Οικονομία

Στουρνάρας: Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος, θα αποφέρει σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία

Στη συμβολή ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος στην ανάπτυξη αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στην επιστημονική ημερίδα του ΟΠΕΔ στο Υπουργείο Δικαιοσύνης “Δικαιοσύνη, Οικονομία και Βιώσιμη Ανάπτυξη – Δράσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων προκλήσεων”.

Όπως είπε, ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα μπορεί να συμβάλει σε ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη μέσω τριών βασικών διαύλων:

– Μέσω της αύξησης των επενδύσεων.

– Μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας.

– Μέσω της ευκολότερης πρόσβασης σε χρηματοδότηση.

 

Ωστόσο, τόνισε, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί τελευταία, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα δικαστικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

“Η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας κατέδειξε ότι η χαμηλή αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος και η αδυναμία ταχείας εκδίκασης υποθέσεων αφερεγγυότητας έχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας” σημείωσε ακόμα, προσθέτοντας ότι “ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, αντιμετωπίζει σε κάποιο βαθμό τα παραπάνω προβλήματα και θα βοηθήσει στην επιτάχυνση των διαδικασιών”.

“Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από μικρά μεγέθη επιχειρήσεων, χαμηλές επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα, υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος και χαμηλά ποσοστά εξόδου μη οικονομικά υγιών επιχειρήσεων. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι χώρες με ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές δικαστικές διαδικασίες αφερεγγυότητας επιτυγχάνουν υψηλότερα ποσοστά ανάκτησης χρέους και συντομότερη επιστροφή επιχειρήσεων στη δραστηριότητα” επεσήμανε.

Επιπλέον, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης θα βοηθήσει στην αύξηση της κατανεμητικής αποδοτικότητας (allocative efficiency), καθώς οι πλέον παραγωγικές και δυναμικές επιχειρήσεις σε κάθε τομέα θα είναι σε θέση να προσελκύσουν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας και του κεφαλαίου και οι λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις θα εξέρχονται από την αγορά. Με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα και θα επιταχυνθούν οι μεσομακροπρόθεσμοι ρυθμοί ανάπτυξης, ανέφερε ακόμα.

Αναλυτικά η ομιλία του Γ. Στουρνάρα:

“Κυρίες και κύριοι,

Ευχαριστώ θερμά το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τον ΟΠΕΔ για την τιμητική πρόσκληση. Η σημερινή συζήτηση αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο που έχει η αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, στη διασφάλιση ενός ανταγωνιστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην εύρυθμη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στην παρέμβασή μου θα παρουσιάσω: 1) τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η δικαιοσύνη επηρεάζει την οικονομία και 2) τις πρωτοβουλίες της Τράπεζας της Ελλάδος για την ενίσχυση της διαφάνειας στις συναλλαγές και την προστασία των συναλλασσόμενων.

Δικαιοσύνη, Οικονομία και Ανάπτυξη

Τα τελευταία χρόνια, η ποιότητα των θεσμών γενικά απασχολεί ολοένα περισσότερο την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία αλλά και τις συζητήσεις πολιτικής διεθνώς, ως καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής ευημερίας ενός έθνους. Μεταξύ των θεσμών που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, καθώς από αυτό εξαρτάται η επιβολή του νόμου και συνεπώς η προστασία των επενδυτών και των δικαιωμάτων τους.

Ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα μπορεί να συμβάλει σε ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη μέσω τριών βασικών διαύλων:

α) Μέσω της αύξησης των επενδύσεων, καθώς η ικανότητα εκτέλεσης των συμβάσεων (contract enforcement), που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του, περιορίζει την επιχειρηματική και πολιτική αβεβαιότητα και ταυτόχρονα αυξάνει τις αναμενόμενες αποδόσεις.

β) Μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας, καθώς διευκολύνει την είσοδο και έξοδο επιχειρήσεων από την αγορά, ενισχύοντας έτσι το δυναμισμό των επιχειρήσεων και υποβοηθώντας την αύξηση του μεγέθους τους και την καινοτομία.

γ) Μέσω της ευκολότερης πρόσβασης σε χρηματοδότηση, καθώς η ταχύτερη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενισχύει την προσφορά πιστώσεων και βελτιώνει τους όρους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τις τράπεζες.,

Ωστόσο, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί τελευταία, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα δικαστικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ειδικότερα, οι δείκτες “Κράτος Δικαίου” (Rule of Law) της Παγκόσμιας Τράπεζας και του World Justice Project, που παρακολουθούνται στενά από διεθνείς οργανισμούς και οίκους αξιολόγησης, κατατάσσουν την Ελλάδα σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών είναι πολύ πιο χρονοβόρες σε σχέση με το μέσο χρόνο που απαιτείται για την επίλυση διαφορών στην ΕΕ.

Το γεγονός αυτό αποδίδεται σε παράγοντες που επηρεάζουν την πλευρά τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Από την πλευρά της ζήτησης, σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους συσσωρεύθηκαν πολλές υποθέσεις λόγω του μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ενώ οι μηχανισμοί εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών ήταν πολύ περιορισμένοι. Από την πλευρά της προσφοράς, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται μεν από υψηλή αναλογία δικαστών ανά κάτοικο σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ (3η θέση), αλλά ταυτόχρονα έχει πολύ μικρή αναλογία διοικητικού βοηθητικού προσωπικού. Αποτέλεσμα είναι συχνά οι δικαστές στην Ελλάδα να ασχολούνται με διοικητικές και περιφερειακές εργασίες, κάτι που τους απορροφά χρόνο από το κύριο έργο τους. Παράλληλα, η περιορισμένη χρήση ψηφιακών μέσων και η έλλειψη χρηματοοικονομικών γνώσεων των δικαστών καθυστερούν σημαντικά την ολοκλήρωση των διαδικασιών, ειδικά σε περιπτώσεις που σχετίζονται με την εκδίκαση υποθέσεων αφερεγγυότητας.

Η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας κατέδειξε ότι η χαμηλή αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος και η αδυναμία ταχείας εκδίκασης υποθέσεων αφερεγγυότητας έχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Οι καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες συνεπάγονται παράταση εκκρεμοτήτων, καθώς σημαντικός αριθμός υποθέσεων παραμένουν για χρόνια ανοιχτές και δεσμεύουν κεφάλαια που δεν μπορούν να επανενταχθούν στην οικονομία. Την ίδια στιγμή, όσο καθυστερεί η εκκαθάριση επιχειρήσεων που πτώχευσαν αλλά και η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και γενικά οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, η αξία ακινήτων ή άλλων εξασφαλίσεων φθίνει, μειώνοντας την πιθανότητα ανάκτησης για τις τράπεζες. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά που θα μπορούσαν να επανέλθουν σε βιώσιμη ρύθμιση χάνουν αυτή τη δυνατότητα, καθώς τα χρέη τους διογκώνονται και η χρηματοοικονομική τους θέση επιδεινώνεται, ενώ οι τράπεζες βλέπουν τους ισολογισμούς τους να επιβαρύνονται και την ικανότητά τους να χορηγήσουν νέα δάνεια να περιορίζεται. Έτσι, η αποκλιμάκωση του ιδιωτικού χρέους καθυστερεί, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται η κατανάλωση, η επενδυτική δαπάνη και, τελικά, η ανάπτυξη.

Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, αντιμετωπίζει σε κάποιο βαθμό τα παραπάνω προβλήματα και θα βοηθήσει στην επιτάχυνση των διαδικασιών. Ιδιαίτερα θετικές παρεμβάσεις είναι α) η υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων που επιταχύνουν τις διαδικασίες και μειώνουν την αβεβαιότητα, β) η αναδιοργάνωση των πρωτοδικείων μέσω του Νέου Δικαστικού Χάρτη, με στόχο την πιο ορθολογική κατανομή πόρων και την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και των επιχειρήσεων, καθώς και γ) η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών, ώστε να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες απαιτήσεις ενός σύνθετου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από μικρά μεγέθη επιχειρήσεων, χαμηλές επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα, υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος και χαμηλά ποσοστά εξόδου μη οικονομικά υγιών επιχειρήσεων. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι χώρες με ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές δικαστικές διαδικασίες αφερεγγυότητας επιτυγχάνουν υψηλότερα ποσοστά ανάκτησης χρέους και συντομότερη επιστροφή επιχειρήσεων στη δραστηριότητα.

Επιπλέον, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης θα βοηθήσει στην αύξηση της κατανεμητικής αποδοτικότητας (allocative efficiency), καθώς οι πλέον παραγωγικές και δυναμικές επιχειρήσεις σε κάθε τομέα θα είναι σε θέση να προσελκύσουν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας και του κεφαλαίου και οι λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις θα εξέρχονται από την αγορά. Με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα και θα επιταχυνθούν οι μεσομακροπρόθεσμοι ρυθμοί ανάπτυξης.

Δράσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την προστασία των συναλλασσόμενων

Αλλά και πέραν της ανάδειξης της γενικής επιταγής περί επιτάχυνσης των διαδικασιών επίλυσης διαφορών, ως μέσου συμβολής στην οικονομική ανάπτυξη, η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός του ειδικότερου πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την οικονομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη και μέσω αποφάσεων ή δράσεων που είναι λιγότερο προφανείς ή γνωστές στο ευρύ κοινό. Στο πλαίσιο αυτό, επιτρέψτε μου να αναφερθώ, εντελώς συνοπτικά στις δράσεις της Τράπεζα της Ελλάδος για την προστασία των συναλλασσόμενων.

Η προστασία των συναλλασσόμενων αποτελεί, ως γνωστόν, θεμέλιο λίθο για τη δημιουργία κλίματος ασφάλειας και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια να διασφαλίζει τη διαφάνεια των τραπεζικών συναλλαγών, έχει ενισχύσει σημαντικά το πλαίσιο πληροφόρησης των συναλλασσόμενων, τόσο μέσω κανονιστικής φύσεως πρωτοβουλιών όσο και κατά την άσκηση του εποπτικού της έργου. Για την Τράπεζα, η σωστή πληροφόρηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων στον εν γένει χρηματοπιστωτικό τομέα.
Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει θεσπίσει ήδη από το 2002, με Πράξη Διοικητή, ένα υποχρεωτικό πλαίσιο ενημέρωσης των συναλλασσόμενων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους με τα πιστωτικά και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα. Το πλαίσιο αυτό καθορίζει τις πληροφορίες που κατ’ ελάχιστον οφείλουν να παρέχουν οι τράπεζες τόσο γενικά όσο και ανά κατηγορία τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις, κάρτες κ.λπ.). Πιο πρόσφατα, η Τράπεζα εξέδωσε δύο νέες Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ), σύμφωνα με τις οποίες η ίδια δημοσιεύει σε περιοδική βάση στον δικτυακό της τόπο στοιχεία και πληροφορίες που της υποβάλλουν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αναφορικά με τα επιτόκια καταθέσεων, τα επιτόκια στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης, καθώς και τις χρεώσεις, τις προμήθειες και τα τέλη υπηρεσιών που συνδέονται με τους λογαριασμούς πληρωμών, ώστε πλέον να παρέχεται συγκρίσιμη, επικαιροποιημένη και ευχερώς προσβάσιμη πληροφόρηση στους συναλλασσόμενους.

Εξάλλου, ήδη από το 2013 και σε αναθεωρημένη έκδοση το 2021, η Τράπεζα της Ελλάδος, με γνώμονα τη γενικότερη προστασία των δανειοληπτών και τη διασφάλιση δίκαιων και διαφανών διαδικασιών για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει θεσπίσει τον Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών. Ο Κώδικας, ο οποίος θέτει ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών με σκοπό την εξεύρεση βιώσιμων και εξατομικευμένων λύσεων ρύθμισης βρίσκεται σε διαδικασία αναθεώρησης ώστε να καταστεί πιο σύγχρονος και πιο αποτελεσματικός.

Τέλος, όσον αφορά την προστασία των ασφαλισμένων στο πλαίσιο της εποπτείας της ασφαλιστικής αγοράς, η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει την εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων. Το πλαίσιο αυτό συνεπάγεται για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποχρέωσή τους να παρέχουν άρτια προσυμβατική ενημέρωση στους υποψήφιους πελάτες τους κατά την επιλογή του ασφαλιστικού προϊόντος, να τηρούν κανόνες δεοντολογικής συμπεριφοράς κατά την προώθηση των συμβάσεων ασφάλισης, καθώς και συγκεκριμένες απαιτήσεις όταν σχεδιάζουν τα ασφαλιστικά προϊόντα τους, ώστε οι ασφαλισμένοι να απολαμβάνουν στο μέγιστο βαθμό τα οφέλη του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης.

Επίλογος

Η εμπειρία των τελευταίων ετών μάς διδάσκει ότι η έγκαιρη και προβλέψιμη απονομή της δικαιοσύνης ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αύξηση των επενδύσεων και βιώσιμη ανάπτυξη. Η Τράπεζα της Ελλάδος από την πλευρά της, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, διασφαλίζει την προστασία των συναλλασσόμενων και συμβάλλει ενεργά και θεσμικά στη διαφάνεια και την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη”.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ