Η αποβιομηχάνιση της Γερμανίας δεν είναι «ατύχημα», αλλά ένα σκόπιμο σχέδιο της ελίτ της χώρας. Είναι πρόθυμοι να δεχτούν βάναυσες κοινωνικές παράπλευρες απώλειες για να μετασχηματιστεί η Γερμανία από ένα βιομηχανικό κέντρο σε χρηματοοικονομικό κέντρο, όπως αναφέρει το TKP.
Η αποβιομηχάνιση στη Γερμανία επιταχύνεται από το 2020 και ο ρυθμός όλο και αυξάνεται. Ένα πρόσφατο παράδειγμα, φέτος τον Σεπτέμβριο. Δεν διαφαίνεται δυνατότητα αντιστροφής αυτής της τάσης. Αντιθέτως, η καθοδική τάση επιδεινώνεται. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι ένα απρόβλεπτο γεγονός, αλλά ένα στρατηγικό σχέδιο της Γερμανικής χρηματοοικονομικής ελίτ.
Υπάρχουν δύο εμφανείς εξηγήσεις για την τρέχουσα αποβιομηχάνιση της Γερμανίας (και των κρατών-δορυφόρων της, όπως η Αυστρία). Η πολιτική καθοδηγείται από αδαείς και ανίκανους ανθρώπους ή/και είναι αναπόφευκτη συνέπεια της γεωπολιτικής (σύγκρουση στην Ουκρανία) και της Πράσινης Επανάστασης. Ωστόσο, αυτό είναι υπερβολικά απλοϊκό και ίσως μια «βολική μυθοπλασία», όπως το θέτει το οικονομικό ιστολόγιο China Economic Indicator, το οποίο πραγματοποιεί μια σε βάθος ανάλυση της Γερμανικής αποβιομηχάνισης.
Αυτή η μελέτη καταλήγει σε ένα πολύ διαφορετικό συμπέρασμα, σαν η αποβιομηχάνιση να είναι ένα πεπρωμένο που επιβάλλεται από έξω. Αντίθετα, πρόκειται για ένα ενεργό, στρατηγικό σχέδιο της οικονομικής ελίτ των παγκοσμιοποιητών της χώρας για την αποδόμηση της παλιάς βιομηχανικής τάξης και τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας σύμφωνα με τις αρχές της χρηματοοικονομικοποίησης.
Τα επιχειρήματα του ιστολογίου είναι πειστικά. Ορίστε το μεταφρασμένο κείμενο, «Η αποβιομηχάνιση της Γερμανίας είναι ένα καπιταλιστικό πραξικόπημα»:
Οι βάσεις για αυτό το πραξικόπημα τέθηκαν από την κεντρική πολιτική της ενεργειακής μετάβασης. Το δογματικό κλείσιμο των Γερμανικών πυρηνικών σταθμών. Αυτό δεν ήταν απλώς μια περιβαλλοντική θέση, αλλά μια στρατηγική απόφαση που δημιούργησε σκόπιμα μια ευπάθεια σε όλη την Γερμανική βιομηχανία. Αποφασίζοντας να εγκαταλείψει την βασική & φτηνή ηλεκτρική ενέργεια, η Γερμανία έδεσε τη βιομηχανία της στην αστάθεια της παγκόσμιας αγοράς φυσικού αερίου, μια αδυναμία που αναπόφευκτα έπρεπε να εκμεταλλευτεί.
Το επακόλουθο σαμποτάζ των αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream δεν προκάλεσε αυτήν την κρίση, αλλά απλώς την επιδείνωσε. Η αξιοσημείωτη, σχεδόν αδιάφορη πολιτική έγκριση αυτής της πράξης σαμποτάζ, η οποία έκοψε την πιο ζωτική αρτηρία ενεργειακού εφοδιασμού της Γερμανίας, αποκαλύπτει μια θεμελιώδη αλήθεια. Ένα σημαντικό μέρος της Γερμανικής ελίτ έβλεπε μεγαλύτερη αξία στην καταστροφή του status quo παρά στον αγώνα για τη διατήρησή του.
Αυτό συμβαίνει επειδή τα συμφέροντα του Γερμανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχουν αρχίσει να αποκλίνουν από εκείνα του Γερμανικού βιομηχανικού κεφαλαίου. Ο παλιός «καπιταλισμός της Ρηνανίας», που βασίζεται σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις στη μεταποίηση και τη μηχανολογία, αποσυναρμολογείται συστηματικά και για πάντα. Αντικαθίσταται από ένα νέο μοντέλο που θεωρεί πιο σημαντική την παγκόσμια λογική της ευέλικτης διαχείρισης κεφαλαίων & περιουσιακών στοιχείων έναντι των τοπικών, πάγιων περιουσιακών στοιχείων των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.
Ο διορισμός του Φρίντριχ Μερτς, πρώην διευθυντή της γιγαντιαίας BlackRock, ως Καγκελάριου αποτελεί το απόλυτο σύμβολο αυτής της Νέας Τάξης Πραγμάτων στην οικονομία. Αντιπροσωπεύει & συμβολίζει την οριστική κατάκτηση του Γερμανικού κράτους από την χρηματοοικονομική ελίτ των παγκοσμιοποιητών. Για αυτήν την ελίτ, μια ενεργοβόρα μονάδα παραγωγής στην περιοχή του ποταμού του Ρουρ δεν αποτελεί πηγή οικονομικής Γερμανικής ισχύος, αλλά μάλλον ένα περιουσιακό στοιχείο με κάτω του μέσου όρου κερδοφορία.
Η συνεχιζόμενη πίεση στην απόδοση των μετόχων, που επιδεινώνεται περαιτέρω από την τεχνητά δημιουργημένη ενεργειακή κρίση, παρέχει το τέλειο πρόσχημα για την εξωτερική ανάθεση της παραγωγής και χρήση κεφαλαίων για την επαναγορά μετοχών και επενδύσεις σε λιγότερο απτούς τομείς με υψηλότερα περιθώρια κέρδους, όπως η τεχνολογία και τα χρηματοοικονομικά.
Πρόκειται για μια καλά σχεδιασμένη & υπολογισμένη μετάβαση, όχι για μια ατυχή σύμπτωση περιστάσεων. Η Πράσινη Ατζέντα, που παρουσιάζεται ως ηθική υποχρέωση, έχει αποδειχθεί ένα ισχυρό χρηματοοικονομικό εργαλείο για την επιτάχυνση αυτού του μετασχηματισμού, χαρακτηρίζοντας σημαντικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις ως βασιζόμενες στα «ορυκτά καύσιμα» και δικαιολογώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την αποεπένδυση από αυτές.
Τις εγκαταλείπουν συνειδητά. Το αποτέλεσμα είναι μια κίνηση τανάλιας. Οι πολιτικές αποφάσεις δημιουργούν μη ανταγωνιστικές συνθήκες λειτουργίας της βιομηχανικής παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποσύρουν το υπομονετικό μακροπρόθεσμο κεφάλαιο που χρειάζεται η βιομηχανία για να προσαρμοστεί.
Το κοινωνικό κόστος – η διάβρωση της μεσαίας τάξης, η απώλεια εξειδικευμένων θέσεων εργασίας, η μείωση της περιφερειακής ευημερίας – θεωρούνται ως δευτερεύουσες παράπλευρες απώλειες στην αδιάκοπη επιδίωξη της αποδοτικότητας και του κέρδους. Ο στόχος είναι μια πιο λιτή, πιο χρηματοοικονομική Γερμανία, λιγότερο εξαρτημένη από τις βιομηχανικές γραμμές παραγωγής υψηλής τεχνολογίας του παρελθόντος και περισσότερο εξαρτημένη από μια ευέλικτη ροή κεφαλαίων.
Η σκόπιμη αποσυναρμολόγηση της Γερμανικής βιομηχανίας δεν θα πραγματοποιηθεί στο κενό, αλλά θα προκαλέσει μια καταστροφική αλυσιδωτή αντίδραση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως κεντρικός κόμβος στο δίκτυο παραγωγής του ηπείρου, η αποβιομηχάνιση της Γερμανίας θα διαταράξει τις πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού, και θα καταστήσει μη κερδοφόρες τις εργοστασιακές μονάδες από την Πολωνία έως την Πορτογαλία και θα πυροδοτήσει μια σπειροειδή αποβιομηχάνιση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αυτή η κατάρρευση της βιομηχανικής ικανότητας της Ευρώπης θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε απότομη μείωση των μισθών και δραστική μείωση των εσόδων του κράτους πρόνοιας, καθώς τα κρατικά, δημόσια ταμεία σε ολόκληρη την Ένωση θα αδειάσουν.
Είναι εντυπωσιακό ότι όλο αυτό το σχέδιο αποβιομηχάνισης ευθυγραμμίζεται με τις βασικές συστάσεις, τις κατευθυντήριες γραμμές της πρόσφατης έκθεσης του Μάριο Ντράγκι (του Ιταλού μεγαλοτραπεζίτη & παγκοσμιοποιητή) σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, η οποία ζητά μια βίαιη εξάλειψη της λιγότερο παραγωγικής ικανότητας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν αποτελεσματικά το κόστος εργασίας.
Τώρα που το Γερμανικό όραμα καθοδηγεί αποτελεσματικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) μέσω της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, δεν πρόκειται απλώς για μια Γερμανική εθνική πολιτική, αλλά για ένα de facto πανευρωπαϊκό σχέδιο, το οποίο χρησιμοποιεί τη γερμανική μηχανή για να μετασχηματίσει βίαια ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία σε ένα πιο «ανταγωνιστικό» – και βιομηχανικά λιγότερο ισχυρό – μοντέλο.
Πρέπει να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι αυτό είναι ένα μυστήριο, που δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε. Τα κομμάτια του παζλ ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους. Η διάβρωση της ενεργειακής ασφάλειας, η έλλειψη αποφασιστικής πολιτικής υπεράσπισης της βιομηχανίας και η ενθρόνιση μιας χρηματοοικονομικής ελίτ (που εκπροσωπεί ο άνθρωπος των μεγαλοτραπεζιτών της BlacRok) στο υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο (Καγγελάριος Μερτζ) οδηγούν σε ένα μόνο συμπέρασμα. Η αποβιομηχάνιση της Γερμανίας είναι ένα σκόπιμο πανούργο σχέδιο. Είναι το σχέδιο της χρηματοοικονομικής ελίτ των παγκοσμιοποιητών που συνάδει με το Great Reset και την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση.