Στόχος είναι η ανακαίνιση 15.000 έως 20.000 κατοικιών που παραμένουν εκτός αγοράς εδώ και χρόνια. Η επιδότηση μπορεί να φτάσει έως και το 90% του επιλέξιμου κόστους, με ανώτατο ποσό ενίσχυσης περίπου τις 36.000 ευρώ ανά κατοικία, ενώ, προβλέπονται προσαυξήσεις για τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες. Αφορά ακίνητα δόμησης προ του 1990 που είναι και το μεγαλύτερο μέρος από το «στοκ» των ανενεργών κατοικιών.
Αναμένεται να «τρέξει» από το α’ τρίμηνο του 2026, με μεγαλύτερο προϋπολογισμό από τα προηγούμενα αντίστοιχα προγράμματα που ξεκινά από τα 400 εκατ. ευρώ, όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός. Όμως, αυτό θα είναι το σημείο εκκίνησης και στις συζητήσεις επισημαίνουν πως θα είναι «τουλάχιστον 400 εκατ. ευρώ», με την εκτίμηση πως θα φτάσει κοντά στα 500 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Ελεύθερου Τύπου».
Από το υπουργείο Οικονομικών έχει τονιστεί ότι θα είναι το μεγαλύτερο πρόγραμμα ανακαίνισης που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Πέρα από μεγαλύτερο, είναι και «καλύτερο», καθώς το νέο «Ανακαινίζω» δεν θα περιορίζεται σε ενεργειακές παρεμβάσεις, αλλά θα καλύπτει και γενικές, λειτουργικές ανακαινίσεις, ώστε τα ακίνητα να καθίστανται άμεσα κατοικήσιμα, απαντώντας στο βασικό αίτημα της αγοράς.
Θα επιδοτούνται τα «κλειστά ακίνητα», καθώς ο βασικός στόχος του προγράμματος θα είναι να μπουν περισσότερα ακίνητα στην αγορά, να αυξηθεί η προσφορά και να χτυπηθεί η μεγάλη άνοδος των τιμών αγοράς και ενοικίων.
Πάνω από ένα στα τέσσερα σπίτια στο κέντρο της Αθήνας είναι κλειστά, ενώ, πολύ υψηλά ποσοστά παρατηρούνται επίσης και σε άλλες περιοχές της Αττικής, ειδικά στον Πειραιά, αλλά και τις νότιες και δυτικές συνοικίες του λεκανοπεδίου, όπου υπάρχει και μεγαλύτερη συγκέντρωση κατοικιών. Στην πρωτεύουσα εντοπίζονται 117.137 κενές κατοικίες, ή 26,8% του συνόλου. Πρόκειται για ακίνητα που ανήκουν σε ιδιώτες, αλλά και σε φορείς του Δημοσίου, είτε αφορούν τον στενό ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΕΦΚΑ, δήμος, ιδρύματα κ.ά.), ενώ κάποια βρίσκονται και στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers).
Το τρίπτυχο των βελτιώσεων κλείνει με τη συνθήκη ότι αυτό το πρόγραμμα είναι δυνητικά «ευκολότερο» για τους ιδιοκτήτες ακινήτων να το αξιοποιήσουν, καθώς θα προβλέπει σημαντικά λιγότερα βήματα γραφειοκρατίας, με μείωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Μεγάλο παράπονο που έχει εκφραστεί από τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες ακινήτων για προηγούμενα προγράμματα, ήταν το πλήθος των δικαιολογητικών και ο χρόνος αποπεράτωσης των απαραίτητων διαδικασιών.
Το νέο «Ανακαινίζω» είναι σαφώς μεγαλύτερου μεγέθους, από παρόμοια προηγούμενα προγράμματα. Παράδειγμα, το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω», με 50 εκατ. ευρώ, αν και είχε μεγάλη ανταπόκριση, ήταν πολύ μικρότερο με στόχο όσους έχουν ένα κενό ακίνητο, επιφάνειας έως 100 τετραγωνικών μέτρων και ήθελαν να το ενεργοποιήσουν, όμως δεν είχαν τα κεφάλαια για την ανακαίνιση – επισκευή. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρώτο δεκάμηνο του έτους είχαν υποβληθεί συνολικά 3.784 αιτήσεις, καλύπτοντας το 61% του διαθέσιμου προϋπολογισμού.
Το σχέδιο για μακροχρόνια ενοικίαση
Αναφορά στο κυβερνητικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος έκανε και η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Δόμνα Μιχαηλίδου. Για το μεγάλο πρόγραμμα «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» που θα αρχίσει το α’ τρίμηνο του 2026, σημείωσε πως η νέα πρωτοβουλία θα έχει επιδοτήσεις έως και 300 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, με ανώτατο ποσό τις 36.000 ευρώ, υπό την προϋπόθεση το ακίνητο να νοικιάζεται για τουλάχιστον 5 χρόνια και να έχει χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Ακόμη, τόνισε πως τα εισοδηματικά κριτήρια διευρύνονται σημαντικά, καθώς στο πρόγραμμα θα μπορούν να ενταχθούν ζευγάρια με εισόδημα έως 35.000 ευρώ, με προσαύξηση 5.000 για κάθε παιδί, ενώ, στόχος είναι η ουσιαστική στήριξη νοικοκυριών που θέλουν να αξιοποιήσουν την περιουσία τους και να τη διαθέσουν στην αγορά.
«Κούρεμα» 15% – 50% στο υπόλοιπο δανείων σε ελβετικό φράγκο
Επιπλέον, το οικονομικό επιτελείο «τρέχει» οριστική λύση προκειμένου να ρυθμιστούν τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο σε 38.067 δανειολήπτες, με χρέος ύψους 5,5 δισ. ευρώ (οι τράπεζες έχουν 20.625 δάνεια στα χαρτοφυλάκιά τους, ποσού 2,5 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπα ανήκουν στους servicers), κλείνοντας μία εκκρεμότητα σχεδόν 20 ετών.
Η ρύθμιση που προτείνει η κυβέρνηση στους δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου, θα περάσει ως διάταξη στο σχέδιο νόμου του υπουργείου για το νέο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης, το οποίο προβλέπει τη μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ και αφορά αποκλειστικά τις τράπεζες με κόστος 600.000.000 ευρώ.
Το πλάνο προβλέπει τη μετατροπή των δανείων από ελβετικό φράγκο σε ευρώ, «επιδοτώντας» την τρέχουσα ισοτιμία κατά τη μετατροπή του δανείου σε ποσοστό από 15% μέχρι και 50%, εφαρμόζοντας εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, σύμφωνα με την «Καθημερινή».
Το δάνειο θα εξυπηρετείται εφεξής με σταθερό επιτόκιο (άρα οι μηνιαίες δόσεις γίνονται σταθερές και προβλέψιμες), από 2,3% για τους ασθενέστερους οικονομικά δανειολήπτες, με ετήσιο εισόδημα έως 22.000 ευρώ και περιουσία έως 185.000 ευρώ, οι οποίοι θα λάβουν το μεγαλύτερο «κούρεμα», έως 2,9% για τους δανειολήπτες που θα λάβουν το μικρότερο «κούρεμα» 15%, δεδομένου ότι είναι εύποροι. Οι τελευταίοι αποτελούν και την πλειονότητα όσων πήραν δάνειο σε ελβετικό φράγκο.
Το μεγαλύτερο «κούρεμα» στην ισοτιμία, κατά 50% και παράλληλα σταθερό επιτόκιο 2,3% θα λαμβάνουν δανειολήπτες με ετήσιο εισόδημα έως 22.000 ευρώ και περιουσία έως 185.000 ευρώ.
Απομείωση 30% και σταθερό επιτόκιο 2,5% θα λαμβάνουν οι δανειολήπτες με εισόδημα έως 27.500 ευρώ και περιουσία έως 231.250 ευρώ.
Το «κούρεμα» της ισοτιμίας θα υποχωρεί στο 20% και το επιτόκιο θα διαμορφώνεται σε 2,7% για τους δανειολήπτες με εισόδημα έως 33.000 ευρώ και περιουσία έως 277.500 ευρώ.
Τέλος, –15% στην ισοτιμία και επιτόκιο σταθερό 2,9% θα δίνεται στους ισχυρότερους οικονομικά δανειολήπτες, χωρίς υπολογισμό εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων.
Στους δανειολήπτες θα δίνεται και δυνατότητα επιμήκυνσης της διάρκειας του δανείου έως και 5 χρόνια, κάτι που ανάλογα με την κλίμακα του «κουρέματος» στην οποία εντάσσεται ο δανειολήπτης και σε συνδυασμό με το ύψος του υπολοίπου του δανείου του, θα μπορεί να «ρίξει» τη μηνιαία δόση έως και κατά 40% – 43%, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της «Καθημερινής».
Το πρόβλημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο αφορά κυρίως στεγαστικά και σε ένα μικρό ποσοστό επαγγελματικά δάνεια, τα οποία συνήφθησαν την τριετία 2005 – 2009, με «αιχμή» το 2007, σε μία ισοτιμία 1,67 προς 1 με το ευρώ και με κυμαινόμενα επιτόκια, που ξεκίνησαν από 1,5% και έφτασαν μέχρι και άνω του 2,5% (σε κάποια δάνεια που ρυθμίστηκαν διμερώς με τις τράπεζες μέσω επιμήκυνσης και τμηματικής αποπληρωμής, το επιτόκιο διαμορφώθηκε σε υψηλότερα επίπεδα έναντι της αρχικής σύμβασης).
Τα δάνεια με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου έχουν υποστεί διαχρονικά από τη χορήγηση μέχρι σήμερα μία επιβάρυνση της τάξεως έως και 70% στο κεφάλαιο.