Καμπανάκι για τη διόγκωση του αμερικανικού χρέους κρούει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκτιμώντας πως με τον ρυθμό αύξησης που παρουσιάζει θα ξεπεράσει τα επίπεδα των πλέον υπερχρεωμένων κρατών της Ευρώπης, ήτοι της Ιταλίας και της Ελλάδας, για πρώτη φορά αυτό τον αιώνα.
Συγκεκριμένα, το Ταμείο εκτιμά πως το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα εκτιναχθεί κατά πάνω από είκοσι ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας φτάνοντας έτσι το 143,5% του ΑΕΠ. Πρόκειται ουσιαστικά για την πιο απότομη αύξηση του λόγου του χρέους μεταξύ των προηγμένων οικονομιών.
Στα δε, επίπεδα αυτά θα ξεπεράσει και το προηγούμενο ρεκόρ του, που είχε καταγράψει κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Συμφωνα με το newmoney.gr, στην Ευρώπη, αντιθέτως, οι πλέον υπερχρεωμένες χώρες έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου για την βελτίωση των δημοσιονομικών τους. Η Ιταλία διατηρεί το χρέος της κοντά στο 137% του ΑΕΠ, επίπεδο που αναμένεται να παραμείνει σταθερό έως το 2030. Η Ελλάδα, με χρέος 146,7% σήμερα, τα έχει πάει ακόμη καλύτερα, καθώς ο δείκτης αναμένεται να υποχωρήσει στο 130,2% μέχρι τα τέλη της δεκαετίας.
Συγκριτικά, η Γαλλία βρίσκεται στο 116,5%, η Ισπανία στο 100,4%, ενώ η Γερμανία διατηρείται στο 64,4%. Η Ολλανδία, η Σουηδία και η Δανία διατηρούν δείκτες κάτω από το 60%, επιβεβαιώνοντας το διαχρονικό χάσμα βόρειας δημοσιονομικής πειθαρχίας και νότιας κόπωσης.
Το ΔΝΤ αποδίδει τη ραγδαία αύξηση του αμερικανικού χρέους στα παρατεταμένα δημοσιονομικά ελλείμματα και το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης, επισημαίνοντας ότι το προφίλ του χρέους των ΗΠΑ «συγκρίνεται πλέον με αυτό των πιο υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών οικονομιών».
Παράλληλα και το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ θα κινηθεί πάνω από το 7% επί του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το 2030, που συνιστά μακράν το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των πλουσιότερων και ανεπτυγμένων κρατών, για όλη τη δεκαετία.
Αυτό, πάντως, που «κρατά» την αμερικανική οικονομία είναι πως θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με καλύτερους ρυθμούς σε σχέση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Συστημικός κίνδυνος
Δεν είναι τυχαίο πως και στην τελευταία έκθεση του Fiscal Monitor το Ταμείο προειδοποίησε ότι τα δημόσια οικονομικά των ισχυρότερων οικονομιών – με πρώτη τις Ηνωμένες Πολιτείες – συνιστούν πλέον συστημικό κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία.
«Αν και ο αριθμός των χωρών με χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ θα μειώνεται σταθερά τα επόμενα πέντε χρόνια, το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί», αναφέρει η έκθεση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το 2029, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από το 1948.
Το τέλος του «φθηνού δανεισμού»
Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η εποχή του φθηνού και χωρίς συνέπειες δανεισμού έχει τελειώσει. Μετά από χρόνια σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, οι κυβερνήσεις είχαν συνηθίσει να δανείζονται με ευκολία. Όμως, η άνοδος των επιτοκίων κάνει πλέον το δημόσιο χρέος πολύ πιο ακριβό στην εξυπηρέτηση, περιορίζοντας τη δυνατότητα δαπανών για κοινωνικές ή αναπτυξιακές ανάγκες.
Σε αρκετές προηγμένες οικονομίες, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ξεπερνά ήδη τους αμυντικούς προϋπολογισμούς. Κάθε αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στο μέσο κόστος χρηματοδότησης μεταφράζεται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που μεταφέρονται από κοινωνικά προγράμματα στις πληρωμές τόκων.
Ακόμη και η Γερμανία, πρότυπο δημοσιονομικής πειθαρχίας, έχει τροποποιήσει τον συνταγματικό της «δημοσιονομικό φρένο» για να επιτρέψει μεγαλύτερο δανεισμό με στόχο επενδύσεις σε υποδομές και άμυνα.
Δημογραφική πίεση
Πίσω από τα νούμερα, το ΔΝΤ εντοπίζει ακόμη μια νέα, διαρθρωτική πρόκληση: τη γήρανση του πληθυσμού.
Οι αυξανόμενες δαπάνες για συντάξεις και υγεία στα ανεπτυγμένα κράτη επιβαρύνουν ολοένα περισσότερο τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στις ΗΠΑ, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων προβλέπεται να αγγίξει το 40% έως το 2050, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ξεπεράσει το 55%.
Καθώς λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να στηρίξουν περισσότερους συνταξιούχους, οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να δανείζονται περισσότερο για να διατηρήσουν την κοινωνική σταθερότητα, με αποτέλεσμα τον φαύλο κύκλο αύξησης του χρέους. Ειδικά στις ΗΠΑ το πρόβλημα θα επιδεινωθεί και από τις σκληρές μεταναστευτικές πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί, επηρεάζοντας το εργατικό δυναμικό της χώρας.
Το ΔΝΤ χαρακτηρίζει αυτή τη συνθήκη παγκόσμιο συστημικό κίνδυνο, καθώς μια πιθανή απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών σε μία μεγάλη οικονομία μπορεί να προκαλέσει ντόμινο επιπτώσεων στις αγορές ομολόγων, τα νομίσματα και τις τράπεζες διεθνώς.