Ο διευθύνων σύμβουλος της Hyundai, Χοσέ Μουνιόζ, αποκάλυψε ότι ο Λευκός Οίκος επικοινώνησε μαζί του για να ζητήσει συγγνώμη σχετικά με την επιδρομή που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο σε εργοστάσιο μπαταριών στην πολιτεία της Τζόρτζια των ΗΠΑ. Το περιστατικό είχε προκαλέσει έντονη διπλωματική αναστάτωση μεταξύ Ουάσινγκτον και Σεούλ, καθώς περισσότεροι από 300 Νοτιοκορεάτες εργαζόμενοι συνελήφθησαν και καθηλώθηκαν στο πάτωμα του εργοστασίου κατά τη διάρκεια των ελέγχων.
Ο CEO της Hyundai ανέφερε σε επιχειρηματικό συνέδριο στη Σιγκαπούρη ότι συνομιλητής του από τον Λευκό Οίκο εξέφρασε τη λύπη της αμερικανικής κυβέρνησης για τον τρόπο που διεξήχθη η επιχείρηση. Παράλληλα, ο κυβερνήτης της Τζόρτζια τον ενημέρωσε ότι το περιστατικό δεν προήλθε από εντολή της πολιτειακής διοίκησης, γεγονός που πρόσθεσε αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την προέλευση και τους λόγους της επιδρομής.
Οι σκηνές που καταγράφηκαν στο εργοστάσιο, το οποίο λειτουργούσε από κοινού η Hyundai και η LG, προκάλεσαν έντονη οργή στη Νότια Κορέα. Οι εργαζόμενοι παρέμειναν υπό κράτηση για διάστημα που ξεπέρασε την μία εβδομάδα, πριν επιστρέψουν στη χώρα τους έπειτα από επείγουσες διπλωματικές επαφές ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις.
Η Hyundai είχε προειδοποιήσει ότι η επιδρομή θα καθυστερούσε την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου λόγω έλλειψης προσωπικού. Παρά τα προβλήματα, ο Χοσέ Μουνιόζ υπογράμμισε ότι η εταιρεία παραμένει προσηλωμένη στη λειτουργία και στην παραγωγή στις ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας το περιστατικό «κακή έκπληξη» αλλά όχι λόγο ανατροπής του επενδυτικού σχεδίου.
Η υπόθεση είχε πολιτική διάσταση και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε δηλώσει δημόσια ότι ήταν έντονα αντίθετος με την επιδρομή, χωρίς ωστόσο να δοθούν συγκεκριμένες εξηγήσεις για το ποια υπηρεσία την ενέκρινε και υπό ποια στοιχεία.
Παρά τις εντάσεις, ΗΠΑ και Νότια Κορέα ανακοίνωσαν τον Οκτώβριο νέα ευρεία εμπορική συμφωνία, η οποία προβλέπει μείωση αμοιβαίων δασμών και επενδύσεις ύψους 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τη Σεούλ στο αμερικανικό έδαφος. Οι δύο κυβερνήσεις εμφανίζονται αποφασισμένες να ενισχύσουν την οικονομική τους συνεργασία, αφήνοντας το περιστατικό της Τζόρτζιας στο παρελθόν, αν και οι ακριβείς συνθήκες της επιδρομής παραμένουν αδιευκρίνιστες.