«Το παιδί έφυγε με βίαιο θάνατο, τον μαχαίρωσε επαγγελματίας»: Η Μάγδα Φύσσα - μεταφέροντας όσα της είπαν οι γιατροί στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας - περιγράφει τη δολοφονία του γιου της Παύλου, λίγες εβδομάδες μετά τα γεγονότα της 18ης Σεπτεμβρίου του 2013.
Η φράση δεν αποτυπώνει μόνο την ψυχρή και απολύτως στοχευμένη φύση της πράξης του Γιώργου Ρουπακιά, αλλά ταυτόχρονα περιγράφει τον οργανωμένο τρόπο εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής.
Και όμως ο χαρακτήρας και τα πεπραγμένα της νεοναζιστικής οργάνωσης ήταν γνωστά στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ.
Η Χρυσή Αυγή είχε από χρόνια αφήσει το αποτύπωμά της στην ελληνική κοινωνία, με «επιχειρήσεις εκκαθάρισης» και εγκληματικές ενέργειες: ξυλοδαρμούς μεταναστών, επιθέσεις κατά πολιτικών αντιπάλων, ακόμα και δολοφονικές απόπειρες, όπως προέκυψε από καταθέσεις μαρτύρων.
Τι ακριβώς όμως συνέβη εκείνο το βράδυ που έγινε αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι; Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν διαφορετική: στοχευμένη, ψυχρή και δημόσια, με θύμα έναν νέο, με αντιφασιστική δράση.
Και αυτό αποτέλεσε τον «καταλύτη» που επέτρεψε στις Αρχές να κινητοποιηθούν και να σπάσουν την αίσθηση ατιμωρησίας που περιέβαλε για χρόνια την οργάνωση, η οποία μάλιστα, από το 2012 είχε εξασφαλίσει ισχυρή νομιμοποίηση μέσω της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Έτσι, αυτό που αρχικά φάνηκε ως διαφωνία σε μια καφετέρια ανάμεσα σε δύο παρέες για το ποδόσφαιρο, γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι είχε βαθιά πολιτικά κίνητρα.
Η παρέα που επιτέθηκε σε αυτήν του Φύσσα, άρχισε να καλεί ενισχύσεις οδηγώντας μέσω μηνυμάτων, σε «αστραπιαία» κινητοποίηση στελεχών των τοπικών οργανώσεων της Χρυσής Αυγής.
Ο ίδιος ο Φύσσας πριν χάσει τις αισθήσεις του φέρεται να υπέδειξε τον Ρουπακιά στους αστυνομικούς οδηγώντας στη σύλληψή του. Και μπορεί ο ίδιος να αρνήθηκε οποιαδήποτε σύνδεση με τη Χρυσή Αυγή, ωστόσο - όπως αποδείχθηκε – εκείνο το βράδυ είχε επικοινωνία με τον πυρηνάρχη Νικαίας Γιώργο Πατέλη, ο οποίος με τη σειρά του ήταν σε ανοιχτή γραμμή με τον βουλευτή Γιάννη Λαγό.
Τα αρχεία από εκείνη τη νύχτα αποτυπώνουν εξάλλου συχνές τηλεφωνικές επικοινωνίες στελεχών ακόμα και με τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής Νίκο Μιχαλολιάκο.
Οι συλλήψεις της ηγετικής ομάδας
Την επομένη της δολοφονίας διοργανώθηκαν διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.
Ο Παύλος Φύσσας κηδεύτηκε στις 19 Σεπτεμβρίου και ενώ τα συλλαλητήρια και οι πορείες συνεχίζονταν σε όλη τη χώρα, ιδίως σε Κερατσίνι και Νίκαια, αλλά και έξω από την ΓΑΔΑ κατά την προσαγωγή υπόπτων για τη δολοφονία.
Λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα η Δικαιοσύνη και οι διωκτικές αρχές προχωρούν σε μια από τις πιο εκτεταμένες επιχειρήσεις της μεταπολίτευσης.
Το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου, άνδρες της Αντιτρομοκρατικής συνέλαβαν σε συντονισμένη επιχείρηση τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής Νίκο Μιχαλολιάκο, τον εκπρόσωπο Τύπου Ηλία Κασιδιάρη, τον «υπαρχηγό» Χρήστο Παππά και σειρά βουλευτών και στελεχών της οργάνωσης.
Οι συλλήψεις έγιναν τα ξημερώματα, σε σπίτια και γραφεία, με παρουσία εισαγγελέων και κατόπιν ενταλμάτων που είχαν εκδοθεί από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγουυ.
Η αιφνιδιαστική επιχείρηση στηρίχθηκε σε εκτενές υλικό: καταθέσεις, τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και έγγραφα που αποδείκνυαν οργανωμένη εγκληματική δράση. Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν αφορούσαν συγκρότηση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, καθώς και επιμέρους πράξεις βίας. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν αρχικά στη ΓΑΔΑ και στη συνέχεια ενώπιον ανακριτών και εισαγγελέων.
Η επιχείρηση προκάλεσε αίσθηση ανοίγοντας τον δρόμο για μια πολύχρονη δίκη, η οποία κατέληξε στην ιστορική τελεσίδικη καταδίκη το 2020.
Χρυσή Αυγή: «Εγκληματική οργάνωση με ιεραρχία, δομές και στρατηγική βίας»
Η διεξοδική έρευνα και η πολυετής δικαστική διαδικασία έφεραν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την οργάνωση, αποκαλύπτοντας την ιεραρχία, και τις μεθόδους δράσης.
Η δολοφονία Φύσσα έκανε φανερό ότι η οργάνωση δεν ήταν απλά ένα πολιτικό κόμμα με ακραίες ιδέες, αλλά μια συστηματικά οργανωμένη «μηχανή βίας», ικανή να χτυπήσει στοχευμένα πολίτες.
Το δικαστήριο άλλωστε απεφάνθη τελεσίδικα πως η Χρυσή Αυγή «αποτελεί εγκληματική οργάνωση σύμφωνα με το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα».
Στον πυρήνα της λειτουργίας της υπήρχαν τα λεγόμενα «τάγματα εφόδου»: ομάδες μελών που δρούσαν συντονισμένα, με στολές παραλλαγής ή μαύρα ρούχα, στρατιωτικό βηματισμό και αυστηρή ιεραρχία. Οι επιθέσεις τους δεν ήταν αυθόρμητες, αλλά οργανωμένες με εντολές «άνωθεν».
Τα «τάγματα» κινητοποιούνταν κυρίως τη νύχτα, συνήθως με μηχανάκια ή σε φάλαγγες πεζών, για να επιτεθούν σε μετανάστες, πολιτικούς αντιπάλους ή ακόμα και συνδικαλιστές.
Χαρακτηριστικά περιστατικά αποτέλεσαν οι οργανωμένες επιθέσεις σε Αιγύπτιους αλιεργάτες στο Πέραμα και σε μέλη του ΠΑΜΕ, λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Τα θύματα συχνά κατέθεταν ότι οι επιθέσεις εκτελούνταν «με χειρουργική ακρίβεια», από ομάδα που γνώριζε ποιον στόχο χτυπούσε και πώς θα διαφύγει.
Η πειθαρχία και η στρατιωτικού τύπου εκπαίδευση ήταν κομβικά στοιχεία: τα μέλη όφειλαν να ακολουθούν τυφλά τις εντολές, να συμμετέχουν σε ασκήσεις «φυσικής κατάστασης» και σε συγκεντρώσεις με έντονα εθνικιστικά σύμβολα.
Η κοινωνική πίεση και οι πολιτικές αποφάσεις
Δεν ήταν όμως μόνο το έγκλημα σε κοινή θέα που πυροδότησε τις εξελίξεις. Ήταν και η κοινωνική οργή, ο διεθνής αντίκτυπος – ακόμη και η πολιτική ισχύς που αποκτούσε η Χρυσή Αυγή εμφανιζόμενη ως «αντισυστημική δύναμη» και αποκτώντας σημαντική εκλογική επιρροή, που ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση Σαμαρά να αναλάβει αποφασιστική πολιτική δράση.
Η κυβέρνηση επέλεξε να κινηθεί θεσμικά, σε συνεργασία με τη Δικαιοσύνη και τις διωκτικές αρχές, προκειμένου να αποδείξει ότι το κράτος δικαίου μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμη και μια δύναμη που είχε εκλεγεί στο Κοινοβούλιο.
Ενδεικτικό των ημερών το μήνυμα του Αντώνη Σαμάρα ότι «δεν θα επιτρέψει στους επιγόνους των Ναζί να δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή και να υποσκάπτουν τα θεμέλια της χώρας που γέννησε τη δημοκρατία»
Η δικαστική Οδύσσεια και η ιστορική απόφαση
Η δίκη της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2015 και εξελίχθηκε σε μια διαδικασία με πάνω από 450 συνεδριάσεις, που διήρκεσε πάνω από πεντέμισι χρόνια.
Στο εδώλιο κάθισαν 69 κατηγορούμενοι, ανάμεσά τους όλη η κοινοβουλευτική ομάδα του 2012.
Το κατηγορητήριο περιλάμβανε διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονία και σειρά επιθέσεων.
Η ακροαματική διαδικασία σημαδεύτηκε από έντονες στιγμές. Ο Γιώργος Ρουπακιάς παραδέχθηκε τη δολοφονία, αλλά προσπάθησε να την εμφανίσει ως «προσωπική υπόθεση».
Στελέχη της Χρυσής Αυγής αρνήθηκαν κάθε σχέση με τα «τάγματα εφόδου», με τον Ηλία Κασιδιάρη να προκαλεί συχνά με επιθετικές τοποθετήσεις απέναντι σε μάρτυρες και δημοσιογράφους.
Αντίβαρο στις προκλήσεις στάθηκαν οι καταθέσεις-σταθμοί: η Μάγδα Φύσσα περιέγραψε με συγκλονιστική δύναμη τις τελευταίες στιγμές του γιου της, ενώ αυτόπτες μάρτυρες μίλησαν για οργανωμένη επίθεση και όχι για «τυχαίο καβγά».
Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε και η κατάθεση Αιγύπτιου αλιεργάτη, θύματος άγριου ξυλοδαρμού, που περιέγραψε πώς δέχτηκε νυχτερινή επίθεση από ομάδα μελών.
Στις 7 Οκτωβρίου 2020, το δικαστήριο με μια ιστορική απόφαση έκρινε τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση.
Οι Νίκος Μιχαλολιάκος, Χρήστος Παππάς, Ηλίας Κασιδιάρης, Ηλίας Παναγιώταρος, Γιάννης Λαγός, Γιώργος Γερμενής και Αρτέμης Ματαθαιόπουλος καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, ενώ ο Ρουπακιάς σε ισόβια για τη δολοφονία Φύσσα.
Στο άκουσμα της απόφασης το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα με την Μάγδα Φύσσα που επί πεντέμισι χρόνια δεν έχασε ούτε μια συνεδρίαση του δικαστηρίου να αναφωνεί «γιε μου τα κατάφερες»!
12 χρόνια μετά: Οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις παραμένουν ζωντανές
Η απόφαση για αποφυλάκιση του Νίκου Μιχαλολιάκου τον Σεπτέμβριο του 2025, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Είχαν προηγηθεί οι αποφυλακίσεις των Χρήστου Παππά και Ηλία Παναγιώταρου. Ο Ηλίας Κασιδιάρης παραμένει στη φυλακή.
Σήμερα, 12 χρόνια μετά τα γεγονότα του 2013 και την ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής, η πολιτική εικόνα στην Ελλάδα έχει αλλάξει σημαντικά. Η υπόθεση λειτούργησε ως «καθρέφτης» για τις αδυναμίες του κράτους και του πολιτικού συστήματος στην πρόληψη του ακροδεξιού εξτρεμισμού. Η υπόθεση δεν ήταν μόνο δικαστική ή ποινική, αλλά στρατηγική επιλογή για τη θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών.
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ανέκοψε την εκλογική δυναμική της ακροδεξιάς εκείνη την περίοδο και ενίσχυσε την αντίληψη ότι η δημοκρατία μπορεί να αντιμετωπίσει οργανωμένες απειλές.
Ωστόσο οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις παραμένουν ζωντανές. Η παρακολούθηση του ακροδεξιού φαινομένου εξακολουθεί να είναι κρίσιμη, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς η κρίση κοινωνικής εμπιστοσύνης και οι ανισότητες εξακολουθούν να προσφέρουν έδαφος για νέες μορφές εξτρεμισμού.



