του φανταστικού και βρώμικου τις περισσότερες φορές ήρωά τους, σκέπτομαι την εποχή που ήμουν στην ηλικία τους και αλωνίζαμε τα σοκάκια του Θραψανού, παίζοντας με τα δικά μας παιχνίδια. Βέβαια, εάν αναλογιστούμε την μεγάλη χρονολογική διαφορά, η σύγκριση είναι αδύνατη και συνάμα αδόκιμη, όμως οι συνειρμοί έρχονται αυτόματα, ενώ οι απορίες των παιδιών για αυτά τα παιχνίδια τους δημιουργούν χαμόγελα και... συμπάθεια. Προσδοκώντας λοιπόν να παρουσιάσω στα σημερινά παιδιά, τα ξεχασμένα και χαμένα στον χρόνο παιχνίδια, αλλά και με την φιλοδοξία να τα φέρω στη θύμηση αυτών που τα έπαιζαν, σχεδίασα κάποια απο αυτά ενω κάποια άλλα απλά τα καταγράφω παρακάτω. Απο τα χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής εκείνης (αναφέρομαι στα τέλη της δεκαετίας του 60 έως περίπου τα τέλη του 70) ήταν ότι τα πιό αγαπημένα παιχνίδια ήταν αυτά που τα φτιάχναμε μόνοι μας αφού η κατασκευή τους, η συνεχής τροποποίηση και τελειοποίησή τους αποτελούσε απο μόνη της το μεγαλύτερο ίσως παιχνίδι. Βέβαια ορισμένα απο αυτά ήταν επικίνδυνα -χωρίς να ξεχνάμε ότι και εμείς δεν ήμασταν άγιοι-, ενώ σε κάποια άλλα ο αγώνας πολλές φορές δεν ήταν απλά για την νίκη αλλά και για την διατήρηση της σωματικής μας ακεραιότητας.
Παιχνίδια που τα φτιάχναμε μόνοι μας!
Δίχαλο- Σφεντόνα:
Πατίνι με ρουλεμάν:
Τσούρλι με μπαγκιονέτα:
Τσούρλι με μεγάλο τροχό ή τσέρκι που τα κυλούσαμε με ένα σκέτο ξύλο. Ακολουθώντας τον γενικό κανόνα που έλεγε ότι οτιδήποτε ήταν στρογγυλό έπρεπε να κυλάει, βρίσκαμε και το αντίστοιχο εργαλείο. Εδώ τα πράγματα ήταν μάλλον απλά καθώς με ένα κομμάτι ξύλο το παιχνίδι ήταν έτοιμο.
Αετός της Καθαρής Δευτέρας. (Χαρταετός)
Τα ομαδικά παιχνίδια:
Ποδόσφαιρο
Χοστό ( Κρυφτό) (με μάνα ένα ντενεκέ)
Κάτω πά (μακρυά γαϊδούρα)
Ολυμπιακοί αγώνες
Τα παιχνίδια που παίζαμε στα πεζούλια:
Ντάμα (απλή αλλα και υποχρεωτική)
Βεζύρης (ξυλάς, βασιλιάς, ψωμάς, κλέφτης)
Τα "κοριτσίστικα" παιχνίδια:
Κουτσό (ή καλόγερο)
Άλλα παιχνίδια:
Μπίλιες γυάλινες και σιδερένιες
Το παιχνίδι αυτό το αποτελούσαν δυό μεγάλες κοκάλινες μπίλιες που κρεμότανε με λεπτό σχοινάκι απο ένα σιδερένιο κρίκο. Ο διαολεμένος θόρυβος που έκανε σε συνάρτηση με τα συχνά ατυχήματα που προκαλούσε το έκανε γρήγορα απαγορευμένο παιχνίδι.
Από τα παλιά παιχνίδια που χάθηκαν είναι και το σβουράκι, η "ρουλέτα του δρόμου" θα λέγαμε σήμερα. Βάλε 1, βάλε 2, πάρε 1, πάρε 2, βάλτε όλοι και πάρτα όλα.
Η πιό απλή και διαχρονική μορφή τυχερού παιχνιδιού βέβαια ήταν το κορώνα - γράμματα. Τα ποσά που εννοούμε όταν λέμε χρήματα ήταν πενηνταράκια, φράγκα (δραχμές), δίφραγγα, τάλιρα, δεκάρικα και κοσάρικα
ΤΡΕΙΣ...ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ:
ΠΕΡΝΑ, ΠΕΡΝΑ Η ΜΕΛΙΣΣΑ:
Τα παιδιά, από 6 και πάνω, διαλέγουν από τα πιο μεγάλα, δυο μάνες και η κάθε μια παίρνει με λάχνισμα τον ήλιο ή το φεγγάρι. Οι 2 μάνες σχηματίζουν με τα χέρια τους μια καμάρα και στέκονται όρθιες στη μέση. Τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν μια γραμμή, το ένα πίσω απ' το άλλο, κρατημένα απ' τη μέση ή απ' τη ζώνη τους. Όπως έχουν σχηματίσει τη σειρά προχωρούν προς την καμάρα τραγουδώντας:
Περνά, περνά η μέλισσα
Με τα μελισσόπουλα
Και με τα παιδόπουλα!
Όταν φτάσουν μπρος την καμάρα οι 2 μάνες τα ρωτούν:
-Από πού ερχόσαστε;
-Από την Κόρινθο (π.χ.)
-Και τι έχετε φορτωμένα;
-Σύκα και σταφύλια (π.χ.)
-Περάστε μέσα.
Σηκώνουν λοιπόν τα χέρια τους και τα παιδιά περνούν κάτω από την καμάρα, βουίζοντας σαν τις μέλισσες. Την ώρα που είναι να περάσει το τελευταίο, οι 2 μανάδες κατεβάζουν τα χέρια τους και το κρατούν κι ύστερα το ρωτούν σιγά, ώστε να μην ακούσουν τα άλλα:
-Τι θέλεις, τον ήλιο ή το φεγγάρι;
Το παιδί θα πει τον ήλιο ή το φεγγάρι και τότε θα πάει πίσω απ' αυτή που πήρε τούτο το όνομα και θα πιαστεί απ' τη μέση της. Το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, μόνο που κάθε φορά, τα παιδιά λένε ότι έρχονται από άλλο μέρος και φέρνουν διαφορετικά πράγματα, μέχρις ότου μοιραστούν όλες. Την τελευταία τη ρωτούν πια φανερά, αν θέλει τον ήλιο ή το φεγγάρι κι όταν διαλέξει πιάνεται, πίσω απ' όλα τα άλλα παιδιά. Τότε η μια μάνα βγάζει τη ζώνη της και την απλώνει στην άλλη και η κάθε μια τους κρατάει από μιαν άκρη και με τα παιδιά από πίσω της την τραβάει προς το μέρος της. Όποια πάρει την άλλη, νικάει.
ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΣ ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ:
Πιάνονται απ' το χέρι και σχηματίζουν κύκλο, ενώ ένα κορίτσι απ' τα μεγαλύτερα, η κυρα-Μαρία, στέκεται στη μέση. Αρχίζουν να γυρίζουν γύρω γύρω και τραγουδούν, ενώ η κυρα-Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους.
Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
-Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
-Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
-Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, δεν περνώ
Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, περνώ!
-Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
-Η καλή μου είν' (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, δεν περνώ
Η καλή μου είν' (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, περνώ!
Μόλις ακούσει τ' όνομά του το κορίτσι που ανέφερε η κυρα-Μαρία, φεύγει απ' τον κύκλο και μπαίνει στη μέση και τότε είτε γίνεται αυτό κυρα-Μαρία και το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι είτε στέκεται στο πλάι της κυρα-Μαρίας, που συνεχίζει ν' αναφέρει σε κάθε επανάληψη του τραγουδιού κι από μια φιλενάδα της, ώσπου δε μένουν πια αρκετά κορίτσια, για να σχηματίσουν κύκλο κι έτσι το παιχνίδι τελειώνει.
ΛΥΚΕ ΛΥΚΕ, ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ;
Ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά κάνει τον λύκο, που πάει και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο ή ένα δέντρο. Τα άλλα παιδιά, με επικεφαλής ένα απ' τα μεγαλύτερα, που θα είναι η «μάνα», πιάνονται στη σειρά, το ένα πίσω απ' το άλλα και πλησιάζουν το κρησφύγετο του λύκου, απαγγέλλοντας ρυθμικά:
«Πήγε ο λύκος στο βουνό,
μες στο δάσος το πυκνό.
Τριγυρνώ και τραγουδώ:
Λύκε, λύκε είσαι δω;»
Ο λύκος απαντάει: -Εδώ είμαι!
Τα παιδιά ρωτούν: -Και τι κάνεις;
Ο λύκος: -Βάζω το πουκάμισό μου! Ή
Τώρα σηκώνομαι απ' το κρεβάτι μου!
Τα παιδιά απομακρύνονται, κάνουν ένα νέο γύρο, πάντα πιασμένα το ένα πίσω απ' το άλλο και σταματούν πάλι έξω απ' το κρησφύγετο του λύκου, λέγοντας το ίδιο τραγουδάκι. Ο λύκος εξακολουθεί να ντύνεται και τους απαντάει πάντα: «Βάζω το παντελόνι μου» ή «φοράω τα παπούτσια μου» ή δίνει άλλες αστείες απαντήσεις, όπως: «Ξυρίζω τα μουστάκια μου», ανάλογα με την ηλικία του και με την ετοιμότητά του. Στο τέλος λέει: «Βάζω το καπέλο μου» ή «παίρνω το μπαστούνι μου και σας κυνηγώ» και τότε τα παιδιά σκορπίζονται φωνάζοντας:
«Λύκε, λύκε φτάσε με,
σαν μπορείς και πιάσε με!»
Ο Λύκος τρέχει από πίσω τους και τα κυνηγάει. Όποιο παιδί φτάσει, βγαίνει από το παιχνίδι. Αυτό γίνεται ώσπου να τα πιάσει όλα ή ώσπου να κουραστούν τα παιδιά
ΓΥΡΩ ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ:
Τα παιδάκια σχηματίζουν έναν κύκλο και βάζουν το πιο μικρό στη μέση. Ύστερα πιάνονται από τα χέρια και γυρίζουν τραγουδώντας:
Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση ο Μανόλης,
Χέρια, πόδια στη γραμμή
Όλοι κάθονται στη γη!
-Κάθισε, Μανολάκη!
Με το: «όλοι κάθονται στη γη!», όλα τα παιδάκια κάθονται χάμω και τεντώνουν τα πόδια τους προς το κέντρο. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο «Μανόλης».
Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ:
Τα κοριτσάκια σχηματίζουν έναν κύκλο, που κοιτάζει προς τα μέσα. Στο κέντρο κάθεται ένα κοριτσάκι, που κάνει τάχα ότι κλαίει. Τα άλλα γυρίζουν γύρω-γύρω και τραγουδούν:
Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω απάνω, πλύνε τα μάτια,
Κοίταξε τον ήλιο κι αποχαιρέτησε!
Το κοριτσάκι, τότε, που κάνει την Ελένη, πλένει δήθεν τα μάτια της και κοιτάζει τον ήλιο κι ύστερα σηκώνεται ξαφνικά και πιάνει μια απ' τις άλλες, που γίνεται εκείνη Ελένη με τη σειρά της.
Η ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ:
Οι παίκτες - από 5 ως 10 - κάθονται γύρω-γύρω και βγάζουν έναν αρχηγό, τα πιο μεγάλα απ' τα παιδιά ή τον πιο έξυπνο, ανάμεσα στους μεγάλους. Καθένας απ' τους παίκτες παίρνει έναν αριθμό. Αυτό γίνεται κατά 2 τρόπους: Ή εκείνος που κάθεται στ' αριστερά του αρχηγού, παίρνει τον αριθμό 1 κι ο διπλανός του το 2 κι έτσι ως το τέλος, ή ο καθένας παίρνει όποιο αριθμό του αρέσει, που δεν πρέπει όμως να είναι μεγαλύτερος, απ' όσα είναι στο σύνολό τους τα παιδιά. Έτσι π.χ. αν τα παιδιά είναι 8, δεν πρέπει κανείς να πάρει τον αριθμό 10. Κάθε παίκτης πρέπει να θυμάται καλά τον αριθμό του, γιατί απ' αυτό θα εξαρτηθεί αν θα κερδίσει ή θα χάσει.
Πρώτος μιλάει ο αρχηγός και λέει:
- Έχω μια κολοκυθιά που κάνει 3 (π.χ.) κολοκύθια!
Μόλις αναφέρει αυτόν τον αριθμό, εκείνος που έχει το 3, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει:
- Και γιατί να κάνει τρία;
- Και πόσα θέλεις να κάνει; Ρωτάει ο αρχηγός.
- Να κάνει (π.χ.) πέντε.
Αν κανείς ακούσει τον αριθμό του και δεν σηκωθεί ή σηκωθεί ακούγοντας τον αριθμό που έχει άλλος ή πει ανύπαρκτο αριθμό (π.χ. το 12 αν είναι 10 τα παιδιά), τότε χάνει και πρέπει να δώσει ενέχυρο. Αυτό το ενέχυρο πρέπει να είναι κάτι το ατομικό του, π.χ. το μαντήλι του, το βραχιόλι του… Όλα αυτά ο αρχηγός τα βάζει κατά μέρος και τα σκεπάζει μ' ένα μαντίλι ή μ' ένα κομμάτι ύφασμα. Όταν τελειώσει το παιχνίδι, ο αρχηγός βάζει το χέρι του κάτω απ' το μαντίλι, τραβάει ένα-ένα τα ενέχυρα και φωνάζει:
- Κι αυτός εδώ, τι πρέπει να κάνει;
Οι άλλοι, όλοι μαζί, φωνάζουν.
- Να λαλήσει σαν πετεινός ή να γκαρίξει σαν γαϊδούρι ή να περπατήσει με τα τέσσερα, ή ό,τι άλλο σοφιστούν.
Την τιμωρία αυτή, πρέπει ο τιμωρημένος να τη δεχτεί με κέφι και να κάνει τους άλλους να γελάσουν.
Σε μια παραλλαγή, ο αρχηγός δεν περιμένει να τελειώσει το παιχνίδι για να επιβάλλει τις τιμωρίες, αλλά μόλις κάνει κάποιος ένα λάθος, τον βάζουν αμέσως να εκτελέσει την τιμωρία του.
Σε μια άλλη παραλλαγή απ' την Ήπειρο, στη μέση του κύκλου στήνουν μια βαριά πέτρα και όποιος κάνει λάθος, σηκώνεται αμέσως, σηκώνει την πέτρα και τη βαστάει στους ώμους του ως το τέλος του παιχνιδιού, εκτός αν λαθευτεί κανένας άλλος και τότε πηγαίνει εκείνος και παίρνει την πέτρα κι ο πρώτος ξαναγυρίζει στη θέση του.
ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ:
Παίζεται από 2 ή περισσότερα παιδιά ή από 2 ομάδες παιδιών, όταν τα παιδιά είναι από 4 και πάνω. Κάθε παιδί διαλέγει την πέτρα του, που πρέπει να είναι πλακέ και ελαφριά.
Χαράζουν στο χώμα ή ζωγραφίζουν στο πεζοδρόμιο ή στην αυλή με κιμωλία το σχήμα του κουτσού και αριθμούν τα τετράγωνα. Η επάνω διάμετρος πρέπει να έχει τόσο πλάτος, ώστε να μπορεί να σταθεί ένα παιδί με τεντωμένα τα δυο του πόδια, δηλ. περίπου 80 πόντους. Ανάλογα πρέπει να είναι τα υπόλοιπα τετράγωνα. Ορίζουν ένα σημάδι και κάθε παιδί ρίχνει την πέτρα του στο σημάδι. Όποιου η πέτρα πάει μακρύτερα, εκείνο θα παίξει πρώτο. Ύστερα αρχίζει το παιχνίδι κι όποιο παιδί παίξει πρώτο, πετάει την πέτρα του στο πρώτο τετράγωνο, από μια απόσταση ως 3 βήματα περίπου. Αν τυχόν η πέτρα πέσει είτε έξω από το τετράγωνο είτε πάνω στη γραμμή, τότε το παιδί χάνει τη σειρά του και πρέπει να περιμένει να παίξουν όλοι οι άλλοι για να ξαναρίξει. Αν πέσει μέσα στο τετράγωνο, τότε πηδάει κι αυτό μέσα, πατώντας μόνο στο δεξί πόδι και μ' αυτό σπρώχνει την πέτρα στο επόμενο τετράγωνο. Όταν φτάσει στο τρίτο, τότε κάνει το λεγόμενο γεφυράκι, δηλ. σπρώχνει την πέτρα πάνω στη γραμμή, που είναι ανάμεσα στα 2 τετράγωνα του (4) και πατάει με τα 2 πόδια. Κατόπιν στηρίζεται πάλι στο δεξί πόδι και σπρώχνει την πέτρα στο πέμπτο τετράγωνο κι από κει στο κεντρικό τετράγωνο του (6), οπότε κάνει πάλι το γεφυράκι, έχοντας την πέτρα στο μεσιανό τετράγωνο και πατώντας με τα 2 πόδια του στα δυο ακριανά. Αμέσως μετά κάνει μεταβολή πηδώντας και τότε έχει το δικαίωμα είτε να κάνει πάλι το γεφυράκι και να σπρώξει την πέτρα με το κουτσό στο πέμπτο τετράγωνο είτε να σκύψει και να την πιάσει με το χέρι και να την πετάξει στο πέμπτο τετράγωνο. Συνεχίζει ύστερα το κουτσό και γυρίζει πίσω βγάζοντας την πέτρα έξω. Έρχεται κατόπιν η σειρά από τα άλλα παιδιά να κάνουν τον πρώτο γύρο.
Ο δεύτερος γύρος λέγεται Τουβλάκι, γιατί όλη η διαδρομή γίνεται τοποθετώντας ένα σπασμένο τουβλάκι στη ράχη του ποδιού και πηδώντας ελαφρά από ένα τετράγωνο στο άλλο, έτσι ώστε να μην πέσει το τουβλάκι κάτω.
Ο τρίτος γύρος λέγεται Πλάτη. Σ' αυτόν ο παίκτης τοποθετεί την πέτρα του επάνω στην πλάτη του και πηδάει από το ένα τετράγωνο στο άλλο κουτσός πάντα και σκύβοντας για να μην πέσει η πέτρα του χάμω.
Ο τέταρτος γύρος είναι το Χεράκι. Σ' αυτόν η πέτρα τοποθετείται πάνω στη ράχη του αριστερού χεριού και ο παίκτης πρέπει να κάνει όλη τη διαδρομή πηδηχτά, προσέχοντας να μην του πέσει η πέτρα. Στην επιστροφή, καθώς θα κάνει τη μεταβολή πηδηχτά στο έκτο τετράγωνο, πετάει και την πέτρα ψηλά, γυρίζοντας το χέρι του και κατά την επιστροφή την κρατάει πια στην τεντωμένη παλάμη του.
Ο πέμπτος και τελευταίος γύρος είναι το Τυφλό. Ο παίκτης τοποθετεί την πέτρα πάνω στο κούτελό του και γέρνει το κεφάλι του κατά πίσω, προσέχοντας να μην πέσει η πέτρα. Έτσι κάνει όλη τη διαδρομή, χωρίς να βλέπει που πατάει και προσέχοντας να μην πατήσει στη γραμμή ή να μη βγει έξω από τα τετράγωνα, αλλιώς καίγεται και ξαναρχίζει.
Όταν τα παιδιά παίζουν ομαδικά, νικάει εκείνη η ομάδα που οι παίκτες της έχουν καεί τις λιγότερες φορές.
Παραδοσιακά είναι ένα παιχνίδι, κυρίως γι' αγόρια 12-15 ετών, αλλά μπορούν να το παίξουν και κορίτσια. Έχει πολύ αυστηρούς κανόνες, που οι παίκτες πρέπει να τους κρατούν με κάθε τρόπο.
Τα παιδιά, 8 ως 14 τον αριθμό, χωρίζονται σε 2 ομάδες και κάθε ομάδα έχει τη μάνα της. Κάθε ομάδα διαλέγει την περιοχή της, σε 100 με 150 βήματα απόσταση από την άλλη και στο κέντρο είναι η αμπάριζα ή η Μανή, κατά την ποντιακή παραλλαγή, που αποτελείται από ένα σωρό, καμωμένο με τα πανωφόρια των παιδιών ή τα σακάκια τους ή ένα δέντρο, αν υπάρχει σ' αυτόν το χώρο. Γύρω απ' την αμπάριζα, κάθε ομάδα χαράζει έναν κύκλο, με περιφέρεια 3 ως 4 μέτρων και εκεί θα φυλάγονται τα σκλαβάκια. Εμπρός από τον κύκλο αυτό, σε μια απόσταση 5 βημάτων, κάθε ομάδα χαράζει μια ίσια γραμμή, που δείχνει τα σύνορα της περιοχής της.
Την αρχή του παιχνιδιού την κάνει ένας, ο πιο σερπετός από τους παίκτες της ομάδας Α, που προχωρεί προς τη γραμμή κι αρχίζει να κοροϊδεύει και να ειρωνεύεται τους αντιπάλους του. Τότε ο αρχηγός, η μάνα της αντίθετης ομάδας δίνει την εντολή σ' έναν απ' τους δικούς της, να τον κυνηγήσει και να πιάσει τον αιχμάλωτο. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κυνηγήσει και να πιάσει τον αντίπαλο του, παρά μονάχα έξω από την περιοχή του και μονάχα αν έχει βγει ύστερα απ' αυτόν. Αν ο αντίπαλος της ομάδας Α γυρίσει πίσω στην περιοχή του χωρίς να πιαστεί, τότε αυτός που τον κυνηγάει, δεν έχει δικαίωμα να μείνει στην ελεύθερη περιοχή, αλλά πρέπει να γυρίσει ξανά στο στρατόπεδό του και να πάρει «φωτιά» ή να πιάσει «αμπάριζα». Φωνάζει τότε: «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω» και τότε χτυπάει την αμπάριζα και βγαίνει πάλι έξω. Εντωμεταξύ κι άλλοι παίκτες της ομάδας Α και της Β έχουν βγει και κυνηγιούνται. Αν κανείς φτάσει τον αντίπαλό του και τον αγγίξει, έστω και με τα δάχτυλα, και φωνάξει: «Σ' έπιασα», τότε αυτός θεωρείται αιχμάλωτος και οδηγείται με θριαμβευτικές κραυγές στο στρατόπεδο των αιχμαλώτων του αντιπάλου, δηλ. στον κύκλο που είναι χαραγμένος γύρω από την αμπάριζα, και δεν επιτρέπεται να φύγει μόνος του. Ωστόσο αν κάποιος από τη δική του ομάδα καταφέρει να χωθεί μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο και χτυπήσει έναν από τους αιχμαλώτους, τον ελευθερώνει. Δε μπορεί όμως να ελευθερώσει παρά μονάχα ένα σε κάθε έξοδό του. Αν κανείς από τους παίκτες είτε κατά λάθος είτε για να γλιτώσει έναν από τους δικούς του, βγει από την περιοχή του παιχνιδιού, που σχηματίζει γύρω γύρω ένα τετράγωνο, τότε θεωρείται λιποτάκτης και οδηγείται στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του αντιπάλου.
Οι αρχηγοί των ομάδων δεν παίρνουν μέρος στο παιχνίδι, γιατί αν τυχόν συλληφθεί ένας αρχηγός, τότε χάνει ολόκληρη η ομάδα του το παιχνίδι. Αντίθετα, αν ο αρχηγός της αντίπαλης ομάδας καταφέρει να εισχωρήσει στην περιοχή του εχθρού και χτυπήσει την αμπάριζα, τότε κερδίζει ολόκληρη η ομάδα. Φωνάζει, τότε, «Έπιασα την αμπάριζα» και το παιχνίδι θεωρείται τελειωμένο. Κανονικά το παιχνίδι συνεχίζεται έως ότου η μια ομάδα χάσει τόσους παίκτες, ώστε να μη μπορεί πια να συνεχίσει. Οι νικητές, τότε, κάθονται καβαλικευτά στη ράχη των νικημένων και κάνουν έτσι τη βόλτα όλης της περιοχής, περιγελώντας τους αντιπάλους.