Αρχείο

Από τα δεσμά των Σκοπιανών στα δεσμά της ζηζιούλειας θεολογίας και των οικουμενιστών του Φαναρίου ο πολυβασανισμένος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος! Τι είπε για το πρωτείο στην Ορθοδοξία και την Σύνοδο του Κολυμπαρίου!

Του Άγελου Ρούσσου

Όταν και ένας τόσο πολυβασανισμένος για την πίστη μας Ιεράρχης υπερασπίζεται με τόσο ζήλο την Σύνοδο του Κολυμπαρίου τότε είναι σαφές πως η πνευματική αλλοτρίωση στηριζόμενη στις εξουσιαστικές ισορροπίες και τα θρονικά...πρωτεία έχει πλημμυρίσει την Εκκλησία του Χριστού μας!

Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων Ιωάννης, που βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην χώρα μας και χθες βραβεύτηκε ως επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην ομιλία του απέδειξε δυστυχώς πως μπορεί να ελευθερώθκε από τα δεσμά των σχισματικών διωκτών του στα Σκόπια, αλλά εθελοντικά δέθηκε στα δεσμά τους οικουμενιστικού πνεύματος του Φαναρίου!

Σε μια μακροσκελή ανάλυση βασισμένη στην θεολογία του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζήζιουλα μίλησε για “προεδρία εν αγάπη” όταν σχολίαζε τα περί πρωτείου, ενώ ύμνησε την Σύνοδο του Κολυμπαρίου “ως αγιοπνευματικό γεγονός”. Αντικρούοντας τα επιχειρήματα περί απαραίτητης ομοφωνίας για τις αποφάσεις της σχολίασε πως κάτι τέτοιο θα ήταν συμβιβασμός και πως “Η ομοφωνία πνίγεί την ελευθερία της Συνόδου και κάθε απόφαση που θα φερθεί ανελεύθερα είναι σε κίνδυνο να είναι υπό την επιρροή μόνο ορισμένων συμφερόντων”... Συνάμα υπερθεμάτισε για νέες Συνόδους ευχόμενος “η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πετύχει «νά καταστεῖ επαναλαμβανόμενος Θεσμός»'

“Η Ορθόδοξη εκκλησιολογία δεν απορρίπτει το πρωτείο,αλλά απορρίπτει την εκκλησιολογία που τοποθετεί την οικουμενική Εκκλησία πάνω από την τοπική Εκκλησία, την εκκλησιολογία δηλαδή την οποία υποστηρίζει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Απορρίπτει και όλα τα αποτελέσματα μιας τέτοιας εκκλησιολογίας, που είναι η ταύτιση του πρωτείου με την εξουσία.Για τους Ορθοδόξους, το πρωτείο δεν είναι κάποια απλή προεδρία σε φόρα και θεσμούς, όπως συνήθως κατανοείται η προεδρία στις σημερινές περιστάσεις, αλλά έχει τις ρίζες της στην ίδια την Τριαδολογία, στην οποία είναι αναμφισβήτητο το πρωτείο του Πατρός στην κοινωνία της Αγίας Τριάδας. Το πρωτείο, όμως, δεν σημαίνει ούτε εφαρμογή, ούτε ένδειξη της εξουσίας πάνω στους άλλους Επισκόπους και στις άλλες τοπικές Εκκλησίες. Δεν είναι κάποια «ανώτερη εξουσία», όπως εννοείται στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά είναι η τάξη στην κοινή ζωή των τοπικών Εκκλησιών.” τόνισε.

Είπε μεταξύ άλλων πως είναι αδύνατο να υπάρχει Οικουμενική Σύνοδος στην σημερινή κατάσταση χωρισμού στην Εκκλησία και πως γενικά οι Σύνοδοι έχουν αυθεντία, αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο με την εξουσία όπως αυτή που έχει ο Πάπας στους Ρωμαιοκαθολικούς.

Για το αλάθητο των Συνόδων ανέφερε:

“Από ιστορική πλευρά όχι μόνο που δεν μπορεί να λεχθεί πως η Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη μόνο επειδή είναι οικουμενική, αλλά έχουμε και παραδείγματα ότι και οι Οικουμενικές Σύνοδοι έκαναν σφάλματα,ακόμη και κάποιες από αυτές ήταν ληστρικές. Το αλάθητο της Συνόδου δεν έχει νόμιμο χαρακτήρα και δεν επιβάλλεται μόνο μέσω της αυθεντίας του ονόματος Οικουμενική, αλλά το αλάθητο των Συνόδων είναι χαρακτηριστικό της αληθείας τους και την αποδοχή τους στην Εκκλησία. Το αλάθητο αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το θεσμικό αλάθητο το οποίο το έχει ο Πάπας στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ύστερα από την Πρώτη Σύνοδο του Βατικανού.

Διαφορετικά, το αλάθητο δεν ανήκει στις Συνόδους αλλά στην Εκκλησία. Μόνο αν η Εκκλησία δεχτεί κάποια Σύνοδο για αλάθητη, μόνο τότε αυτή η Σύνοδος είναι αλάθητη. Με άλλα λόγια, μ΄ αυτό το τρόπο, το θέμα του αλάθητου μεταφέρεται στη δομή της αληθείας, όπως λέει ο Αθανάσιεβ.Αλάθητο είναι μόνο αυτό που είναι αληθινό, και η αλήθεια ανήκει στην Εκκλησία”.

Για το πρωτείο

“Συνεπώς, η διακονία του πρώτου δεν αποτελεί τη θέση της εξουσίας ή κυριαρχίας, καθώς ο πρώτος δεν μπορεί να πράττει τίποτε χωρίς την συμφωνία όλων, αλλά είναι διακονία, η οποία εξασφαλίζει την ενότητα και την ομόνοια όλων των Επισκόπων μιας ευρύτερης περιοχής. Αν δεν υπάρχει ο πρώτος, δεν δύναται να υπάρξει ούτε καν η Σύνοδος. Γιατί εκείνος ο οποίος είναι πρώτος, κατά κάποιο τρόπο έχει το προνόμιο, και δεν θα ήταν λάθος αν λεχθεί ότι έχει

και εξουσία να συγκαλεί συνόδους. Τι θα γινόταν σε περίπτωση που κάθε Επίσκοπος θεωρούσε ότι αυτός έχει την εξουσία να συγκαλεί συνόδους, ρωτάει ο Αφανάσιεφ; Ή, τι θα γινόταν αν ο πρώτος αποφασίζει να αμφισβητεί κάποια απόφαση της Συνόδου; Είναι γνωστό, λέει ο Ζηζιούλας, πως στην απουσία του Πατριάρχη, ή όταν χηρεύει ο πατριαρχικός θρόνος, δεν γίνονται εκλογές

Επισκοπών. Κάθε απόφαση που έχει ληφθεί στην απουσία του, ο Πατριάρχης (ο πρώτος) μπορεί να την αμφισβητήσει. Είναι αυτό μόνο τιμή ή είναι και εξουσία;

Η συνοδικότητα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το πρωτείο. Μέχρι στιγμής δεν έχει αναγνωριστεί κάποια Σύνοδος στην οποία δεν έχει προεδρεύσει αυτός που είχε το πρωτείο να προεδρεύει. Αν η Σύνοδος υφίσταται με τέτοιο τρόπο ώστε να εκφράζει την καθολικότητα της Εκκλησίας, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο υφίσταται και το πρωτείο. Η θεολογία αυτή αναμφισβήτητα είναι δεκτή, ακόμη και γραμμένη στα καταστατικά χαρτιά όλων των τοπικών αυτοκέφαλων Εκκλησιών, αλλά τα προβλήματα εμφανίζονται όταν αυτή η θεολογία πρέπει να εφαρμοστεί στην οικουμενική καθολικότητα.

Ίσως κανένας δημόσια δεν αμφισβητεί το πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχη και εννοείται ότι αυτός προήδρευσε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που έλαβε μέρος στην Κρήτη. Αλλά δυστυχώς, όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που προσπαθούν να υποτιμούν το πρωτείο στην Εκκλησία σε οικουμενικό επίπεδο και να το κάνουν μη-λειτουργικό. Δεν πρέπει να παραβλέπουν οι παρατηρήσεις πως η Ορθόδοξη Εκκλησία σε οικουμενικό επίπεδο μοιάζει με ομοσπονδία Εκκλησιών. Χωρίς σαφώς ιδρυμένη προτεραιότητα και ιδρυμένη προεδρεύουσα καθέδρα, η Ορθόδοξη Εκκλησία ακόμη πολύ χρόνο θα έχει ουσιώδη προβλήματα και θα εμφανίζονται απαράδεκτες προθέσεις, όπως αυτή του Αμίλκα Αληβιζάτου, το πρωτείο μεταξύ των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών να εφαρμόζεται περιστροφικά.

Εάν λοιπόν υπάρχει το πρωτείο ανάμεσα στους Επισκόπους, τότε πρέπει να υπάρχει και η επισκοπική καθέδρα, η οποία θα προσδρεύει. Όμως, όπως το πρωτείο του Επισκόπου δεν πρέπει να εννοείται ως το πρωτείο της εξουσίας, έτσι και η καθέδρα που προεδρεύει δεν πρέπει να κυριαρχεί πάνω στις άλλες επισκοπικές καθέδρες, επειδή όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι ολόκληρο το σώμα του Χριστού”.

Επικριτικός ήταν για τους απόντες από την Σύνοδο του Κολυμπαρίου

“Η μη-συμμετοχή στη Σύνοδο, εκτός από δικαιολογημένους λόγους (προβλήματα υγείας ή βίαιες φυσικές εμποδίσεις) είναι απαράδεκτο” είπε και σμυπλήρωσε “Αυτό που μένει ως πικρία, ακόμη και προσβολή, όχι μόνο για τον πιο άμεσο διοργανωτή της Συνόδου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και για τους ίδιους τους συμμετέχοντες στη Σύνοδο, είναι αυτό που μερικές Εκκλησίες στην τελευταία στιγμή, μόνο μια εβδομάδα πριν την έναρξη της Συνόδου, ανακάλεσαν την συμμετοχή τους, παρόλα που πρωτίστως είχαν εντελώς συμφωνήσει τόσο περί της ημερομηνίας συγκαλέσεως της Συνόδου όσο και περί της ημερήσιας διάταξης. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι όλες αυτές οι Εκκλησίες συμμετείχαν ενεργά σε όλες τις προσυνοδικές επιτροπές, και τελικά οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών αυτών συμφώνησαν τόσο περί τα περιεχόμενα των προσυνοδικών κειμένων, όσο και με την ημερομηνία συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.Αν σε αυτό προστεθούν κάποιες ιδιωτικές απόψεις ότι για μη προσέλευση των Επισκόπων των τεσσάρων αυτοκέφαλων Εκκλησιών έχουν πολιτικά, γεωπολιτικά και κρατικό-στρατηγικά συμφέροντα μερικών ισχυρών κρατών, και αν αυτές οι απόψεις αποδειχτούν ως αληθινές, τότε οι ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν τεθεί μπροστά σε τεράστια προβλήματα. Να παραβιαστούν τα εκκλησιαστικά κριτήρια υπό την πίεση των κρατικών συμφερόντων, όσο και έξοχα να φαίνονται αυτά τα συμφέροντα, το λιγότερο είναι ανάξια για την μεγάλη υπόσχεση την οποία οι χριστιανοί την δέχτηκαν από τον Κύριο Ιησού Χριστό”.

Επιχείρησε δε να απαξιώσει αρκετά από τα επιχειρήματα όσων αντιδρούν λέγοντας επί παραδείγματι πως “να γράφεται πως όλοι οι συμμέτοχοι της Συνόδου ήταν υπό την επιρροή και πίεση πολιτικών παραγόντων, τουλάχιστον δεν είναι σοβαρό”.

Ή ακόμη σχολιάζοντας ότι “οι παρατηρήσεις πως η Σύνοδος στις εργασίες της χρησιμοποιούσε από προηγουμένως συντεταγμένα κείμενα, και αυτό εμπόδισε τους συμμετέχοντες να μιλούν και να ενεργούν μέσω του Άγιου Πνεύματος, φαίνονται χωρίς σοβαρότητα”

Αναστρέφει και την αλήθεια όταν λέει πως “Είναι δεδομένο πως σε μερικά κείμενα έγιναν συγκεκριμένες αλλαγές, και μάλιστα με την κοινή συμφωνία των συμμετεχόντων στην Σύνοδο” ενώ όλοι θυμόμαστε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου να βάζει υπογραφές και για όσους Μητροπολίτες δεν υπέγραψαν!

Για το θέμα του τρόπου λήψης των αποφάσεων στην Σύνοδο απάντησε πως

“Ο εθνοφυλετισμός δυστυχώς είναι καλά ραμμένος στα άμφια των Ορθοδόξων. Έτσι, για να μην γίνουν πλειοψηφίες κατά το πρότυπο των εθνικών Εκκλησιών, αποδέχτηκαν έναν τέτοιο συμβιβασμό, όπως από την άλλη πλευρά αποδέχτηκαν άλλο συμβιβασμό, οι αποφάσεις της Συνόδου να φέρονται με ομοφωνία (κονσέσνους). στις Οικουμενικές Συνόδους δεν συμμετείχαν όλοι οι Επίσκοποι της οικουμένης, εκτός ίσως στην Πρώτη, αλλά οι δυνατότητες για επικοινωνία σε εκείνους τους καιρούς κατά πολύ είναι διαφορετικές από τις σύγχρονες. Όσον αφορά περί της ομοφωνίας, αυτή ποτέ δεν ήταν κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων. Οι αποφάσεις φέρονταν ή με γενική συμφωνία ή με πλειοψηφία, αλλά ποτέ η γενική συμφωνία δεν τέθηκε ως προϋπόθεση για να φερθεί κάποια απόφαση.”

Για τις σχέσεις με τους ετερόδοξους και το σχετικό κείμενο της Συνόδου ανέφερε χαρακτηριστικά:

“Δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός πως, αν και όλα τα κείμενα ήταν υπό την κριτική των αντιοικουμενιστών, ένα κείμενο τράβηξε την προσοχή τους πιο πολύ, και με αυτό, την προσοχή της ευρύτερης δημοσιότητας. Είναι το έκτο κείμενο, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προς τὸν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» στο οποίο η Σύνοδος έκανε μια διόρθωση στην §6. Στο προτεινόμενο κείμενο αυτής της παραγράφου στάθηκε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Εκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικών Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ΄αὐτῆς». Μετά από πολλές συζητήσεις, αυτή η πρόταση στην §6 διορθώθηκε, κυρίως με την συνεισφορά της Εκκλησίας της Ελλάδος, και η τελική μορφή της είναι η εξής: «Παρὰ ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνία μετ΄αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν.» Αν δεν υπήρξε το προηγουμένως προτεινόμενο κείμενο, το οποίο πέρασε στις προσυνοδικές επιτροπές, η τελική μορφή αυτής της πρότασης, την οποία την πήρε στην Σύνοδο της Κρήτης, ίσως δεν θα μας είχε τραβήξει την προσοχή τόσο πολύ. Αλλά τώρα, όταν ξέρουμε την πορεία της εξελίξεως αυτής της πρότασης δεν θα μπορούσαμε να μην αναρωτηθούμε, υπάρχει άραγε διαφορά μεταξύ ιστορικής ύπαρξης και ιστορικής ονομασίας; Είναι σαφές πως αυτές οι αλλαγές του κειμένου είναι συνέπεια των αντιοικουμενικών πιέσεων, οι οποίες υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και οι οποίες είναι εντελώς κλειστές για επικοινωνία με τους ετερόδοξους, αλλά είναι επίσης συνέπεια μιας κλειστής εκκλησιολογίας η οποία η ίδια είναι προβληματική.

Αυτό που είναι περισσότερο από σίγουρο , είναι πως με την διόρθωση αυτή, οι αντιοικουμενιστές ξανά έμειναν μη-ικανοποιημένοι, αλλά μη-ικανοποιημένοι είναι και αυτοί που περίμεναν από την Σύνοδο να εφαρμοστεί το ανοικτό είδος εκκλησιολογίας κατά το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι γνωστή”.

Και συμπλήρωσε πως:

“Αν λαμβάνεται υπόψη η ιστορική ονομασία αυτών των ετεροδόξων χριστιανικών κοινωνιών ως Εκκλησίες, αν λαμβάνεται υπόψη πως οι ίδιες αυτές χριστιανικές κοινωνίες ονομάζονται με το όνομα Εκκλησία, τότε δεν υπάρχει καμία βάση, αυτές οι χριστιανικές κοινωνίες να μην συνεχίζουν να ονομάζονται Εκκλησίες. Με αυτό οι ορθόδοξοι θα δείξουν όχι μόνο σεβασμό προς τους διαφορετικούς, και ετερόδοξους , αλλά με αυτό θα δείξουν και σεβασμό προς τον εαυτό τους. Ιδιαίτερα επειδή ο όρος Εκκλησία υπήρξε και πριν την Πεντηκοστή, δηλαδή πριν την χριστιανική εποχή και ήταν χρησιμοποιημένος όπως υπό των αρχαίων Ελλήνων, έτσι και υπό των Εβραίων. Αν οι ορθόδοξοι ξέρουν πως η Εκκλησία είναι μια, καθολική και αποστολική, όπως την ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, τότε η ονομασία των Ρωμαιοκαθολικών και μερικών άλλων χριστιανικών κοινωνιών ως Εκκλησίες δεν μπορεί να θολώσει μια τέτοια επίγνωση”.

Κατέληξε δε υποστηρίζοντας πως “η ονομασία μερικών χριστιανικών κοινωνιών ως Εκκλησίες δείχνει πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ανοικτή για διάλογο, και κατά συνέπια αφήνει ανοικτό παράθυρο, αν όχι και πόρτα, για είσοδο των υπολοίπων χριστιανικών κοινωνιών στην μια Εκκλησία”.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Εθνικά θέματα 0

Τι έγινε τελικά με την σύλληψη του Έλληνα Αστυνομικού-Οι Ισραηλινοί επέβαλαν την παρουσία στον Πανάγιο Τάφο Γεωργιανών διπλωματών παραβιάζοντας τα πρωτόκολλα

Το επεισόδιο έγινε όταν τα μέλη της ελληνικής διπλωματικής αποστολής αντέδρασαν επειδή στο θεωρείο που έχει ορίσει το...