Πολύτιμες πληροφορίες για την τεχνική κατασκευής του μεγάλου εμπορικού πλοίου που κατευθυνόταν, τον 1ο αι. π.Χ,, φορτωμένο με θησαυρούς, από την Ελλάδα στην Ιταλία, αλλά και για την ποικιλομορφία της αρχαίας ελληνικής τέχνης έφερε στο φως η πέμπτη και τελευταία υποβρύχια ανασκαφική έρευνα στο Ναυάγιο των Αντικυθήρων η οποία ολοκληρώθηκε 125 χρόνια μετά την ιστορική ανακάλυψη του. Πρόκειται για το σημαντικότερο παγκοσμίως ναυάγιο, από ιστορική, ναυτική, εμπορική, πολιτιστική και τεχνολογική άποψη, εξαιτίας του πλούτου των ευρημάτων του με κορυφαίο τον περίφημο Μηχανισμό των Αντικυθήρων.
Από τα πλέον σημαντικά ευρήματα της πενταετούς αυτής έρευνας θεωρούνται τα αρθρωτά ξύλινα κατάλοιπα του κύτους του πλοίου, που ανακαλύφθηκαν το 2024, ανάμεσα στα οποία τρία τμήματα μαδεριών (σανίδων) από το πέτσωμα του πλοίου που δεν ξεπερνούν τα 0,05μ και ένας προσαρμοσμένος σε αυτές νομέας (στραβόξυλο) πλάτους περίπου 0,40μ. και μήκους 0,70μ. Η σημαντικότητα ειδικά του τελευταίου έγκειται στο γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που ανελκύθηκε ατόφιο τμήμα από το πέτσωμα του πλοίου που «μαρτυρά» συγκεκριμένα στοιχεία για την κατασκευή του.
Το μαδέρι από το κύτος του πλοίου

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά το πλοίο φέρεται να κατασκευάστηκε με μια τεχνική η οποία ονομάζεται «shell first», χρησιμοποιούνταν στη Μεσόγειο από το 4ο έως και τον 1ο π.Χ. αι, και προέβλεπε την κατασκευή των πλοίων από έξω προς τα μέσα. Όσο για τα υλικά της κατασκευής του, μετά την ανάλυση των ευρημάτων, προκύπτει πως πρόκειται για ξύλο φτελιάς και δρυός που χρονολογείται γύρω στο 235 π.Χ.
Τμήμα από το κύτος του πλοίου

Ωστόσο, το πάχος των μαδεριών που ανακαλύφθηκαν, το οποίο είναι μικρότερα από εκείνο των μαδεριών που είχε ανακαλύψει ο Jacques – Yves Cousteau, στα μέσα περίπου του 1900, δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με την πιθανή ύπαρξη κάποιου μικρότερου συνοδού πλοίου. Απαντήσεις αναμένεται να δοθούν μετά την αναλυτικότερη μελέτη των ευρημάτων.
Χιακός αμφορέας

Η πρόσφατη ενάλια αρχαιολογική έρευνα στο σημαντικότερο ναυάγιο του κόσμου, έφερε επίσης στο φως μια σειρά κεραμικών ευρημάτων διαφορετικής τυπολογίας σε σχέση με αυτά που είχαν βρεθεί κατά το παρελθόν, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως η κεραμική ποικιλία της εποχής που χρονολογείται το ναυάγιο, περί το δεύτερο τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ., ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι θεωρούσαμε. Συγκεκριμένα ανελκύθηκαν, από δύο διαφορετικά σημεία του ναυαγίου, Χιακοί αμφορείς, ένας τύπος αρχαίου ελληνικού αμφορέα που προέρχεται από τη Χίο και έχει χαρακτηριστικό λαιμό αλλά και ένα πήλινο ιγδίο, σκεύος που χρησιμοποιούνταν για την ανάμειξη και πολτοποίηση των τροφίμων.
Πήλινο ιγδίο

Στο πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα, που υλοποιήθηκε από την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα (EΑΣΕ), υπό την εποπτεία της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και διήρκεσε από το 2021 έως το 2025, χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές καταδύσεων και τεκμηρίωσης τελευταίας τεχνολογίας, μεταξύ των οποίων τηλεκατευθυνόμενα υποβρύχια σκάφη, εργαστήριο πεδίου για επιτόπιες αναλύσεις, τρισδιάστατα φωτογραμμετρικά μοντέλα κ.α.