Αύξηση τιμών στο πρόβειο και γίδινο γάλα, σχετική σταθερότητα στο αγελαδινό και βουβαλίσιο και μείωση του πλήθους των κτηνοτρόφων σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες, έχουν καταγράψει τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ για το έτος 2024.
Η εικόνα που προκύπτει είναι μικτή: οι τιμές παραγωγού κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, αλλά η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και ο έντονος ανταγωνισμός προκαλούν προβληματισμό για το μέλλον του κλάδου του γάλακτος.
«Είναι σημαντικό στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής να ενισχύουμε τις πολιτικές για την ανανέωση και ενίσχυση του αγροτικού πληθυσμού, όπως άλλωστε περιγράφεται στο όραμα για τη γεωργία που έχει δημοσιεύσει ο Επίτροπος Γεωργίας της Ε.Ε., Κρίστοφ Χάνσεν» δήλωσε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Αντώνης Φιλιππής και πρόσθεσε «από την πλευρά του Οργανισμού, συνεχίζονται σταθερά οι πολιτικές για την εκπαίδευση των παραγωγών ενώ παράλληλα θωρακίζονται οι ελεγκτικοί μηχανισμοί για την προστασία των ελληνικών αγροδιατροφικών προϊόντων».
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ το 2024, παρά την αύξηση των τιμών παραγωγού – ιδιαίτερα στο πρόβειο και γίδινο γάλα – ο αριθμός των κτηνοτρόφων φθίνει με σταθερό ρυθμό.
Το κόστος παραγωγής, οι αυξανόμενες απαιτήσεις πιστοποίησης, αλλά και η απουσία νέων ηλικιακά αγροτών δημιουργούν ένα τοπίο αβεβαιότητας για το μέλλον της ελληνικής γαλακτοπαραγωγής.
Η εικόνα σταθερότητας σε παραγωγή και τιμές στο αγελαδινό γάλα δεν αρκεί για να εξισορροπήσει τις πιέσεις που δέχονται οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παραδοσιακής γαλακτοπαραγωγής.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση του αριθμού κτηνοτρόφων που εντοπίζεται πιθανών οφείλεται και σε αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων λόγω οικονομιών κλίμακος, καθώς οι μικρότερες μονάδες δεν είναι οικονομικά βιώσιμες.
Συγκεκριμένα, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το πρόβειο γάλα κατέγραψε μια από τις υψηλότερες μέσες τιμές της τελευταίας δεκαετίας. Συγκεκριμένα, το 2024 η μέση τιμή ανήλθε στα 1,4404 ευρώ/κιλό, ελαφρώς μειωμένη σε σύγκριση με το ρεκόρ των 1,5543 ευρώ/κιλό του 2023, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με τις τιμές προ πανδημίας, όταν το 2019 η τιμή ήταν 0,8006 ευρώ/κιλό. Ωστόσο το α’ τρίμηνο του έτους η τιμή υποχώρησε ελάχιστα και βρίσκεται στα 1,381 ευρώ/λίτρο.
Η παραδοθείσα ποσότητα πρόβειου γάλακτος το 2024 διαμορφώθηκε στους 728.343 τόνους, ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με τους 732.382 τόνους του 2023, και αρκετά αυξημένη συγκριτικά με το 2015 (549.360 τόνοι), επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική αντοχή της παραγωγής σε αυτή την κατηγορία. Για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους η παραγωγή ανέρχεται σε 257.500 τόνους.
Αρνητικά ήταν ωστόσο τα στοιχεία για τον αριθμό των παραγωγών πρόβειου γάλακτος. Το 2023 ανερχόταν σε 40.231 ενώ μόλις ένα χρόνο μετά μειώθηκαν σε 38.668. Σημειώνεται ότι ο αριθμός αυτό αποτελεί το χαμηλότερο της τελευταίας δεκαετίας ενώ αποτυπώνει μια σταδιακή αποχώρηση μικρών παραγωγών, λόγω κόστους, ηλικίας ή απουσίας διαδοχής.
Σε θετικό έδαφος κινήθηκαν οι τιμές για το γίδινο γάλα. Με έντονη παρουσία κυρίως σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές η μέση τιμή το 2024 διαμορφώθηκε στα 0,9247 ευρώ/κιλό, αισθητά υψηλότερη από την τιμή του 2020 (0,5467 ευρώ/κιλό) και σχεδόν διπλάσια από το 2015, όπου καταγραφόταν μόλις 0,5844 ευρώ/κιλό. Τους τρεις πρώτους μήνες του φετινού έτους, η τιμή διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στα 0,8840 ευρώ/λίτρο, όπως καταγράφεται στην εφαρμογή iMilk ELGO, του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.
Η παραδοθείσα ποσότητα γίδινου γάλακτος ανήλθε στους 155.674 τόνους, παρουσιάζοντας μικρή κάμψη έναντι των 160.171 τόνων του 2023. Πάντως μέχρι τον Μάρτιο του 2025 η παραδοθείσα παραγωγή ήταν 37.840 τόνοι. Ίδια τάση καταγράφεται και στον αριθμό των παραγωγών: 12.625 το 2024, έναντι 12.954 το 2023 και 13.416 το 2021.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία, διαπιστώνεται ότι υπάρχει μια συγκέντρωση του κλάδου σε λιγότερους παραγωγούς, ο αριθμός των οποίων μειώθηκε κατά 17% σε σύγκριση με το 2015, ενώ η παραγωγή αυξήθηκε κατά περίπου 20% στο ίδιο διάστημα. Το 2024 οι παραγωγοί γίδινου γάλακτος ήταν 12.625 όταν το 2015 έφταναν τους 15.174.
Σταθερότητα παρατηρήθηκε στην ελληνική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος το 2024. Η μέση τιμή του συμβατικού γάλακτος κυμάνθηκε μεταξύ 0,5163 ευρώ-0,5327 ευρώ/κιλό, με οριακή αύξηση από μήνα σε μήνα. Το βιολογικό αγελαδινό παρέμεινε υψηλότερα, φτάνοντας έως και τα 0,5908 ευρώ/κιλό τον Δεκέμβριο. Στα 0,5402 ευρώ/λίτρο κυμάνθηκε η τιμή για τους τρεις πρώτους μήνες του 2025.
Η συνολική παραδοθείσα ποσότητα ανήλθε στους 638.865 τόνους (εκ των οποίων οι 18.293 τόνοι ήταν βιολογικό γάλα), ελαφρώς αυξημένη από τους 636.580 τόνους του 2023. Πρόκειται για μια σταθερή εικόνα σε αντίθεση με τη μεταβλητότητα άλλων κατηγοριών, γεγονός που αντανακλά μια πιο βιομηχανοποιημένη και συγκεντρωμένη παραγωγική βάση.
Πάντως σύμφωνα με την εφαρμογή iMilk ELGO το α’ τρίμηνο του 2025 οι παραγωγοί παρέδωσαν σχεδόν 175.500 τόνους αγελαδινού γάλακτος.
Το 2024 οι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος μειώθηκαν στους 1.878 από τους 1.994 που ήταν το 2023 και αρκετά χαμηλότερα από τους 3.253 που ήταν το 2015.
Αν και παραμένει είδος εξαιρετικά περιορισμένης παραγωγής, το βουβαλίσιο γάλα, κατέγραψε υψηλές τιμές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ η μέση τιμή του κυμάνθηκε μεταξύ 1,35 ευρώ-1,38 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας μικρές διακυμάνσεις. Ανοδικά έστω και οριακά, κινήθηκε η τιμή τους τρεις πρώτους μήνες του 2025. Συγκεκριμένα, η μέση τιμή για το βουβαλίσιο γάλα έφτασε τα 1,3647 ευρώ/λίτρο.
Η συνολική παραγωγή το 2024 έφτασε μόλις τους 125 τόνους, στα ίδια επίπεδα με το 2023, ενώ το α’ τρίμηνο του 2025 έχουν παραδοθεί πάνω από 32 τόνοι.
Σημειώνεται τέλος ότι η παραγωγή βουβαλίσιου γάλακτος συγκεντρώνεται κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, σε ορισμένες μονάδες της Κεντρικής Μακεδονίας, και εξυπηρετεί κυρίως ειδικά προϊόντα (π.χ. καζάν ντιπί, γιαούρτι και παραδοσιακά τυριά).