Ἡ ἔννοια τῆς ὡραιότητος ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Ἀρχαῖα Ἑλληνικὴ Γραμματεία καὶ Φιλοσοφία. Ὁ Πλάτων, ὁμιλώντας περὶ τοῦ ἰδεατοῦ κόσμου, πίστευε ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «ἀμήχανον κάλλος». Καὶ ὄντως αὐτὴ ἡ ἔκφραση τοῦ Πλάτωνος ἐμπεριέχει μία ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀπόλυτον κάλλος, εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κάλλους καὶ κάθε ὡραιότητος. Κατὰ παρόμοιο τρόπο ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι «εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. 1, 31).
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «τὸ πολυπόθητον κάλλος», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, γι᾽ αὐτὸ ἑλκύεται ἀπὸ τὸ κάλλος, θέλγεται ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν ἐπιδιώκει, ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν περιβάλλοντα αὐτὸν χῶρο καὶ κόσμο. Ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ καὶ ἀπολαμβάνει τὸ κάλλος αἰσθητῶς. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο εὐχαριστεῖ τὶς αἰσθήσεις του, τὴν ὅραση, τὴν ἀκοή, τὴν ἀφὴ κ.λπ. εἶναι ἡ ὡραιότης, τό κάλλος.
Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ κάποιο ἄλλο κάλλος, τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ δὲν γίνεται ἀντιληπτὸ μόνο μὲ τὶς αἰσθήσεις. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὀντολογικὸ κάλλος, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ ἐσωτερική, ἐνάρετη, εἰρηνικὴ καὶ ἑνοποιημένη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Γιὰ νὰ ἠμπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιληφθῇ καὶ νὰ ἀγαπήσῃ ὄχι μόνον τὴν αἰσθητὴ ὡραιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀντολογικὴ τοιαύτη, πρέπει νὰ ἔχῃ κοινωνία μετὰ τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Θεοῦ. Κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἠμποροῦν, ὄχι μόνον οἱ αἰσθήσεις νὰ συλλαμβάνουν τὸ ἐξωτερικὸ φθαρτὸ κάλλος, ἀλλὰ καὶ ὁ «ἔσω» ἄνθρωπος, τὸ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἑλκύεται καὶ νὰ κοινωνῇ μὲ τὴν ἀντικειμενικὴ αἰώνια ὡραιότητα.
Δυστυχῶς, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργό του Τριαδικὸ Θεό, ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὴ αἰώνια ὡραιότητα. Αὐτὸ ἔχει ἀναμφίβολα καὶ τὶς συνέπειές του: Ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν ἐνεργοποιοῦνται μόνον οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ θέλει νὰ ἀπολαμβάνῃ μόνον ὅ,τι προσλαμβάνει μέσῳ αὐτῶν. Δὲν εἰσέρχεται στὸ βάθος τοῦ «εἶναι» τῆς προσωπικότητος τῶν ἄλλων. Παραμένει καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἐξωτερικὴ πρόσκαιρη ὡραιότητα, ἡ ὁποία φθείρεται καὶ ἐξαφανίζεται μὲ τὸ τέλος τῆς προσκαίρου αὐτῆς ζωῆς. Ἑλκύεται, δηλαδή, ὄχι ἀπὸ τὸ «ὡραῖο», τὸ «αἰώνιο», ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὡραῖο, τὸ πρόσκαιρο, τὸ αἰσθητό. Ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ χάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν αἴσθηση τοῦ ὀντολογικῶς ὡραίου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔφθασε στὸ οἰκτρὸ σημεῖο νὰ ἐκδύῃ τὸ σῶμα του καὶ νὰ ἐνδύεται ἄσεμνα καὶ προκλητικά. Αὐτό, ὅμως, ἔρχεται σὲ τέλεια ἀντίθεση μετὰ ὅσα ὁ Δημιουργὸς Θεὸς προνόησε καὶ κελεύει γιὰ τὸ πλάσμα Του, ὥστε αὐτὸ νὰ εἶναι ὡραῖο καὶ ἁγνὸ καὶ νὰ πορεύεται ἁρμονικὰ καὶ μὲ ὀντολογικὴ ἀγάπη μὲ τὸν συνάνθρωπο.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλέπουμε ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Δημιουργός μας Θεὸς φρόντισε νὰ ἐνδύσῃ τὰ γυμνὰ σώματα τῶν πρωτοπλάστων μετὰ τὴν πτώση του: «Καὶ ἐποίησεν Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτώνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γεν. 3, 21). Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκαμε ὁ Θεὸς «πρὸς τὸ μὴ γυμνοὺς εἶναι καὶ ἐνασχημονεῖν», κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο (PG 53, 149).
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἐνδυμασία ὑφίσταται ὡς κάλυψη τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ σώματός μας, ἀλλὰ καὶ ὡς σφραγίδα ἁγνότητος, συνεχοῦς νήψεως καὶ ὑγείας πνευματικῆς. Ὁ Ἀπ. Παῦλος τονίζει τὴν σημασία, τὴν ὁποία ἔχει ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν γυναίκα, ἡ ὁποία θέλει νὰ εἶναι θεοσεβής. «Ὡσαύτως [καὶ] γυναῖκας ἐν καταστολῇ (δηλαδὴ ἐνδυμασία) κοσμίῳ μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς» (Α´ Τιμ. 2, 9). Συνεπῶς, ὅποιοι καὶ ὅποιες «ἀναισχύντως ἀπογυμνοῦν, ἃ συγκαλύπτειν εὐσχημονέστερον» (Μ. Βασίλειος) δὲν καλύπτουν, δηλαδή, τὸ σῶμα τους καὶ τὸ ἀποκαλύπτουν στὰ μάτια τῶν ἄλλων, αὐτοὶ εἶναι ἄσεμνοι καὶ ἀσεβεῖς. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶναι ἀπόλυτος στὸ ζήτημα τῆς σεμνότητος: «Οὐκ ἐκδύσῃ γυμνός· νυκτὸς δὲ καὶ ἡμέρας τὸ ἱμάτιόν σου ἔστω καλύπτον τὴν σάρκα σου» (PG 28, 264C).
Ἡ σεμνὴ ἐνδυμασία φανερώνει ταπεινή, ἁγνὴ ψυχὴ καὶ ἑνοποιημένο, ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο. Ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, ὄχι μόνον φανερώνει τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἐπιδρᾶ οὐσιαστικὰ στὴν ψυχή του καὶ στὴν σχέση του μὲ τὸν συνάνθρωπο.
Ἡ ἐνδυμασία ἀναλόγως εἴτε ξιπάζει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὁδηγεῖ σὲ κενονοδία–ἔπαρση, μὲ τὴν ἀνταρσία τῆς ἐκδύσεως καὶ τῆς ἀσέμνου περιβολῆς, εἴτε τὴν φέρνει σὲ κατανυκτικὴ ὑποταγὴ καὶ ταπείνωση, μὲ τὴν σεμνὴ καὶ μετρημένη περιβολὴ ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ὄντως εὐπρέπεια. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει τὶς γυναῖκες –σήμερα αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες– νὰ ἀποφεύγουν τὴν ἄσεμνη ἐνδυμασία, χαρακτηρίζοντάς την ὡς μανία, μεταθέτοντας τὴν φροντίδα στὴν ἐσωτερικὴ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς. Λέγει συγκεκριμένα: «Παῦσαι τῆς μανίας, γύναι, ἐπὶ τὴν ψυχὴν μετάγαγε τὴν τοιαύτην σπουδήν, ἐπὶ τὴν ἔσω ἐμπρέπειαν· οὗτος γὰρ ὁ κόσμος ὁ ἔξωθεν περικείμενος οὐκ ἀφίησι τὸν ἔνδον γενέσθαι καλόν» (PG 62, 542).
Γίνεται, λοιπόν, φανερὸ ὅτι, μόνον μεταφέροντας τὴν φροντίδα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ὡραιότητα, θὰ δυνηθῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπανασυνδεθῇ μὲ τὸ «ἀμήχανον κάλλος», τὸν Δημιουργό του Θεό, ὥστε νὰ πορευθῇ μὲ ἀσφάλεια στὸ αἰώνιο κάλλος, τὸν Παράδεισο.