταβολικὴ ἀφαίρεση τῶν χρεόλυτρων καὶ τῶν τόκων δύο ἐτῶν καὶ διαφόρων ἐξόδων καὶ προμηθειῶν, εἰσπράχθηκαν ἐν τέλει 298.700 λίρες.Τὸ δάνειο παρελήφθη ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Γεώργιου Κουντουριώτη τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος εἶχε ξεκινήσει. Τὰ χρήματα αὐτὰ τελικὰ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴν ἐπικράτηση ἔναντι τῶν ἀνταρτῶν/ἀποστατῶν τῆς ἐσωτερικῆς διαμάχης.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ