Τα σοβαρά προβλήματα του σιδηροδρομικού δικτύου και τα ζητήματα της διέλευσης σιδηροδρομικών γραμμών εντός του αστικού ιστού της Λάρισας, των Τρικάλων και της Καρδίτσας αναδεικνύει νέα μελέτη του Τμήματος Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, η οποία παρουσιάστηκε την Παρασκευή (05/12).
Όπως τονίζεται, αφορμή για την εκπόνηση της εργασίας στάθηκε το θανατηφόρο ατύχημα των Τεμπών στις 28 Φεβρουαρίου 2023. «Το θέμα της ασφάλειας των σιδηροδρόμων που σήμερα απασχολεί την ελληνική κοινωνία, έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος για τους κατοίκους της Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας και ιδιαίτερα της Λάρισας για τον λόγο ότι καταγράφονται πολλά ατυχήματα με αποτέλεσμα την απώλεια ανθρώπινων ζωών στον αστικό ιστό της πόλης της Λάρισας», επισημαίνεται.
«Αποτελεί κρίσιμο ζήτημα η επίτευξη ενός βιώσιμου συστήματος μεταφορών που να καλύπτει τις ανάγκες προσβασιμότητας και κινητικότητας σε ατομικό, κοινωνικό και εταιρικό επίπεδο, ενώ παράλληλα προστατεύει τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Μεταξύ άλλων, ένα βιώσιμο σύστημα μεταφορών προωθεί την ισότητα μεταξύ της παρούσας και των μελλοντικών γενεών, προσφέρει εναλλακτικές επιλογές μεταξύ των μέσων μεταφοράς, υποστηρίζει μία ανταγωνιστική οικονομία και μία ισορροπημένη περιφερειακή ανάπτυξη, χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ελαχιστοποιεί την κατανάλωση αστικού χώρου και την πρόκληση θορύβου», αναφέρεται επιπλέον.
Το δίκτυο «κόβει» τη Λάρισα στα δύο
Η πόλη καταγράφεται ως το πλέον επιβαρυμένο αστικό κέντρο της Θεσσαλίας όσον αφορά την ασφάλεια, τις αστικές ασυνέχειες και τις επιπτώσεις από τη λειτουργία των γραμμών Αθήνα – Θεσσαλονίκη και Λάρισα – Βόλος, που τέμνουν τον πολεοδομικό ιστό.
Το μήκος των γραμμών μέσα στην πόλη της Λάρισας «αγγίζει» τα 9,5 χιλιόμετρα, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές αστικές ασυνέχειες, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης.
Οι εγκαταστάσεις του ΟΣΕ καταλαμβάνουν περίπου 280 στρέμματα, δηλαδή το 1,8% της συνολικής έκτασης της πόλης, λειτουργώντας ως εκτεταμένος «φραγμός» ανάμεσα σε συνοικίες και βασικές κυκλοφοριακές αρτηρίες.
Οι γραμμές Αθήνας – Θεσσαλονίκης και Λάρισας – Βόλου διασχίζουν κατοικημένες περιοχές, προκαλώντας κυκλοφοριακά, περιβαλλοντικά και ζητήματα ασφάλειας που είναι διαχρονικά και έντονα, όπως τονίζεται.
Ακόμη, η χωρική ανάλυση των σιδηροδρομικών ατυχημάτων δείχνει ότι η πλειοψηφία των συμβάντων στον άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη συμβαίνει εντός της Λάρισας, ενώ και στον άξονα Λάρισας – Βόλου καταγράφεται σημαντική διασπορά κοντά στον αστικό ιστό.
Τα συχνότερα περιστατικά είναι συγκρούσεις αμαξοστοιχιών με οχήματα και παρασύρσεις πεζών, που αποδίδονται σε παραβίαση μέτρων ασφαλείας και σε ανεπαρκείς υποδομές, όπως ισόπεδες διαβάσεις και ελλιπείς περιφράξεις.
Προτεινόμενες παρεμβάσεις
- Υπογειοποίηση οδών
Σχέδιο του ΟΣΕ για τέσσερις υπόγειες διαβάσεις στις οδούς Υψηλάντου, Βόλου, Καραγάτση και Αγιάς, για τη σταδιακή κατάργηση ισόπεδων διαβάσεων υψηλού κινδύνου. Η λύση αυτή δεν αντιμετωπίζει τη διέλευση των γραμμών μέσα από την πόλη και τον «φραγμό» στον πολεοδομικό ιστό.
- Μεγάλες παρακάμψεις
Δυτική παράκαμψη: Νέα χάραξη περίπου 19 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης, με ανάγκη νέου σταθμού. Αυξάνει τη διαδρομή προς Θεσσαλονίκη κατά 19 χιλιόμετρα.
Ανατολική παράκαμψη: Πλήρης απομάκρυνση των γραμμών από τον ιστό της πόλης, με αύξηση του μήκους της γραμμής κατά περίπου 3,5 χιλιόμετρα.
- Πίεση από την τοπική αυτοδιοίκηση
Η ομάδα εργασίας είχε επικοινωνία με ΕΡΓΟΣΕ και τον Δήμαρχο Λαρισαίων για τη στρατηγική των παρεμβάσεων, τονίζοντας ότι κάθε λύση απαιτεί πολιτική βούληση και χρηματοδότηση. Η Λάρισα είναι βασικό αστικό κέντρο στο διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών και οι παρεμβάσεις πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τον εθνικό και ευρωπαϊκό σχεδιασμό.
Ως συμπέρασμα, τονίζεται ότι οι σιδηροδρομικές γραμμές λειτουργούν ως φυσικός και λειτουργικός φραγμός για τη ζωή και την ασφάλεια της πόλης. Οι προτεινόμενες λύσεις –από υπόγειες διαβάσεις έως πλήρη παρακάμψη– ανοίγουν συζήτηση για το μέλλον των μεταφορών και την ενότητα της πόλης. Η Λάρισα, έχοντας πληρώσει βαρύ «φόρο αίματος» στις ράγες, χρειάζεται άμεσες παρεμβάσεις για ασφαλέστερο σιδηρόδρομο και ενιαίο αστικό ιστό.
«Περαιτέρω προτάσεις περιλαμβάνουν την υιοθέτηση εξελιγμένων τεχνολογιών ανίχνευσης και παρακολούθησης που επιτρέπουν την έγκαιρη διάγνωση προβλημάτων. Επίσης, ασφαλείς σταθμοί και διαβάσεις, εξοπλισμένες με φράγματα και συστήματα προειδοποίησης που προστατεύουν πεζούς και οχήματα.
Παράλληλα, η εκπαίδευση του προσωπικού και η ανάπτυξη σχεδίων αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών ενισχύουν την ετοιμότητα για γρήγορη και αποτελεσματική ανταπόκριση σε κρίσεις. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τους κινδύνους και τους κανόνες ασφαλείας ολοκληρώνουν την ολιστική προσέγγιση για ένα ασφαλές σιδηροδρομικό δίκτυο.
Οι σταθμοί και οι διαβάσεις πρέπει να είναι ασφαλείς και εύκολα προσβάσιμοι. Οι πεζοί και οι ποδηλάτες που διασχίζουν σιδηροδρομικές γραμμές πρέπει να ενημερώνονται για τους κινδύνους και να τηρούν τους κανόνες ασφαλείας. Η εγκατάσταση φραγμάτων και σημάτων προειδοποίησης στις διαβάσεις, καθώς και η χρήση τεχνολογίας, όπως οι έξυπνοι φωτεινοί σηματοδότες, μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη ατυχημάτων.
Σημαντικό είναι οι τοπικές Αρχές να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν σχέδια αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών. Αυτά τα σχέδια περιλαμβάνουν τη συνεργασία με τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, ώστε να διασφαλιστεί η γρήγορη και αποτελεσματική ανταπόκριση σε περίπτωση ατυχήματος ή άλλης κρίσης.
Οι ασκήσεις προσομοίωσης καταστάσεων ανάγκης μπορούν να βοηθήσουν στην εκπαίδευση του προσωπικού και την ενίσχυση της ετοιμότητας. Η ενημέρωση και η εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την ασφαλή χρήση των σιδηροδρομικών υποδομών είναι απαραίτητη. Οι καμπάνιες ευαισθητοποίησης και τα εκπαιδευτικά προγράμματα μπορούν να ενισχύσουν την κατανόηση των κινδύνων και να προωθήσουν υπεύθυνη συμπεριφορά», καταλήγει η έκθεση.