Κόσμος

Τα νέα δεδομένα στην περιοχή της Συρίας μετά την τουρκική εισβολή

Aν και πολύ νωρίς για να κριθεί η έκβαση της τουρκικής επιχείρησης στη βορειοανατολική Συρία, η υπό διαμόρφωση κατάσταση δείχνει να εντάσσει όχι μόνο το Συριακό αλλά και ολόκληρη την περιοχή σε μια νέα ενδιαφέρουσα φάση. Αναπόφευκτα, οι εξελίξεις στη γειτονική Συρία, η ανάμειξη της Τουρκίας, το Κουρδικό και οι δυναμικές σε επίπεδο μεγάλων δρώντων (ΗΠΑ, Ρωσίας και Ιράν) επηρεάζουν έμμεσα και την Κύπρο, αναλύει σε άρθρο του στο politis.com.cy o Γιάννης Ιωάννου. Η Τουρκία, παρά τα επιμέρους ρίσκα που λαμβάνει με αυτή την τρίτη της επέμβαση στη Συρία, δείχνει να βγαίνει κερδισμένη (ιδίως μετά την ιδιότυπη «εκεχειρία» μετά την επίσκεψη Πενς στην Άγκυρα την περασμένη Πέμπτη) αναφορικά με τον βασικό της στρατηγικό στόχο: Τον περιορισμό της κουρδικής παρουσίας στα σύνορά της, διάσταση που για την Άγκυρα αποτελεί υπαρξιακή απειλή εδώ και τέσσερις δεκαετίες λόγω της σύγκρουσης με το PKK. Ταυτόχρονα, η κατάσταση που θα διαμορφωθεί στη βορειοανατολική Συρία μεταξύ Τουρκίας, Κούρδων, Ρωσίας και καθεστώτος Άσαντ, αναπόφευκτα θα μπορούσε να αποτελέσει και μια φόρμουλα για το βορειοδυτικό μέρος της χώρας, όπου το Ιντλίμπ παραμένει το τελευταίο προπύργιο των αντικαθεστωτικών δυνάμεων και η τύχη του κρίνει, οριστικά, και το μέλλον του συριακού πολέμου.

Πρώτα Πούτιν, μετά Τραμπ

Δύο σημαντικά διπλωματικά ορόσημα –η συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν στο Σότσι στις 22 Οκτωβρίου και η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν στην Ουάσινγκτον στις 13 Νοεμβρίου– κρίνουν το τέμπο της επιχείρησης «Peace Spring» και το μέλλον της ΒΑ Συρίας. Η –εντός ή εκτός εισαγωγικών– αποχώρηση των Αμερικανών δημιουργεί ένα κενό (power vacuum) που έρχεται να καλύψει η έντονη διπλωματική δραστηριοποίηση της Ρωσίας, παράλληλα με τις κινήσεις των Ρώσων και του καθεστώτος Άσαντ (SAA) στο έδαφος. Η διαμεσολάβηση των Ρώσων μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού παραμένει το βασικό κανάλι αποκλιμάκωσης στο έδαφος της Συρίας, με τη Μόσχα να εξυπηρετεί την περαιτέρω εμβάθυνση της στρατηγικής της παρουσίας στη Μεσόγειο (συριακά παράλια), κατάσταση που εγείρει όχι μόνον ερωτηματικά για την αποτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο Συριακό, αλλά και περιπλέκει περισσότερο, διεθνώς αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ ενόψει εκλογών, τους θιασώτες της άποψης πως οι επιλογές Τραμπ εξυπηρετούν τη ρωσική ατζέντα. Αυτό που πρέπει να περιμένουμε σε αυτό το επίπεδο κινείται προς δύο κατευθύνσεις: Την επαναφορά μιας συμφωνίας στο πνεύμα της συμφωνίας των Αδάνων του 1998 και τη σταδιακή ομαλοποίηση των σχέσεων Τουρκίας-Συρίας με την επιστροφή της δεύτερης στους κόλπους του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Ως προς την πρώτη κατεύθυνση, μια συμφωνία τύπου Αδάνων θα θέσει έναν άξονα για περαιτέρω περιορισμό της επιρροής του PYD/PKK εντός της Συρίας. Κάτι που διαφάνηκε κι από τον τρόπο με τον οποίο Κούρδοι και το καθεστώς Άσαντ έφτασαν σε μια μορφή συμφωνίας μετά την τουρκική στρατιωτική πίεση στα ανατολικά του Ευφράτη. Η δεύτερη κατεύθυνση συνδέεται άμεσα και με την περιοδεία Πούτιν σε Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ, χώρες με επιρροή στο Κατάρ – τη χώρα που επίμονα μπλοκάρει την επιστροφή της Συρίας στον Οργανισμό. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν τον Νοέμβριο θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το πώς θα εξελιχθεί η επιχείρηση της Τουρκίας στη ΒΑ Συρία, τόσο ως προς το στρατιωτικό/τακτικό σκέλος, όσο και σε πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο. Το ίδιο, παράλληλα, και η πρόθεση κάποιων κουρδικών στοιχείων, στο έδαφος, να προβάλλουν αντίσταση στα επιμέρους μέτωπα της επιχείρησης «Peace Spring».

H αμερικανική αποτυχία

Πέραν των tweets του Ντόναλντ Τραμπ και των επιστολών με γλώσσα που προκαλεί γέλιο, η αμερικανική εξωτερική πολιτική στο Συριακό δείχνει να συνοψίζεται σε δύο χαρακτηριστικές εικόνες αποτυχίας: Μία σε συμβολικό επίπεδο και μία ουσιαστική. Η πρώτη είναι τα τηλεοπτικά πλάνα, που όλοι είδαμε από ρωσικά δίκτυα, με τα αμερικανικά θωρακισμένα οχήματα να διασταυρώνονται με τα αντίστοιχα του καθεστώτος Άσαντ. Με τους πρώτους να «αποχωρούν» και τους δεύτερους να «επανέρχονται». Η ουσιαστική αποτυχία όμως εδράζεται στις συγκρούσεις των τουρκικών proxies (FSA/NSA) με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) σε αυτή την πρώτη φάση της τουρκικής επιχείρησης. 21 ένοπλες ομάδες της σουνιτικής αντιπολίτευσης έλαβαν το διάστημα 2013-2015 οικονομική βοήθεια και οπλισμό από το αμερικανικό Πεντάγωνο («US backed») και τη CIA (“CIA backed”), ενώ 14 εξ αυτών χρήματα και μεγάλους αριθμούς αντιαρματικών όπλων (TOWs). Την περίοδο 2015-2019, οι SDF έλαβαν αντιστοίχως ανάλογη αμερικανική οικονομική βοήθεια και οπλισμό. Σήμερα οι εν λόγω militias πολεμούν μεταξύ τους σε μια πρωτοφανή διασπάθιση κεφαλαίου των Αμερικανών φορολογούμενων πολιτών. Παράλληλα, η γενικότερη στάση του Αμερικανού Προέδρου υπενθυμίζει πως πέραν των αποτυχιών της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, η στάση τους εν γένει, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι αξιόπιστη. Κι αυτό φαίνεται τόσο από το πώς επέτρεψαν, με τις επιλογές τους, ένα τεράστιο comeback της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και από το πώς οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις κατάντησαν, και σε επίπεδο ΝΑΤΟ, τόσο προβληματικές.

Τι να αναμένουμε

Είναι πολύ νωρίς για να κρίνει κάποιος πώς θα φαντάζει η Συρία σε έξι μήνες ή έναν χρόνο από τώρα. Ιδίως στο κομμάτι του γεωγραφικού ελέγχου/αναπροσαρμογών από τους επιμέρους δρώντες. Ωστόσο, πέντε επιμέρους ρίσκα παραμονεύουν το επόμενο διάστημα:

Ο κατακερματισμός των αραβικών φυλών στις περιοχές επιχειρήσεων που εγκαταλείπουν οι SDF λόγω της τουρκικής επιχείρησης. Παρά τη συμφωνία (ομοιάζει κάπως και με παράδοση για άλλους) Κούρδων-Άσαντ, κάποιες αραβικές φυλές (που παρείχαν μεγάλους αριθμούς μαχητών στις κουρδικές δυνάμεις) θα παραμείνουν εχθρικές στον Άσαντ. Κάποιοι θα στραφούν υπέρ της νέας πραγματικότητας στις περιοχές ελέγχου Τουρκίας/FSA και κάποιες θα κρατήσουν ουδέτερη στάση. Η διάσταση αυτή των tribal politics εγκυμονεί τους κινδύνους ενός μόνιμου κύκλου σεκταριστικής βίας.

Η επαναδραστηροποίηση του ISIS (ISIS re-insurgency). Εξέλιξη που δεν πρέπει να ιδωθεί ξεχωριστά και από ένα μόνιμο insurgency των Κούρδων εναντίον της Τουρκίας και των proxies της επί των ορίων των νέων εδαφικών αναπροσαρμογών.

Σημαντικότερα από το ISIS, η Αλ Κάιντα της Συρίας θα μπορούσε να βρει πρόσφορο έδαφος για δράση με τη HTS στο Ιντλίμπ, δυνητικά, να προέκτεινε τον έλεγχό της προς τα ανατολικά.

Η εμφάνιση φιλοϊρανικών/σιιτικών ενόπλων οργανώσεων στα εδάφη που θα περιέλθουν στον έλεγχο του καθεστώτος Άσαντ στα βορειοανατολικά. Εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω κερματισμό με πλήγματα του Ισραήλ επί στόχων ενδιαφέροντος (π.χ. Χεζμπολάχ ή IRGC), σε μια περιοχή της Συρίας όπου δεν δραστηριοποιήθηκε ποτέ η ισραηλινή πολεμική αεροπορία.

Δεδομένων των μεγάλων πληθυσμών (εκτιμούνται έως τις 70.000) ανθρώπων που συνδέονται με το ISIS (σύζυγοι μαχητών και οι οικογένειές τους) που επηρεάζονται από την έκρυθμη κατάσταση, θα μπορούσε να προκύψει μια νέα προσφυγική κρίση (εντός Τουρκίας π.χ. ή στα σύνορα με το Ιράκ) η οποία θα είχε και τη διάσταση της ανθρωπιστικής τραγωδίας, μιας και πολλά παιδιά των μαχητών του ISIS θα μπορούσαν να περιέλθουν στην κατάσταση του «ασυνόδευτου ανήλικου».

Ο φόβος των προσφυγικών ροών
Η επιχείρηση της Τουρκίας στη ΒΑ Συρία προκαλεί εσωτερικές μετακινήσεις αραβικών και κουρδικών πληθυσμών, ανατολικότερα, προς το Καμισλί (πρωτεύουσα της de facto αυτόνομης κουρδικής κυβέρνησης της Συρίας). Αν και αγγίζουν σχεδόν τις 160.000 –με εκτίμηση να φτάσουν έως και τις 250– δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα την Ευρώπη, και την Κύπρο κατ’ επέκταση, ως προς τις αυξήσεις των προσφυγικών ροών, μιας και η εσωτερική μετακίνηση αυτή τη στιγμή στη Συρία δείχνει να κατευθύνεται ανατολικότερα. Ωστόσο, τα όσα τεκταίνονται στη Συρία, στην παρούσα φάση, θα μπορούσαν να επηρεάσουν μελλοντικά και την Κύπρο. Σε τρεις κατευθύνσεις. Η οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων στη ΒΑ Συρία ανοίγει τον δρόμο για την έκβαση του Συριακού με επίκεντρο, βορειοδυτικά, την πόλη Ιντλίμπ – τελευταίο προπύργιο των Σύρων αντικαθεστωτικών και βάση της Αλ Κάιντα της Συρίας (Hayat Tahrir al Sham). Αναζωπύρωση του πολέμου στο Ιντλίμπ, της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της Συρίας, όπου έχουν καταφύγει προσφυγικοί πληθυσμοί από όλη τη χώρα, θα πίεζε τις μεταναστευτικές ροές προς την Κύπρο. Η Κύπρος από το 2015 απορρόφησε αρκετά κύματα παράτυπων μεταναστών και προσφύγων πολέμου που κατέφθασαν διά της θαλασσίας οδού ή μέσω κατεχομένων, καταδεικνύοντας εγγενείς αδυναμίες ως προς τη δυνατότητα φιλοξενίας ή επαναπατρισμού τους. Επιπλέον, το οικονομικό κόστος συντήρησης αυτών των κατατρεγμένων ανθρώπων επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ υπό το βάρος της de facto κατοχής του 37% του εδάφους –στο οποίο η ΚΔ δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο– δημιουργούνται και προκλήσεις ασφάλειας δεδομένης της πιθανότητας ύπαρξης μαχητών του παγκόσμιου τζιχαντιστικού κινήματος (ISIS, Daesh, άλλες ομάδες) που προσπαθούν να επαναπατριστούν στην Ευρώπη λόγω καταγωγής ή να βρούνε ασφαλές καταφύγιο εκτός Συρίας. Επιπλέον, η αναζωπύρωση του Συριακού συνδέεται και με τη μεγάλη εικόνα της περιοχής, όπου ο ανταγωνισμός Ιράν-Δύσης θα μπορούσε να επηρεάσει, για παράδειγμα, τον Λίβανο. Ένας νέος πόλεμος Ισραήλ-Χεζμπολάχ, ανάλογος του 2006, θα είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις για την Κύπρο, μιας και η ροή προσφύγων (ο Λίβανος φιλοξενεί ήδη σχεδόν 1,5 εκατ. Σύρους πρόσφυγες), σε αυτή την περίπτωση θα είχε ως βασική κατεύθυνση και το νησί, πέραν της γειτονικής Συρίας.

Το «συριακό κενό»
Δεδομένης της προπολεμικής συνθήκης και των ιστορικών διμερών σχέσεων Λευκωσίας-Δαμασκού (από την εποχή του Χαφέζ αλ Άσαντ), η Κυπριακή Δημοκρατία, τα τελευταία χρόνια, απέτυχε, πλην της ιδιότητάς της ως κράτους μέλους της ΕΕ, αναφορικά με την πρόσληψη του Μπασάρ αλ Άσαντ, να έχει μια ξεκάθαρη εξωτερική πολιτική αναφορικά με το Συριακό ή να διασφαλίσει –εντός της ΕΕ– διαμεσολαβητικό ρόλο λόγω γεωγραφικής εγγύτητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τσεχία, μια χώρα της κεντροανατολικής Ευρώπης που δεν μετέφερε ποτέ από τη Δαμασκό την πρεσβεία της σε άλλη αραβική πρωτεύουσα –σε αντίθεση με την ΚΔ– λόγω του πολέμου. Και που έπαιξε τον ενεργό ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ ΕΕ και Συρίας. Αυτό το «συριακό κενό» στην κυπριακή εξωτερική πολιτική έχει σοβαρές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις για την ΚΔ λόγω και της επικείμενης μεταπολεμικής συνθήκης ανοικοδόμησης της Συρίας – μιας χώρας που υπέστη τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή σχεδόν μία δεκαετία μετά την έναρξη του πολέμου το 2011. Επί τούτου η Κύπρος οφείλει να εργαστεί ώστε να επιτύχει, πέραν του επιδιωκόμενου διπλωματικού ρόλου, ενεργή συμμετοχή στην ανοικοδόμηση της χώρας, ασφαλή επαναπατρισμό των Σύρων προσφύγων που διαμένουν στην Κύπρο, ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Δαμασκό της επόμενης ημέρας, αλλά και σχεδιασμό για τυχόν αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων. Αυτές εδράζονται α) στη διαχείριση, σε σχέση με το Κυπριακό, μιας μελλοντικής κατάστασης de facto απόσχισης μέρους της ΒΑ Συρίας, με παρεμφερή τρόπο της παράνομης απόσχισης της λεγόμενης ΤΔΒΚ τον Νοέμβριο του 1983. Μια «ΤΔΒΣ» (Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Συρίας) ως δορυφορικό κράτος της Τουρκίας θα ήταν αρνητική, για την ΚΔ, εξέλιξη και β) στη διαχείριση τυχόν μεταφοράς μαχητών του FSA, Αράβων ή Τουρκμένων, που μάχονται από το 2016 ως proxies της Τουρκίας στην περιοχή του Ευφράτη στα κατεχόμενα. Υπό το βάρος της ύπαρξης, στα κατεχόμενα, οργανώσεων που συνδέονται με εθνικιστικούς κύκλους εποίκων ή Τούρκων τουρκμενικής καταγωγής, μια τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε σοβαρή πρόκληση ασφάλειας για το μέλλον. Δεδομένου και του ιστορικού της επίθεσης εναντίον του Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου Σενέρ Λεβέντ, αλλά και της δυναμικής αντίδρασης –συμπεριλαμβανομένων σοβαρών απειλών– στις δηλώσεις του Τ/Κ ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί με αφορμή τα όσα τεκταίνονται στη Συρία.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ