Πνευματικά ωφέλιμα

Η Μεγαλομάρτυς και νύμφη του Χριστού Αγία Αικατερίνη

Γιὰ τὴν Ἁγία Αἰκατερίνη συνέγραψε ὁ ἁγιολόγος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς στὸ ἐκτενέστατο «Μαρτύριο». Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη γεννήθηκε στὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας τὸ 294 μ.Χ. ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Δωροθέα. Ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀσεβοῦς καὶ χριστιανομάχου βασιλέως Μαξεντίου ἢ τοῦ Μαξιμίνου Β', ἀπόλυτου ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου.

Εἶχε ἀριστοκρατικὴ καταγωγή, καθὼς ἦταν κόρη τοῦ βασιλέως Κώνστα ἢ Κέστου. Ἦταν ἀξιοζήλευτη ὡς πρὸς τὴν ὀμορφιά, τὴν εὐγένεια, τὴ μόρφωση, τὸν πλοῦτο. Ἀπὸ μικρὴ ἔτυχε μεγάλης μόρφωσης καὶ ἦταν κάτοχος τῆς λατινικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας, ἐνῷ γνώριζε πολλὲς ξένες γλῶσσες τῆς ἐποχῆς της. Σπούδασε στὶς ἐθνικὲς σχολὲς τῆς ἐποχῆς Φιλοσοφία, Ρητορική, Ποίηση, Μουσική, Μαθηματικά, Ἀστρονομία καὶ Ἰατρική. Μελέτησε τὸν Ὅμηρο, τὸν Βιργίλιο, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πλάτωνα, ἀλλὰ καὶ τὶς μεθόδους καὶ τὶς θεωρίες τῶν ἰατρῶν Ἀσκληπιοῦ, Γαληνοῦ καὶ Ἱπποκράτη. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία προσελκύσθηκε ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, τὴν ὁποία μελέτησε, καί, ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμό, ἐργάσθηκε μὲ ἔντονη δράση καὶ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴ διάδοσή του, ἐπιτυγχάνοντας πολλὰ χάριν τῆς ρητορικῆς της δεινότητας καὶ τῶν πολλῶν γνώσεών της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ἡ χαρακτηριστικὴ ἐπιθυμία της γιὰ ἐνάρετο καὶ ἄσπιλο βίο, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία της νὰ παραμείνει ἁγνὴ ὑπῆρξε ἀπὸ τῆς ἐποχῆς της ἀκόμη παροιμιώδης, ὅπως καὶ ὁ ἀπότομος καὶ «τραυματικός» τρόπος ποὺ ἀπό-γοήτευσε ὅσους τὴν πλησίαζαν μὲ ἐρωτικοῦ εἴδους προθέσεις.

Τὸ ἀπαράμιλλο σωματικό της κάλλος, ἡ ἐκπληκτική της μόρφωση, ἡ ἀριστοκρατική της καταγωγὴ καὶ ἡ ἀρετὴ μὲ τὴ ὁποία ἦταν στολισμένη, τὴν ἔκαναν περιζήτητη νύφη. Αὐτὴ ὅμως ἀρνιόταν κάθε παρόμοια πρόταση, ἕως ὅτου κάποιος Μοναχός τῆς γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Νυμφίο τῶν ψυχῶν, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Βαπτίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε Αἰκατερίνα, ποὺ κατὰ μία ἐκδοχὴ σημαίνει Στεφανία ἢ Πολυστεφανία.

«...Καὶ πολλοὶ πλουσιότατοι ἄρχοντες τῆς Συγκλήτου ζήτησαν νὰ συμπεθερεύσουν μὲ τὴ μητέρα τῆς Αἰκατερίνης, ἡ ὁποία ἦταν κρυφὰ Χριστιανὴ καὶ δὲν τὸ ἐκδήλωνε ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου διωγμοῦ ποὺ κίνησε τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἐναντίον τῶν πιστῶν ὁ Μαξέντιος. Οἱ συγγενεῖς, λοιπὸν καὶ ἡ μητέρα τῆς τὴ συμβούλευαν νὰ παντρευτεῖ, γιὰ νὰ μὴν πάει ἡ βασιλεία τοῦ πατέρα της σὲ ξένο ἄνθρωπο καὶ ἀποξενωθοῦν τελείως ἀπὸ αὐτήν. Ἡ Αἰκατερίνη, ὅμως, ἀγαποῦσε τὴν παρθενία πολὺ ὡς φιλόσοφος καί, προφασιζόμενη διάφορες αἰτίες, ἔλεγε ὅτι δὲν συμφωνοῦσε καθόλου νὰ παντρευτεῖ».

Ἀπὸ τὴν πηγή: «Περιγραφὴ Ἱερὰ τοῦ Ἁγίου καὶ Θεοβάδιστου Ὅρους Σινᾶ», ποὺ περιέχει στοιχεῖα γιὰ τὴν Ἁγία Αἰκατερίνη, παραθέτουμε τὸν ἑξῆς διάλογο καὶ τὸ ἐνύπνιο, ποὺ ἀφορᾶ στὴν πνευματική της ἀναγέννηση.

«-Βρεῖτε μου ἕναν νέο ποὺ νὰ εἶναι ὅμοιός μου στὰ τέσσερα Χαρίσματα ποὺ ὁμολογεῖτε πὼς ὑπερέχω ἀπὸ τὶς ἄλλες κοπέλες, καὶ τότε θὰ τὸν πάρω γιὰ σύζυγό μου, διότι δὲν καταδέχομαι νὰ πάρω κάποιον ἀναξιότερό μου. Ἐρευνῆστε λοιπὸν παντοῦ ἂν ὑπάρχει κάποιος ὅμοιός μου στὴν εὐγένεια, στὸν πλοῦτο, στὴ σοφία καὶ στὴν ὡραιότητα. Καὶ ἂν τοῦ λείπει καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ Χαρίσματα, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος.

Καὶ αὐτοί, γνωρίζοντας ὅτι ἦταν ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ τέτοιος ἄνθρωπος, ἀποκρίθηκαν ὅτι ὁ γιὸς τοῦ βασιλιὰ τῆς Ρώμης καὶ κάποιοι ἄλλοι εὐγενεῖς καὶ πλουσιότεροι ἀπὸ αὐτὴν μόνο στὴ σοφία καὶ τὴν ὡραιότητα δὲν τῆς ἔμοιαζαν. Καὶ ἐκείνη ἔλεγε ὅτι δὲν καταδεχόταν νὰ πάρει γιὰ σύζυγο κάποιον κατώτερό της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ἡ μητέρα της εἶχε ὡς Πνευματικό της ἕναν ἁγιότατο ἄνθρωπο, ποὺ κατοικοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κρυμμένος. Πῆρε, λοιπόν, τὴν Αἰκατερίνη καὶ πῆγαν σὲ αὐτὸν νὰ συμβουλευθοῦν. Ὁ ἀσκητής, βλέποντας τὴν εὐταξία τῆς κόρης καὶ ἀκούγοντας τὰ γνωστικὰ καὶ μέτρια λόγια της, ἔβαλε στὸν νοῦ του νὰ τὴν ὁδηγήσει πρὸς τὴν ἐπίγνωση τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ Χριστοῦ. Τῆς λέει, λοιπόν:

-Γνωρίζω ἕναν θαυμάσιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος σὲ ὑπερβαίνει ἀσύγκριτα σὲ ὅλα τὰ Χαρίσματα ποὺ εἶπες καὶ σὲ ἄλλα ἀμέτρητα. Ἡ ὡραιότητά του ὑπερνικᾶ σὲ λάμψη τὸν Ἥλιο, ἡ σοφία τοῦ κυβερνᾶ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ κτίσματα, ὁ πλοῦτος τῶν θησαυρῶν τοῦ μοιράζεται σὲ ὄλον τὸν κόσμο καὶ ποτὲ δὲν λιγοστεύει, ἀλλά, καθὼς διαδίδεται, αὐξάνεται. Ἡ εὐγένειά του εἶναι ἀπερίγραπτη καὶ ἀνεκλάλητη.

Αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα λέγοντας ὁ ἀσκητής, νόμισε ἡ κόρη ὅτι ἔλεγε γιὰ κάποιον ἐπίγειο ἄρχοντα, γιὰ αὐτὸ ἄλλαξε γνώμη καὶ ρωτοῦσε λεπτομέρειες, ἂν ἦταν ἀληθινὰ ὅλα τὰ ἐγκώμια καὶ οἱ τόσοι ἔπαινοι ποὺ εἶπε πρὸς αὐτὴν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο. Ἐκεῖνος βεβαίωνε ὅσα εἶπε καὶ διηγούταν καὶ τὶς ὑπόλοιπες χάρες του. Τότε τοῦ λέει ἡ κόρη:

-Τίνος γιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ τόσο ἐπαινεῖς;

Καὶ ὁ ἀσκητὴς τῆς ἀποκρίθηκε:

-Αὐτὸς δὲν ἔχει πατέρα πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπερίγραπτα καὶ ὑπερφυσικὰ ἀπὸ μία εὐγενέστατη Ὑπεραγία καὶ Χαριτωμένη Παρθένο, ἡ ὁποία ἀξιώθηκε γιὰ τὴν ὑπερβολική της ἁγιότητα νὰ μείνει ἀθάνατη στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀναλαμβανόμενη ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν καὶ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλους τους ἁγίους ἀγγέλους ὡς βασίλισσα ὅλης τῆς κτίσεως.

Τοῦ λέει τότε ἡ Αἰκατερίνη:

-Εἶναι δυνατὸν νὰ δῶ αὐτὸν τὸν νέο, γιὰ τὸν ὁποῖο διηγεῖσαι τέτοια θαυμάσια πράγματα;

Καὶ τῆς ἀπάντησε ὁ γέροντας:

-Ἂν κάνεις ὅπως θὰ σοῦ πῶ, θὰ ἀξιωθεῖς νὰ δεῖς τὸ ὑπέρλαμπρο καὶ πάμφωτο πρόσωπό του.

Τοῦ εἶπε τότε ἐκείνη:

-Σὲ βλέπω ἄνθρωπο γνωστικὸ καὶ σεβάσμιο γέροντα καὶ πιστεύω ὅτι δὲν ψεύδεσαι σὲ ὅσα εἶπες. Εἶμαι, λοιπόν, ἕτοιμη νὰ πράξω ὅλα ὅσα θὰ μοῦ προστάξεις.

Ὁ ἀσκητὴς τῆς ἔδωσε μία εἰκόνα στὴν ὁποία ἦταν ζωγραφισμένη ἡ Παναγία Θεοτόκος, ποὺ εἶχε ἀγκαλιὰ τῆς τὸ Θεῖο Βρέφος καὶ τῆς λέει:

-Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀειπάρθενος Μητέρα ἐκείνου γιὰ τὸν ὁποῖο σοῦ εἶπα τέτοια θαυμάσια πράγματα. Πάρ' την, λοιπόν, στὸ σπίτι σου καὶ κλείνοντας τὴν πόρτα τοῦ δωματίου σου κάνε ὁλονύκτια προσευχὴ μὲ εὐλάβεια πρὸς αὐτήν, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Μαρία καὶ παρακάλεσέ την νὰ καταδεχτεῖ νὰ δείξει σὲ ἐσένα τὸν Υἱό της καὶ ἐλπίζω ὅτι, ἂν προσευχηθεῖς μὲ πίστη, θὰ σὲ ὑπακούσει νὰ δεῖς ἐκεῖνον ποὺ ποθεῖ ἡ ψυχή σου.

Τότε ἡ κόρη, παίρνοντας τὴν ἱερὴ εἰκόνα, ἔφυγε γιὰ τὸ παλάτι καὶ τὴ νύκτα κλείστηκε μόνη στὴν κάμαρα καὶ προσευχόταν, ὅπως τῆς εἶχε ἐξηγήσει ὁ γέροντας. Ἔτσι, λοιπόν, καθὼς προσευχόταν, ἀπὸ τὸν κόπο τὴν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ βλέπει στὸ ὅραμά της τὴ Βασίλισσα τῶν ἀγγέλων, ὅπως ἦταν ζωγραφισμένη μὲ τὸ Ἅγιο Βρέφος, τὸ Ὁποῖο ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Ἥλιο, ὅμως ἔστρεφε τὸ πρόσωπό Του πρὸς τὴ Μητέρα Του. Γιὰ αὐτό, ἡ κόρη ἔβλεπε μόνο τὴν πλάτη Του. Καί, ἐπιθυμώντας νὰ Τὸ δεῖ καὶ στὸ πρόσωπο, πῆγε ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἔστρεφε καὶ πάλι τὸ πρόσωπό Του ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Ὅταν αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορές, ἀκούει τὴν Παναγία νὰ Τοῦ λέει:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

-Δὲς τέκνο μου τὴ δούλη Σου Αἰκατερίνη πόσο ὡραία καὶ πάγκαλος εἶναι.

Καὶ Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:

-Εἶναι μάλιστα τόσο σκοτεινὴ καὶ ἄσχημη, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ βλέπω.

Τοῦ λέει ἡ Θεοτόκος:

-Δὲν εἶναι σοφὴ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τους ρήτορες, πλούσια καὶ εὐγενὴς περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς νέες ὅλων τῶν πόλεων;

Καὶ ὁ Χριστὸς ἀποκρίθηκε:

-Μητέρα μου, σοῦ λέω ὅτι εἶναι ἄγνωστη, φτωχὴ καὶ τόσο ἄξια περιφρονήσεως, ἐφόσον βρίσκεται σὲ τέτοια διάθεση, ποὺ δὲν καταδέχομαι νὰ μὲ δεῖ στὸ πρόσωπο.

Κι ἐκείνη Τοῦ εἶπε:

-Σὲ παρακαλῶ, γλυκύτατο Τέκνο μου, μὴν καταφρονήσεις τὸ πλάσμα Σου, ἀλλὰ νουθέτησέ την καὶ ἐξήγησέ της τί νὰ πράξει, γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴ δόξα Σου καὶ νὰ δεῖ τὸ ὑπέρλαμπρο καὶ πολυπόθητο πρόσωπό Σου, τὸ ὁποῖο ἐπιθυμοῦν νὰ βλέπουν οἱ ἄγγελοι.

Ὁ Χριστὸς τότε ἀποκρίθηκε:

-Ἄς πάει στὸν γέροντα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε τὴν εἰκόνα, καὶ ἂς κάνει ὅπως τὴ συμβουλέψει, καὶ τότε, ἀφοῦ βαπτισθεῖ, θὰ μὲ δεῖ καὶ θὰ λάβει πολλὴ ἀγαλλίαση καὶ ὠφέλεια.

Ὅταν τὰ εἶδε αὐτὰ ἡ κόρη, ξύπνησε. Καί, θαυμάζοντας γιὰ αὐτὴν τὴν ὀπτασία ἔφυγε τὸ πρωὶ μὲ λίγες γυναῖκες καὶ πῆγε στὸ κελὶ τοῦ γέροντα καὶ πέφτοντας μὲ δάκρυα στὰ πόδια του, τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα καὶ τὸν παρακαλοῦσε θερμὰ νὰ τὴ νουθετήσει τί νὰ πράξει, γιὰ νὰ ἀπολαύσει αὐτὸ ποὺ ποθεῖ. Καὶ ὁ ὅσιος τῆς διηγήθηκε λεπτομερῶς ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἀληθινῆς μας Πίστεως, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν πλάση τοῦ Ἀδὰμ μέχρι καὶ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Καὶ γιὰ τὴν ἀπερίγραπτη δόξα τοῦ Παραδείσου καὶ γιὰ τὴ γεμάτη ὠδῖνες καὶ ἀτελείωτη Κόλαση. Καὶ τὴν κατήχησε σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ γνώριζε σὲ λίγο διάστημα ὅλες τὶς λεπτομέρειες τῆς Πίστεως, ἐπειδὴ γνώριζε Γράμματα καὶ εἶχε μεγάλη σοφία. Ἔτσι, πιστεύοντας μὲ ὅλη της τὴν καρδιά, ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Μετὰ τῆς παρήγγειλε νὰ παρακαλέσει καὶ πάλι μὲ πόθο τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ νὰ τῆς ἐμφανιστεῖ ὅπως καὶ πρίν. Ἀφοῦ, λοιπόν, μὲ τὸ Βάπτισμα ἀπέβαλε τὸν «παλαιό» ἄνθρωπο καὶ ἐνδύθηκε ἀδιάφθορη στολή, ἐπέστρεψε στὰ ἀνάκτορα καὶ ὅλη τὴ νύκτα παρακαλοῦσε νηστικὴ καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα, μέχρι ποὺ καὶ πάλι τὴν ἔπιασε ὁ ὕπνος. Καὶ τότε βλέπει τὴν οὐράνια Βασίλισσα μὲ τὸ Θεῖο Βρέφος, τὸ Ὁποῖο ἔβλεπε τὴν Αἰκατερίνη μὲ πολλὴ εὐσπλαχνία καὶ ἱλαρότητα. Καὶ ἡ μὲν Θεομήτωρ ρώτησε τὸν Δεσπότη ἂν Τοῦ εἶναι ἀρεστὴ ἡ Παρθένος, ὁ δὲ Υἱὸς ἀποκρίθηκε:

-Τώρα ἔγινε ὁλόλαμπρη καὶ ἔνδοξη, αὐτὴ ποὺ πρὶν ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἄχαρη∙ ἡ φτωχὴ καὶ ἄγνωστη ἔγινε πλούσια καὶ πάνσοφη∙ ἡ καταφρονεμένη καὶ ἄσημη ἔγινε εὐγενὴς καὶ φημισμένη καὶ εἶναι πλήρης μὲ τόσα ἀγαθὰ καὶ χάριτες καὶ τόσο τὴν ἐπιθυμῶ, ποὺ συμφωνῶ νὰ τὴ μνηστευθῶ καὶ νὰ τὴν πάρω γιὰ ἄφθορη νύφη μου.

Τότε ἡ Αἰκατερίνη ἔπεσε στὴ γῆ μὲ δάκρυα λέγοντας:

-Δὲν εἶμαι ἄξια, Ὑπερένδοξε Δέσποτα, νὰ βλέπω τὴ Βασιλεία Σου, ἀλλὰ ἀξίωσέ με νὰ εἶμαι κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τοὺς δούλους Σου.

Καὶ ἡ Θεοτόκος πῆρε τὸ δεξὶ χέρι τῆς κόρης καὶ λέει στὸν Χριστό:

-Τέκνο μου, δός της γιὰ ἀρραβῶνα δακτυλίδι γιὰ νὰ τὴ νυμφευθεῖς καὶ νὰ τὴν ἀξιώσεις τῆς Βασιλείας Σου.

Τότε ὁ Δεσπότης Χριστὸς τῆς ἔδωσε ἕνα ὡραιότατο δακτυλίδι, λέγοντάς της:

-Ἀπὸ σήμερα θεωρεῖσαι ἄφθορη καὶ αἰώνια Νύμφη μου καὶ φύλαξε μὲ ἀκρίβεια αὐτὴ τὴ συμφωνία καὶ νὰ μὴ λάβεις ποτὲ ἐπίγειο νυμφίο.

Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τελείωσε τὸ ὅραμα. Καὶ ὅταν ξύπνησε ἡ Κόρη, βλέπει ὅτι ἀληθινὰ ὑπῆρχε στὸ δεξί της χέρι τὸ δακτυλίδι. Καὶ γέμισε ἀπὸ μεγάλη εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση, ποὺ αἰχμαλωτίστηκε ἡ καρδιά της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἀπὸ τὸν Θεῖο Ἔρωτα. Καὶ τόσο ἀλλοιώθηκε μὲ τὴν «καλὴ ἀλλοίωση», ποὺ δὲν φρονοῦσε πλέον ἐπίγεια πράγματα, ἀλλὰ μόνο τὰ ἄφθαρτα κάλλη τοῦ ποθουμένου Χριστοῦ φανταζόταν. Αὐτὸν ποθοῦσε, Αὐτὸν μελετοῦσε, ὅταν κοιμόταν καὶ ὅταν ἦταν ξύπνια».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση καὶ τὰ Συναξάρια τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν τοῦ Αὐτοκράτορα Μαξιμίνου, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα, σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ δημοσίως κατηγόρησε τὸν Αὐτοκράτορα γιὰ τὶς θυσίες τοῦ πρὸς τὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος ἀνέθεσε σὲ πενήντα ἤ, κατ' ἄλλους, σὲ ἑκατὸν πενήντα περίφημους ρήτορες (ὁ ἀριθμὸς ἐξ ἀντιθέτου χαρακτηρίζει τὴ ρητορικὴ δεινότητα τῆς Ἁγίας), προκειμένου, συζητώντας μαζί της νὰ τῆς ἀποδείξουν τὸ ἀβάσιμο καὶ στρεβλὸ τῶν ἰδεῶν (δοξασιῶν) της. Ἀποτέλεσμα, ὅμως, ὑπῆρξε τὸ ἀντίθετο. Ὁ Μιχαὴλ ὁ Ἀρχάγγελος ᾖλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τῆς εἶπε: «μὴ φοβοῦ ἡ παῖς τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ γὰρ ὁ Κύριος θέλει δώση σοὶ σοφίαν εἰς τὴν σοφίαν σου, νὰ νικήσης τοὺς ρήτορας. Καὶ οὐ μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ νὰ πιστεύσωσι διὰ σου, καὶ νὰ λάβετε πάντες τοῦ Μαρτυρίου τὸν στέφανον».

Πράγματι, ἡ Αἰκατερίνη μὲ τὴν κομψότητα τοῦ λόγου της καὶ τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς «ἐφήμωσε λαμπρῶς τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ πνεύματος τὴν μαχαίραν» (σύμφωνα μὲ τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς Ἁγίας). Ἔχουσα μελετήσει σὲ βάθος τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Ἕλληνα ποιητή, τοῦ Ὁμήρου, ἀναφέρεται στοὺς στοχασμοὺς καὶ τὶς δοξασίες του. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει, γιὰ τὸν μέγιστο Θεὸ Δία πὼς εἶναι ψεύτης, ἀπατεῶνας καὶ πανοῦργος καὶ πὼς ἤθελαν νὰ δέσουν αὐτὸν ἡ Ἥρα, ὁ Ποσειδῶνας καὶ ἡ Ἀθηνᾶ, ἂν δὲν ἔφευγε νὰ κρυφθεῖ. Ὁμοίως, γράφει καὶ ἄλλα παρόμοια πρὸς καταφρόνηση τῶν Θεῶν αὐτῶν. Ἐπιπλέον, ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη ἀναφέρει καὶ τὴ θέση τῆς σοφῆς Σίβυλλας, ποὺ μαρτυρεῖ τὴν ἔνθεη σάρκωση καὶ τὴ σωτήρια Σταύρωση. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθής, δημιουργὸς οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ θαλάσσης, ἡλίου καὶ σελήνης, καὶ παντὸς ἀνθρωπίνου γένους, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος καὶ ἄρρητος.

Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, ἀπευθυνόμενη στοὺς συνομιλητές της, ἔκανε μνεία σὲ ποιητὲς καὶ φιλοσόφους, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ὀρφέα καὶ τὸν Ἀπόλλωνα, οἱ ὁποῖοι καθαρὰ καὶ σαφέστατα, ἂν καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκουν, ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Θεὸ καὶ Χριστό, τὸν ὁποῖο αὐτὸς ὁ παντοδύναμος Κύριος οἰκονόμησε.

Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὰ σοφὰ της ἐπιχειρήματα, μὲ τὴν πειστικὴ ἀνάπτυξη τῶν ἰδεῶν της, κατάφεραν νὰ προσηλυτίσουν αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι τελικὰ ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμό. Ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας ἔμαθε τὸ ἀποτέλεσμα, ὀργίσθηκε τόσο ποὺ διέταξε τὴν θανατικὴ καταδίκη ὅλων στὴν πυρὰ στὸ μέσον της πόλης, τὴ δὲ Αἰκατερίνη σὲ μαρτύρια μέχρι θανάτου. Ἡ Ἁγία βασανίσθηκε σκληρά, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ καμφθεῖ τὸ ἠθικό της, κατόρθωσε μὲ τὸ ἔνθεο παράδειγμά της νὰ προσελκύσει στὴ χριστιανικὴ Πίστη τὴ σύζυγο τοῦ Αὐτοκράτορα, Φαυστίνα, ἡ ὁποία θαύμασε τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν καρτερικότητά της, γνώρισε τὴν Ἁγία καὶ τὴν ἀγάπησε. Ὅταν, λοιπόν, ἔλειπε ὁ σύζυγός της ἀπὸ τὴν πόλη, ζήτησε νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ μὲ συνοδεία 200 στρατιωτῶν ὑπὸ τὸν Φρούραρχο Πορφυρίωνα ἢ Πορφύριο, ἄνθρωπο ἄξιο καὶ ἔμπιστο, λέγοντας σὲ αὐτόν:

«-Τὴν περασμένη νύχτα εἶδα σὲ ὅραμα τὴν Αἰκατερίνη καθισμένη μεταξὺ πολλῶν παρθένων. Ὅταν μὲ εἶδε, μὲ κάθισε κοντά της καὶ μοῦ ἔβαλε στὸ κεφάλι χρυσὸ στεφάνι λέγοντας: «Ὁ Δεσπότης Χριστός σοῦ στέλλει αὐτὸ τὸ στεφάνι». Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, νὰ βρεῖς ἕναν τρόπο νὰ συναντήσω ἀπόψε τὴν κόρη αὐτή».

«-Θὰ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμία σου, δέσποινα», ἀπάντησε ὁ Πορφυρίων.

Ὅταν νύχτωσε, λοιπόν, πῆρε διακόσιους στρατιῶτες καὶ πῆγαν στὴ φυλακὴ μὲ τὴ βασίλισσα.

Ἔδωσαν χρήματα στὸν δεσμοφύλακα καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς. Ἡ Αὐγοῦστα ἔπεσε μὲ δάκρυα στὰ πόδια τῆς Μάρτυρος, λέγοντας:

«-Τώρα εἶμαι καλότυχη καὶ εὐτυχισμένη, γιατί σὲ γνώρισα. Ποθοῦσα νὰ δῶ τὸ βασιλικό σου πρόσωπο καὶ διψοῦσα ν' ἀκούσω τὰ μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα καὶ ἂν στερηθῶ τὴ ζωὴ καὶ τὴ βασιλεία μου, δὲν θὰ λυπηθῶ καθόλου. Εἶσαι ζηλευτὴ σύ, ποὺ προσκολλήθηκες σὲ τέτοιο Δεσπότη, πού σου χαρίζει τόσες δωρεὲς καὶ χαρίσματα».

«-Κι' ἐσὺ εἶσαι εὐτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, τὸ στεφάνι πού σου βάζουν στὸ κεφάλι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι. Μετὰ τρεῖς μέρες θὰ τὸ πάρεις, ἀφοῦ ὑπομείνεις μαρτύριο. Τότε θὰ πᾶς κοντὰ στὸν Ἀληθινὸ Βασιλέα, γιὰ νὰ βασιλεύσεις αἰώνια», τῆς ἀπάντησε ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη.

«-Φοβᾶμαι τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν σύζυγό μου, γιατί εἶναι πολὺ σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος», τῆς εἶπε ἡ Φαυστίνα.

«-Ἔχε θάρρος. Στὴν καρδιά σου θὰ βρίσκεται ὁ Χριστός, ποὺ θὰ σὲ δυναμώνει στὴ δύσκολη ὥρα τοῦ μαρτυρίου. Πολὺ λίγο θὰ πονέσει τὸ σῶμα σου ἐδῶ, γιὰ νὰ ἀναπαύεται ἐκεῖ αἰώνια», τῆς ἀποκρίθηκε ἐκείνη.

Ἐνῷ οἱ δυὸ γυναῖκες ἔλεγαν αὐτά, ρώτησε ὁ Πορφυρίων τὴν Ἁγία:

«-Τί χαρίζει ὁ Χριστὸς σὲ ὅσους πιστεύουν; Θέλω καὶ ἐγὼ νὰ τὸν γνωρίσω καὶ νὰ γίνω ὀπαδός του».

«-Δὲν διάβασες ποτὲ καμιὰ Γραφὴ τῶν Χριστιανῶν; Οὔτε ἔχεις ἀκούσει τίποτε γιὰ αὐτά;»

«-Ἀπὸ παιδὶ βρίσκομαι στοὺς πολέμους καὶ μόνο μ' αὐτοὺς ἀσχολοῦμαι. Δὲν ἔχω φροντίσει γιὰ ἀλλὰ πράγματα. «Δὲν μπορεῖ ἡ γλῶσσα νὰ διηγηθεῖ τὰ ἀγαθά, ποὺ ὁ Θεὸς ἑτοιμάζει γιὰ ὅσους Τὸν Ἀγαποῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές του», τοῦ ἀπάντησε ἡ Ἁγία.

Τότε ἡ Θεία Χάρη γέμισε τὴν καρδιὰ τοῦ Πορφυρίωνα. Πίστεψε μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τοὺς διακόσιους στρατιῶτες του καί, ἀφοῦ πῆραν ὅλοι δύναμη ἀπὸ τὴ Μεγαλομάρτυρα, ἔφυγαν.

Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Αὐτοκράτορας, ὀργίστηκε καὶ διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῆς Φαυστίνας καὶ τῆς ἀκολουθίας της καὶ τὴν τελικὴ πλέον ἐκτέλεση τῆς Ἁγίας. Μέσο θανάτωσης ἦταν ὁ «βασανιστικὸς τροχός», ποὺ ἔμοιαζε μὲ τροχό, ἡ περιφέρεια τοῦ ὁποίου ἔφερε καρφιὰ (ἥλους), ποὺ ἐτίθετο σὲ κίνηση μὲ σχοινιὰ καὶ τροχαλίες, πλησιάζοντας ἀργὰ τὸ ἱστάμενα δεμένο σῶμα τοῦ καταδίκου) μὲ συνέπεια τὶς ἀρχικὲς ἐκδορὲς μέχρι διαμελισμοῦ. Ὁ θρῦλος στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρει πὼς τὰ καρφιὰ τοῦ τροχοῦ, ὅταν πλησίασαν τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας αὐτὰ ἕνα-ἕνα ἀπόσπονταν ἢ θραύονταν. Κατ' ἄλλο θρῦλο, ὁ ἐν λόγῳ τροχός, πρὶν πλησιάσει τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας, διαλύθηκε «στὰ ἐξ ὢν συνετέθη». Ἔτσι καὶ ἀποφασίσθηκε τελικὰ ὁ ἀποκεφαλισμὸς τῆς Ἁγίας.

Κατὰ τὴν Παράδοση, μετὰ ἀπὸ τὸν ἀποκεφαλισμὸ της (ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα) τὸ πάναγνο σῶμα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε ὑπὸ «πτερύγων ἀγγέλων» στὴν κορυφὴ τοῦ ὑψηλότερου ὅρους τοῦ Σινᾶ, στὴν κορυφὴ Χωρήβ, ὕψους 1990 μέτρων, ὅπου ὁ Μωυσῆς εἶχε παραλάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὶς Δέκα Ἐντολές, τὸ ὁποῖο σήμερα φέρει καὶ τὸ ὄνομά της, ἀφοῦ ἐπὶ αἰῶνες τὸ σῶμα τῆς ἔμεινε ἄταφο, κατὰ τοὺς βιογράφους της καὶ τὴν ἱερὴ Παράδοση, μέχρι τὸν 6ο αἰῶνα, ὅπου ἐρημῖτες μοναχοὶ τῆς περιοχῆς μέσῳ ὁράματος εἰδοποιήθηκαν καὶ κατέβασαν ἀπὸ τὸ ὄρος τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο καὶ ἐναπόθεσαν σὲ μαρμάρινη λάρνακα. Σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους καὶ τοὺς συναξαριστὲς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης δυὸ θαύματα ἔγιναν τὴν ὥρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ της. Πρῶτον, ἀντὶ γιὰ αἷμα ἔτρεξε ἀπὸ τὸ λαιμὸ τῆς γάλα καί, δεύτερον, τὸ ἅγιο σκήνωμά της ἐξαφανίσθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου. Κατὰ ἄλλη Παράδοση, Χριστιανοὶ Αἰγύπτιοι Μοναχοὶ βρῆκαν τὸ ἱερὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας καὶ τὸ μετέφεραν στὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ της Μονῆς Σινᾶ, μέσα σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα. Στὴ συνέχεια, ἐνημερώθηκε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος καὶ ἔκτισε τὴ γνωστὴ ἱερὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ Σινᾶ καὶ τὸν ναὸ (καθολικό) τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος (ποὺ κτίσθηκε μεταξὺ 548-565), ἐντὸς τοῦ ὁποίου καὶ τοποθετήθηκε ἡ μαρμάρινη λάρνακα, ἐξ οὐ καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἐκκλησίας «Ἁγία Αἰκατερίνη».

Ἀξιοζήλευτο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἱερὰ Μονὴ Σινὰ ἀποτελοῦν τὰ Ἱερὰ Λείψανα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, τὰ ὁποία βρέθηκαν στὸ Παρεκκλήσιο τῆς κορυφῆς τοῦ ὅρους, ποὺ φέρει σήμερα τὸ ὄνομά της. Ὁ τόπος, ὅπου ἀνακαλύφθηκε τὸ Ἅγιο Λείψανο, εἶναι ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα.

Τὸ μύρο, ποὺ ἀνάβλυζε καὶ ἀκόμη ἀναβλύζει ἀπὸ τὴ Ἁγία Κάρα τῆς ἁγίας, εἶναι ἕνα συνεχὲς θαῦμα. Ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Ἁγία Αἰκατερίνη καὶ τὸ ὄνομά της διαδόθηκε στὴ Δύση ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, καὶ ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα καὶ μετὰ ἡ Μονὴ τοῦ Θεοβάδιστου Ὅρους Σινᾶ ἄρχισε νὰ γίνεται γνωστὴ καὶ ὡς Μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.

Ἡ μαρμάρινη Λάρνακα, στὴν ὁποία φυλάσσεται σήμερα τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, εὑρίσκεται στὴ νότια πλευρὰ τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ. Εἶναι ἔργο ποὺ συνέθεσε ὁ λιθοξόος καὶ Σκευοφύλακας τῆς Μονῆς Προκόπιος, ἀξιοποιώντας παλαιοχριστιανικὰ θωράκια. Ὅλοι οἱ προσκυνητὲς ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ προσκυνήσουν τὰ τίμια λείψανα τῆς Ἁγίας μετὰ τὸ πέρας τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Τότε τὰ τίμια λείψανα ἐκτίθενται γιὰ προσκύνηση καὶ δίδεται σὲ κάθε προσκυνητὴ ὡς εὐλογία ἀργυρὸ ὁμοίωμα τοῦ δακτυλιδιοῦ τῆς Ἁγίας. Τὸ δακτυλίδι αὐτὸ συμβολίζει τὸν πνευματικὸ ἀρραβῶνα τῆς Ἁγίας μὲ τὸν Χριστὸ (βλ. «ἱερὸ γάμο») καὶ τὸν σύνδεσμο κάθε προσκυνητὴ μὲ τὴ Μονή∙ θεωρεῖται δὲ μεγάλο φυλακτό, τὸ ὁποῖο οἱ προσκυνητὲς συνήθως φοροῦν διὰ βίου.

Ἱερὰ λείψανα, ὅμως, τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τῆς Μεγαλομάρτυρος φέρονται νὰ ἐπιδεικνύονται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰῶνα καὶ στὴ νορμανδικὴ πόλη Ρουᾶν, ὅπου, κατὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὰ ἔφερε ἐκεῖ περὶ τὸ 1027 ὁ ἐρημίτης μοναχὸς Συμεὼν.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ