Το ελληνικό παράδοξο: πέφτει ο μέσος μισθός – ανεβαίνουν οι τιμές - Τι δείχνει το «Παρατηρητήριο Πληθωρισμού»
Εντυπωσιακά ευρήματα -που επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών- αποκαλύπτει το «Παρατηρητήριο Πληθωρισμού» της Τράπεζας της Ελλάδος: η Ευρωζώνη κατευθύνεται προς αποπληθωρισμό, αλλά η Ελλάδα διαγράφει αντίθετη πορεία με τον πληθωρισμό να αυξάνεται τον Μάιο, παρότι στο α΄τρίμηνο ο μέσος μισθός… μειώθηκε στη χώρα μας.
Η διαφοροποίηση και το παράδοξο των μισθών, αντανακλά μεγάλες αντιφάσεις που καταγράφονται στην οικονομία. Συγκεκριμένα:
– η μεγάλη απόκλιση της Ελλάδας: το πιο εντυπωσιακό εύρημα του νέου Παρατηρητηρίου είναι η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ ελληνικού και ευρωπαϊκού πληθωρισμού. Ενώ στην Ευρωζώνη ο εναρμονισμένος πληθωρισμός υποχώρησε στο 1,9% τον Μάιο από 2,2% τον Απρίλιο, στην Ελλάδα κινήθηκε αντίθετα, αυξανόμενος στο 3,3% από 2,6%. Αυτή η αντίθετη κίνηση δημιουργεί ένα πληθωριστικό χάσμα 1,4 ποσοστιαίων μονάδων, το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί τους τελευταίους μήνες.
Ειδικά η εξέλιξη του δομικού πληθωρισμού (χωρίς ενέργεια και τρόφιμα) φαντάζει ακόμα πιο ανησυχητική, καθώς στην Ελλάδα σημείωσε άνοδο στο 4,0% από 3,8%, ενώ η Ευρωζώνη κατέγραψε πτώση στο 2,3% από 2,7%. Η τάση δείχνει μεγάλη αύξηση τιμών, κυρίως στις υπηρεσίες.
Κανονικά μια τέτοια «διαρθρωτική» απόκλιση, υποδεικνύει προβλήματα ανταγωνισμού ή και ολιγοπωλίων στην αγορά. Υπάρχει όμως και η εξήγηση του Trump effect στη διεθνή οικονομία, δηλαδή οι δασμοί Τραμπ, που προκαλούν οικονομική επιβράδυνση και αποπληθωρισμό στις χώρες της ΕΕ που χάνουν εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα, αλλά απειλείται ή πλήττεται δευτερογενώς σε επόμενη φάση, χάνοντας κατανάλωση από ευρωπαϊκές χώρες που επιβραδύνουν (π.χ. μείωση τουριστών). Άρα κινείται σε διαφορά φάσης, που δεν μπορεί ίσως να αντιμετωπιστεί από την πολιτική της ΕΚΤ η οποία μειώνει τα επιτόκια για να «στηρίξει» εξαγωγικές χώρες σε ύφεση, αλλά ρίχνει «λάδι στη φωτιά» στις τιμές για χώρες που συνεχίζουν να αναπτύσσονται, όπως η Ελλάδα.
Σε αυτό το μήκος κύματος, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας εξηγούσε χθες μιλώντας στο ertnews, για τους δασμούς Τραμπ: «η πρώτη επίπτωση στην Ευρώπη είναι αρνητική για τη ζήτηση, γιατί θα μειωθούν οι εξαγωγές μας. Και υπάρχουν και μετά και δευτερογενείς αρνητικές επιπτώσεις. (…) Σήμερα οι δασμοί, αυτό που λέμε το Effective Tariff Rate, δηλ. το αποτελεσματικό ποσοστό, το ουσιαστικό ποσοστό δασμών στην Αμερική έχει φθάσει στο 13,5% σήμερα, σε σχέση με 2,5% που ήταν πριν αναλάβει η νέα αμερικανική διοίκηση Τραμπ. Άρα μιλάμε για μια ουσιαστική αύξηση των δασμών στην Αμερική. Ήδη αυτό δρα αποπληθωριστικά στις χώρες, οι οποίες εξάγουν τα προϊόντα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και δέχονται τους δασμούς».
– ασυμμετρία αμοιβών και τιμών: αν και η απόκλιση τιμών στο α΄πεντάμηνο του έτους εξηγείται (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας-ΕΕ, ανακύπτει… εσωτερικό ζήτημα στη χώρα μας: το «ελληνικό παράδοξο» ότι οι τιμές αυξάνονται, αν και τα ίδια στοιχεία του Παρατηρητηρίου Πληθωρισμού δείχνουν ότι ο μέσος μισθός μειώθηκε (!) κατά 2% στην Ελλάδα, στο α΄τρίμηνο του 2025.
Πώς δικαιολογείται όμως μείωση μισθών, αντί για αύξηση που είναι ο στόχος; Και πώς δεν πέφτουν οι τιμές, αν πέφτουν οι μισθοί;
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αντίφαση: ο μέσος μισθός μειώθηκε αλλά… οι αποδοχές αυξήθηκαν.
Και αυτό διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ιδίου του Παρατηρητηρίου στο α΄ τρίμηνο (Ιανουάριος – Μάρτιος) η ανεργία μειώθηκε περαιτέρω, άρα εργαζόμενοι που βρήκαν δουλειά αύξησαν το εισόδημά τους και συνέβαλαν σε περαιτέρω αύξηση της κατανάλωσης και των τιμών ως τον Μάιο, εν σχέση και με το μηδενικό ή περιορισμένο εισόδημα (π.χ. από επιδόματα) που τυχόν λάμβαναν ως τον Μάρτιο.
Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, οι περισσότεροι από αυτούς που εργάστηκαν, έλαβαν χαμηλό ή τον κατώτατο μισθό, άρα οι χαμηλές αποδοχές τους μείωσαν τον μέσον όρο αποδοχών όσων ως τότε ήδη εργάζονταν.
Παρότι δηλαδή οι ίδιοι οι νεοπροσλαμβανόμενοι είχαν αύξηση εισοδήματος σε προσωπικό επίπεδο, ως σύνολο μείωσαν τον μέσο όρο απολαβών. Αυτό δείχνει ότι οι περισσότερες δουλειές που βρήκαν είναι κακά ή χαμηλά αμειβόμενες, με μικρή προστιθέμενη αξία -ενώ παραμένουν κενές περιζήτητες θέσεις υψηλής αξίας και ζήτησης σε άλλους κλάδους όπως π.χ. Πληροφορικής.
Επιπλέον:
· οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό (από 830 σε 880 ευρώ) δόθηκαν τον Απρίλιο, δηλαδή ένα μήνα μετά το α’ τρίμηνο
· καθώς οι αυξήσεις είχαν προαναγγελθεί, διαφαίνεται ότι πολλές επιχειρήσεις ενσωμάτωσαν άμεσα (ως τον Μάιο) το αυξημένο μισθολογικό κόστος τους
Αυτό σημαίνει ότι μείωση κατά -2,0% δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι μισθοί μειώνονται.
Αντιθέτως, «ένοχοι» είναι εποχιακοί παράγοντες (χαμηλή δραστηριότητα σε τουρισμό/εστίαση ως τον Μάρτιο) και η «παγίδα» της χαμηλής παραγωγικότητας και κακής ποιότητος θέσεων εργασίας στη χώρα μας.
Υποκρύπτεται δηλαδή:
· αύξηση χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας: αν προσληφθούν πολλοί εργαζόμενοι σε θέσεις με μισθούς κάτω από τον μέσο όρο (π.χ. εποχιακή εργασία, τουρισμός, υπηρεσίες), ο μέσος όρος μειώνεται.
· αλλαγή στη σύνθεση της απασχόλησης: αν μειώνονται οι υψηλόμισθες θέσεις (π.χ. διοικητικές) και αυξηθούν οι χαμηλόμισθες (πχ εργάτες) η «αμοιβή ανά εργαζόμενο» πέφτει.
· αύξηση της μερικής απασχόλησης: περισσότεροι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο μειώνουν τον μέσο όρο.
Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι 100 εργαζόμενοι λάμβαναν μέσο μισθό 1.000 ευρώ και 100.000 ευρώ συνολικά αλλά, στη συνέχεια, 120 εργαζόμενοι λάμβαναν μέσο μισθό 980 και 117.600 ευρώ συνολικά, τότε το συνολικό εισόδημα των μισθωτών αυξάνεται κατά 17,5% (άρα μεγαλύτερα εισοδήματα θα πέσουν στην κατανάλωση) αλλά η μέση αμοιβή ανά εργαζόμενο μειώνεται κατά -2,0%.
Στην πράξη, όπως δείχνουν οι προβλέψεις της ίδιας έκθεσης, οι αποδοχές ανά εργαζόμενο (“compensation per employee”) θα αυξάνονται στην Ελλάδα: το 2025 +5,5%, το 2026 +4,8%, ενώ το 2027 +4,3%.
Αυτές οι προβλέψεις υποδηλώνουν ότι η μείωση του πρώτου τριμήνου είναι προσωρινή και οφείλεται σε εποχιακούς παράγοντες ή στη σύνθεση της απασχόλησης.
Οι καταναλωτές «βλέπουν» διαφορετικά από τους ειδικούς Η εικόνα που αναδύεται από το νέο Παρατηρητήριο της ΤτΕ είναι σαφής: η Ελλάδα βρίσκεται σε μια πληθωριστική τροχιά που την απομακρύνει από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, με δομικά χαρακτηριστικά που δυσκολεύουν την αποκλιμάκωση των τιμών. Αυτή η διαφοροποίηση θέτει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στην ελληνική περίπτωση.
Επιπλέον όμως, ένα ακόμα ανησυχητικό στοιχείο αφορά τις προσδοκίες πληθωρισμού των καταναλωτών. Ενώ οι επιχειρήσεις αναμένουν πληθωρισμό 2,9% σε ένα έτος, οι καταναλωτές προβλέπουν 8,0% – μια τεράστια απόκλιση που υποδηλώνει κρίση εμπιστοσύνης. Αυτό το χάσμα αντανακλά την καθημερινή εμπειρία των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν υψηλότερες τιμές από ό,τι καταγράφουν οι επίσημες στατιστικές.