Ιστορία

Η Προσευχή του Μακρυγιάννη για την Ελευθερία της Πατρίδος

«Εἰς τὴν δόξα, εἰς τὴν δόξα, εἰς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγιά Τριάδος, τῆς Θεοτόκος, τοῦ ἃ-Γιάννη τοῦ Βαφτιστῆ καὶ πάντα τῶν ἁγίων καὶ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, νὰ πρεσβέψει εἰς τὴν παντοδυναμίαν του καὶ εἰς τὴν βασιλείαν του, νὰ μᾶς λευτερώσει τώρα εἰς τὸ νέον ἔτος, νὰ μᾶς λευτερώσει ἀπὸ τὴν κακία μας, ἀπὸ τὴν διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλίαν τῶν ξένων.

Ἡ παντοδυναμία σου εἶσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος, ἡ ἀγαθότη σου εἶναι ἄβυσσος τῆς θαλάσσης. Ἔλεος ζητῶ, νὰ μοῦ καθαρίσεις τὴν ἁμαρτωλή μου ψυχὴ καὶ τὰ βρωμερά μου σπλάχνα καὶ νὰ μοῦ δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη καὶ πίστη καθαρά, νὰ δυνηθῶ νὰ σὲ προσκυνήσω καὶ νὰ σὲ δοξολογήσω καὶ νὰ σὲ εὐνογήσω μὲ καθαρότης καὶ νὰ σὲ περικαλέσω, ὁ ἁμαρτωλός, διὰ τῆς πρεσβείας τῆς Θεοτόκος καὶ τῶν ἁγίων, νὰ σώσει τὴν ματοκυλισμένη μου πατρίδα καὶ θρησκείαν καὶ γενικῶς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους, ὅσοι φέρνουν δοξολογίαν εἷς τὴν παντοδυναμίαν σου καὶ εἰς τὴν βασιλείαν σου, τρισυπόστατε Θεέ, σωτήρα τοῦ παντός, νὰ μᾶς σώσεις, νὰ μᾶς λευτερώσεις ἀπὸ τὰ κοφτερὰ δόντια τῶν γουρνόλυκων.

Τρέχομεν εἰς τὸ ἔλεός σου καὶ εἰς τὴν ἐσπλαχνίαν σου καὶ τῆς βασιλείας σου. Τὸ ἔλεός σου ζητοῦμεν, οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ ἀδύνατοι, οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου καὶ σκλάβοι σου. Συχώρησε μὲ , Κύριέ μου, ὀποὶ σὲ βάρυνα. Ποῦ ἀλλοῦ νὰ τρέξω; Ποῦ ἀλλοῦ νὰ τρέξομεν οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου, ποῦ ἀλλοῦ οἱ ἀδύνατοι νὰ βροῦμεν δικιοσύνη, ποιὸς ποιμένας καὶ πίτροπός σου ἔχει δικιοσύνη νὰ δικιώσει τὸ δίκιον τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γὴς καὶ τῆς θάλασσας.

Σῶσε μας, ἡ παντοδυναμία σου, ὅτι χαθήκαμεν ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλη ζωή. Κύριε, μὲ τί στόμα νὰ σὲ περικαλέσουμεν, μὲ τί μάτια νὰ σηκώσουμεν νὰ σὲ τηράξομεν καὶ νὰ περικαλέσουμεν τὸ πανάγαθό σου ὄνομα καὶ τῆς βασιλείας σου;

Κύριε, ἡ παντοδυναμία σου ἐπολέμησες, ἀγωνίστης, ἐσπαλχνίστης, ἡ παντοδυναμία σου καὶ ἡ βασιλεία σου, καὶ ἀνάστησες νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αἰῶνες, καὶ τοὺς πεθαμένους καὶ λιωμένους καὶ ὀλίγους καὶ ἀδύνατους καὶ ἀμαθεῖς, μὲ δεμένα σκοινιὰ τὰ περισσότερα τουφέκια, καὶ μὲ χωρὶς ἀναγκαία του πολέμου, ξιπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ νηστικοὶ τὶς περισσότερες φορές, καὶ ἀντινέργειες τῶν δυνατῶν, πενήντα χιλιάδες δὲν ἤμαστεν ποτὲς εἰς τὸν πόλεμον, στεριὰ καὶ τοῦ πελάου, καὶ ν’ ἀφανιστοῦν περίτου τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές, ντόπιοι καὶ ξένοι Τοῦρκοι, δύναμη δική μας ἦτον, ἀντρεία δική μας ἦταν, ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸς δικός μας ἦταν, ὅτι πατριωτισμὸν καὶ ἀρετὴ θυσιάζομεν.

Καὶ τώρα χερότερον εἴχαμεν, καὶ τότε μᾶς ἔσωσες, πανάγαθε Θεέ, μᾶς ἀνάστησες καὶ μᾶς σώνεις κάθε στιγμὴν καὶ κάθε… ἀπὸ τὴν διοτέλειά μας, ἀπὸ τὴν χαμέρπειά μας, ἀπὸ τὴν ἀπιστία μᾶς πωλοῦμεν, καὶ τὴν παντοδυναμίαν σου καὶ τὴν βασιλείαν σου κατακρένομεν, καταλαλοῦμεν.

Καταπωλήσαμεν μέσα εἰς τὶς ἀγορὲς καὶ σοκάκια δισκοπότηρα, ὅτι δὲν ματαείχαμεν τὴν ἀνάγκη τους νὰ μεταλάβομεν, πουλήσαμεν τὰ πολυτίμητα εὐαγγέλια καὶ ὅλα τὰ γερὰ τῶν ναῶν σου, καὶ ζωντανὰ καὶ τόπους, καὶ κατακερματίσαμεν καὶ τ’ ἅγια μοναστήρια καὶ τὶς ἐκκλησίες, καὶ τὶς φκιάσαμεν σπίτια, ἀχούρια καὶ τὰ ἑξῆς.

Ὅ,τι ἀνταμεβῆ ἧβρες ἀπὸ τοὺς Ὁβραίους, ὁπού ’ταν ἀλλόθρησκοι καὶ σὲ σταύρωσαν, ἧβρες καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁπού κοπίασες καὶ κοπιάζεις καὶ ἀνάστησες καὶ ἀναστήνεις, ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς.

Μὲ τί πρόσωπον, Κύριέ μου, νὰ παρουσιαστῶμεν ὀμπρός σου, καὶ μὲ τί στόμα καὶ γλώσσα νὰ σὲ περιλέσουμεν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ὁπού κιντυνεύομεν, οἱ ἀχάριστοι, οἱ διοτελεῖς, οἱ κακοὶ τεμπέληδές του κόσμου, οἱ προδότες καὶ ἀσεβεῖς, κάθε γερὸν πράμα!

Θεοτόκε, μητέρα τοῦ παντός, τὸ καύκημα τῆς παρθενίας, τὸ καύκημα τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ πάντα τῆς ἀγαθότης, προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀδύνατοι, εἰς ἐσπλαχνίαν τῆς ἀγαθότης σου, νὰ λυπηθεῖς τοὺς ἀθώους ἐκείνους ὁπού φέρνουν τὴν ἁμαρτωλή τους προσευχὴ ’λικρινώς εἰς τὸν παντουργὸν καὶ εἰς τὴν βασιλείαν του, ἐκείνους ὁπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι καὶ γυμνοί, ἐκείνους ὁπού ἄφησαν χῆρες καὶ ἀρφανά, ἐκείνους ὁπού ’χυσαν τὸ αἷμα τους, κατὰ τὸν ὅρκον τους, ν’ ἀναστηθεῖ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Παντοκράτορα ἡ σκλαβωμένη τοὺς πατρίδα καὶ νὰ λαμπρυθεῖ ὁ σταυρὸς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ δὶ’ αὐτὸν τὸν ὅρκον αὐτεῖνοι πέθαναν δὶ αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία, καὶ θυσίασαν καὶ τὸ ἔχει τους, καὶ πολλῶν οἱ γυναῖκες τους, τὰ παιδιά τους, οἱ συγγενεῖς τους διακονεύουν καὶ ταλαιπωροῦνται ξιπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοὶ στὰ σοκάκια ἐκείνης τῆς ματοκυλισμένης πατρίδος ὁπού ζύμωσαν οἱ γονέοι τους καὶ οἱ συγγενεῖς τους μὲ τὸ αἷμα τους, καὶ τὴν γοδέρουν σήμερα καὶ τὴν τρῶνε καὶ τὴν προδίνουν οἱ γουρνόλυκοι μὲ τ’ ἀκονισμένα δόντια καὶ οἱ σύντροφοί τους αὐτεινῶν οἱ τοιοῦτοι. Θεοτόκο, μήτηρ τοῦ παντός, αὐτοὺς τοὺς ἀθώους νὰ λυπηθεῖς, αὐτοὺς τοὺς γυμνοὺς καὶ ταλαίπωρους.

Αὐτεῖνοι φέρνουν δοξολογίαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν βασιλείαν του. Νὰ πρεσβέψεις εἰς τὴν παντοδυναμίαν τοῦ ν’ ἀναστήσει πίσου τοὺς γερούς του ναούς, τ’ ἅγια τὰ μοναστήρια ὁπού τρώγαν ψωμὶ οἱ δυστυχισμένοι, ἀφοῦ αὐτὰ ὅπου ζοῦσαν πολὺ ἀδύνατοι ἀπὸ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν πατέρων, τῶν καλογέρων – δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν μαναστηριῶν τῆς ὀρθοδοξίας.

Δὲν ἦταν τεμπέληδες, δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν. Καὶ εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδος σ΄ αὐτὰ τὰ μοναστήρια γενόταν τὰ μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα του πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι οἱ ὑπηρέτες τῶν μαναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν – τριάντα εἶναι μόνον μὲ μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὸ τὸ Νιόκαστρο, καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα.

Ἔλιωσαν αὐτεῖνοι οἱ πατέρες, τώρα εἰς τὰ γερατειὰ τοὺς βασανίζονται πολὺ εἰς τοὺς δρόμους. Θεοτόκο μου, νὰ περικαλέσεις τὸν ἀφέντη μας καὶ τὸν μονογενῆ σου ν’ ἀναστήσει πίσου αὐτά, καὶ τὶς ἅγιες ἐκκλησίες του, ὁπού κατακερματίσαμεν ἐμεῖς οἱ ἀχάριστοι καὶ μᾶς ἧβρε ἡ δίκια τοῦ ὀργὴ καὶ τῆς βασιλείας του, νὰ τὸν περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, νὰ τὰ ἀναστήσει πίσου, καὶ νὰ σηκώσει τὴ δίκια τοῦ ὀργὴ ὁπού ’χει σὲ μᾶς τοὺς ἀχάριστους καὶ νὰ φέρει πίσου τὴν εὐκή του καὶ τὴν εὐλογία του καὶ τῆς βασιλείας του, ὁπού τὴν στερηθήκαμεν ἀπὸ τὴν κακία μας καὶ διοτέλειά μας καὶ ἐγίναμεν ἡ παλιοψάθα τῆς κοινωνίας, καὶ ἐγίναμεν καθὼς φαινόμαστε ὡς τὴν σήμερον.

Τὸ ἔλεός του εἶναι ἄβυσσος τῆς θαλάσσης, καὶ τοὺς ἀνόητους ἐμᾶς καὶ τοὺς διοτελεῖς νὰ μᾶς ἑνώσει καὶ νὰ μᾶς φωτίσει καὶ νὰ μᾶς δώσει εἰς τὸ ἑξῆς πατριωτικὰ αἰστήματα διὰ τὴν πατρίδα μας καὶ θρησκεία μας, καὶ πίστη καθερὰ νὰ ’χωμεν εἰς τὸν παντουργό μας καὶ εἰς τὴν βασιλείαν του, νὰ μᾶς σώσει ἐδῶ καὶ εἰς τὴν παντοτινὴ ζωή, νὰ δώσει τοῦ γερατείου τοῦ ρήνη καὶ ὁμόνοιαν, τὴν εὐκή του καὶ τὴν εὐλογία του, καὶ εἰς τοὺς προκρίτους, τοὺς ποιμένες, καὶ γενικῶς τὸν λαόν του, νὰ ’ρθει πίσου ἡ νεκρανάστασή του διὰ τῆς εὐλογίας του.

Προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου καὶ οἱ σκλάβοι σου εἰς τὸ ἔλεός σου καὶ εἰς τὴν ἐσπλαχνίαν σου καὶ τῆς βασιλείας σου. ἔλεος ζητοῦμεν, νὰ μᾶς δώσεις καθαρὰ σπλάχνα καὶ καθαρὰ ψυχή, νὰ δυνηθῶμεν νὰ σὲ προσκυνήσουμεν καὶ νὰ σὲ δοξολογήσουμεν μ’ ἐξ ὅλης καρδίας, εὐεργέτη καὶ προστάτη ἀληθινέ.»

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ